Ήρθαν όλες εδώ, όλες οι κόρες μου. Έτσι όπως γίνεται κάθε φορά που έρχεται μια καινούργια αγαπημένη στην οικογένεια. Και πρώτα πρώτα, η Ηλέκτρα μου. Δειλή και μαζεμένη, με τα γάντια και το καινούργιο της παλτό. Εγκλωβισμένη σε μια μεταμφίεση, μπας και καταφέρει να απεγκλωβιστεί. Ύστερα ήρθε η Λελού. Πανέμορφη, να δίνει οδηγίες, να οργανώνει το γλέντι το ξεχωριστό, ακόμα έχουν να το λένε εκεί στους Ποδαράδες, τέτοιο γλέντι πάνω στα μάρμαρα… Φουριόζες φτάσανε η Κατίνα με την Κατερίνα. Αυτές μαζί δεν κάνουνε… άλλη γλώσσα, άλλα χούγια, ο στόχος κοινός μονάχα. Η Νίνα δεν ήθελε να μπει. Ξυπόλυτη, με το παράξενο βραχιόλι, ντρεπότανε. Τόσα φονικά… Της έστρωσα το μαύρο φόρεμα και την πήρα από το χέρι. Τελευταία έφτασε η Γέρση.
Δυσκολευόταν να περπατήσει με τόσες λίρες και διαμαντικά κρυμμένα στις σούρες και στο στρίφωμα της φούστα της.
Ήρθαν όλες με λαχτάρα να υποδεχτούν την αδερφή τους.
«Κινούργιου αυγό στ’ τσ’κάλ’!» τους είπα γελώντας, κι εκείνες απόρησαν. Θρακιώτικη παροιμία για το καινούργιο που έρχεται να ταράξει, ν’ αναστατώσει.
Σα μπήκε στη σάλα η Κεραστώ, όλες θαυμάσανε. Εγώ, να πω την αλήθεια, φοβόμουν λίγο. Δεν είναι να έχεις εμπιστοσύνη στη μικρή μου ράφτρα. Δεν το ’χει σε τίποτα να ξυρίσει πάλι τα μαλλιά κόβοντας σύρριζα τις βουρλίδες της. Να βάλει φούμο στα μούτρα, να φορέσει ποτούρια, να μοιάζει αγόρι. Μα μπήκε πανέμορφα ντυμένη, κουβαλάει δώρα για όλες: ταφτάδες, μετάξια, τούλια, φιγουρίνια, καπέλα… άπλωσε τους μακαράδες και τις πελότες, τις ασημένιες δαχτυλήθρες, έστησε τη χειροκίνητη μηχανή ‒από πού την έχει βουτήξει ούτε που θέλω να θυμάμαι.
Της δώσανε τα δώρα τους, η Ηλέκτρα λικέρ βύσσινο, η Λελού εκείνο τον καθρέφτη με τους τυφλούς αγγέλους, η Κατίνα μια μπομπίνα με ασπρόμαυρες ταινίες, η Κατερίνα το Τραβέρσο, η Νίνα ένα μπουκάλι βισάντο, η Γέρση ένα διαμαντένιο περιδέραιο από το ορυχείο τ’ αντρού της.
Και δες που στήθηκε ένα ραφτάδικο στη σάλα μου. Υφάσματα και κλωστές πάνω στα καπνόφυλλα εκείνου του αντάρτη, του άρχοντα καπνουλά που του κάνει δύσκολη τη ζωή η Κεραστώ, η μικρή μου Θράσσα.