Όλα ξεκίνησαν από δύο αντίκες μπερζέρες που μου χάρισε η κυρία Ευγενία, μια εξαίρετη αρχοντογυναίκα που είναι γειτόνισσά μου. Ήταν της μητέρας της κι όταν εκείνη «έφυγε», τις κληρονόμησε. Επειδή τις θαύμαζα όποτε πίναμε καφεδάκι και γνωρίζοντας τη μεγάλη αγάπη μου για τις αντίκες, μια μέρα, έτσι απλά, μου είπε πως ήταν πλέον δικές μου. Η χαρά μου ήταν ανείπωτη όταν τις μετέφερα σπίτι μου. Οι πολυθρόνες ήταν σε καλή κατάσταση όμως ήθελαν μια αναπαλαίωση. Κι έτσι όπως τις κοίταζα και σκεφτόμουν ποιο θα ήταν το κατάλληλο ύφασμα να τις ντύσω, αναρωτήθηκα ποιοι να κάθισαν εκεί και πόση αγάπη δέχτηκαν από εκείνους που τις τίμησαν. Και τότε ένα ωραίο, αρχοντικό νεαρό ζευγάρι εισέβαλε στον χώρο και πήγε και κάθισε επάνω τους. Εκείνος ένας γεροδεμένος αρρενωπός μελαχρινός άντρας κι εκείνη μια εντυπωσιακή γυναίκα με καροτί μαλλιά, μου χαμογέλασαν και μου είπαν πως ήταν οι άρχοντες της Κομητείας των Δράκων και πως ονομάζονταν Μάξιμος και Ροσαλίνα.
Δεν παραξενεύτηκα, κάπως έτσι ξεκίνησαν οι περισσότερες ιστορίες των βιβλίων και των παραμυθιών μου, με τις επισκέψεις των ηρώων που ήθελαν να μου διηγηθούν τη ζωή τους. Και αφού αφορούσε άρχοντες, σκέφτηκα πως ένα όμορφο παραμύθι είχε αρχίσει ήδη να γράφεται στο μυαλό μου και την επόμενη στιγμή άνοιγα τον υπολογιστή μου. Πολύ σύντομα, για την ακρίβεια σε δύο μέρες, το είχα ολοκληρώσει. Διαδραματιζόταν σε μια παραμυθοχώρα, την Κομητεία των Δράκων, όπου οι ζωές τριών ζευγαριών με πολύ διαφορετικές πορείες δέθηκαν με δύο πολυθρόνες. Και ενώ το παραμυθάκι μου ολοκληρώθηκε σχετικά εύκολα, δε με ικανοποιούσε, σαν να έλειπε κάτι. Πέρασαν κάποιες μέρες, μα η ιστορία στριφογυρνούσε συνεχώς στη σκέψη μου, αφήνοντάς με ανικανοποίητη. Τι δεν πήγαινε καλά; Το παραμύθι ήταν ωραίο, είχε μεγάλο ενδιαφέρον, όμως του έλειπε εκείνο που θα έκανε τη διαφορά. Και τότε μου ήρθε μια περίεργη ιδέα. Σκέφτηκα πως αν η ιστορία μπορούσε να απλωθεί πολύ περισσότερο, αν γινόταν μυθιστόρημα, θα είχα την ευκαιρία να διηγηθώ πολύ πιο σημαντικά γεγονότα και να το εμπλουτίσω με μαγικές εικόνες των χωρών όπου διαδραματίζονταν τα γεγονότα και κατέκλυζαν ολοζώντανες το μυαλό μου. Ποιος όμως θα ήθελε να διαβάσει μια ιστορία με πριγκίπισσες και άρχοντες σε μια εποχή που ταλανίζεται από μυριάδες οικονομικά προβλήματα και ανεξέλεγκτη βία;
Υπάρχει όριο στη φαντασία ενός δημιουργού και πολύ περισσότερο ενός συγγραφέα; Όποιος υποστηρίξει το αντίθετο και θελήσει να κονσερβοποιήσει το μυαλό ενός οποιουδήποτε δημιουργού, βάζει εμπόδια στην ίδια την τέχνη. Αποφάσισα να το τολμήσω, ξεκινώντας την ίδια μέρα το πρώτο κεφάλαιο. Θα έκανα μια δοκιμή, και αν μπορούσα να αναπτύξω την ιστορία χωρίς να καταστρέψω την αθωότητα του παραμυθιού αλλά ούτε να στερήσω την ένταση και το πάθος που θέλει ένας ώριμος αναγνώστης, τότε θα συνέχιζα. Το ζητούμενο ήταν το παραμύθι να παραμείνει ως ένα αθώο παιδικό