Ήταν Μάρτιος όταν πάρθηκε η απόφαση. Η άνοιξη είχε ξεκινήσει διστακτικά το ταξίδι της στον κόσμο. Την υποδεχτήκαμε μουδιασμένοι· με μισάνοιχτες τις πόρτες των σπιτιών μας και, κρατώντας τη σε απόσταση, της εξηγήσαμε δίχως πολλά λόγια πώς είχαν τα πράγματα: Ο συνωστισμός δεν επιτρεπόταν. Αυτή τη φορά θα γύριζε ολομόναχη στον κόσμο.
Δεν ξαφνιάστηκε. Μας ομολόγησε πως είχε ένα περίεργο, απροσδιόριστο προαίσθημα. Ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, πως κάποιος είχε φτάσει, απρόσμενα, πριν από εκείνη. Να μην έχουμε, πάντως, τύψεις, μας είπε· μας κατανοούσε.
Της υποσχεθήκαμε πως την επόμενη χρονιά θα την καλοδεχτούμε. Αγκαλιασμένοι θα γυρίζουμε αγρούς και λιβάδια, θα κάνουμε διπλάσιες εκδρομές, θα απολαμβάνουμε αμέτρητους περιπάτους σε ηλιόφωτους πεζόδρομους και πάρκα, θα θαυμάζουμε τις εναλλαγές που χαρίζει στο