παραμύθι και το μυθιστόρημα να εξελιχθεί σε μια δυναμική, γεμάτη ένταση μυθοπλαστική περιπλάνηση, που θα αφορούσε τρία πολύ διαφορετικά ζευγάρια, με τις καθηλωτικές προσωπικότητές τους, τους έρωτες, τα μίση, τα πάθη και τις ίντριγκες. Εν ολίγοις, επιθυμούσα να μπορεί μια μητέρα να διαβάσει το παραμύθι στα παιδιά της κεντρίζοντας τη φαντασία τους και διαπλάθοντας το ηθικό κομμάτι των χαρακτήρων τους και μετά να το απολαύσει και η ίδια ως ενήλικη, όπως συμβαίνει με την ένδυση, όπου μητέρα και κορούλα, κάποιες φορές, φορούν τα ίδια ρούχα. Και αργότερα, όταν η κόρη μεγαλώσει, να διαβάσει το παιδικό της παραμύθι ως μυθιστόρημα και το ίδιο να κάνει και στα δικά της παιδιά. Τέλος πάντων, ήθελα να φέρω μια καινοτομία στον χώρο του βιβλίου και να πείσω πως η ίδια ιστορία μπορεί να διαβαστεί ταυτόχρονα από γονείς και παιδιά, όταν κάποιος γνωρίζει να χειρίζεται με σωστό τρόπο τη διαφορετικότητα.
Έτσι ξεκίνησε ακόμα ένα στοίχημα με τον εαυτό μου από τα πολλά που έδωσα εισβάλλοντας στον χώρο του βιβλίου, μετρώντας τις δυνάμεις μου στο αν δύναμαι να κάνω κάτι πρωτοπόρο, διαφορετικό μα συνάμα επιτυχημένο, αρεστό και εμπορικό. Τελικά, αυτή η προσπάθεια αποδείχτηκε καλύτερη από εκείνη που προσδοκούσα, γιατί γέννησε την πρώτη μου τριλογία στη λογοτεχνία. Ως τότε είχα εκδώσει μόνο μια διλογία, το «Σταυροδρόμι των Ψυχών» και τη συνέχειά του, οι «Αγγελιαφόροι του Πεπρωμένου», τώρα ήθελα τα βιβλία να γίνουν τρία. Όπως σας ανέφερα, η αρχική σκέψη ήταν ένα παραμυθάκι δέκα σελίδων, όμως ως μυθιστόρημα θα έπρεπε να αναπτυχθεί τόσο πολύ, που έπρεπε ή να γίνει τρία βιβλία με 350 σελίδες το καθένα ή τριλογία σε ένα βιβλίο με λιγότερες σελίδες. Σκέφτηκα πως αυτό ίσως να χαλάρωνε το ενδιαφέρον των αναγνωστών, που θέλουν να έχουν μαζί την αρχή και το τέλος μιας ιστορίας ώστε να υπάρχει συνεχόμενη αναγνωστική ροή. Μετά από συζήτηση με τον εκδοτικό οίκο, αποφασίστηκε να μειωθούν οι σελίδες και για να μην πιάνει τεράστιο όγκο στη μεταφορά του, να γίνει μια ενιαία τριλογία. Επίσης κρίθηκε σωστό να εκδοθεί πρώτα ως μυθιστόρημα και αφού περάσει κάποιο χρονικό διάστημα και διαβαστεί από τους αναγνώστες, να εκδοθεί και ως παιδικό. Διαφορετικά ένας γονέας θα έχανε το ενδιαφέρον αν διάβαζε πρώτα το παραμύθι στο παιδί του και γνώριζε την υπόθεση.
Και μπορεί η ιστορία ή μάλλον οι ιστορίες που θα διαβάσετε να ξεκίνησαν ως ένα παιδικό παραμύθι, όμως: Ποιος είναι εκείνος που θα εμποδίσει το μεγάλο παιδί που κρύβουμε μέσα μας να αναζητήσει κι εκείνο την παραμυθοχώρα του; Ποιος είπε πως ένα αθώο παραμύθι δεν μπορεί να γίνει ένα δυνατό σε συγκινήσεις και εντάσεις ερωτικό μυθιστόρημα; Ποιος είπε πως οι άνθρωποι έπαψαν να είναι ρομαντικοί; Ή μήπως στις σκληρές εποχές που διανύουμε έχουμε όλοι ανάγκη από ένα παραμύθι, που θα μας θυμίσει τη χαμένη μας αθωότητα;
Μάλλον αυτό συνέβη σε εμένα, γιατί όχι και σε εσάς;
Καλή σας ανάγνωση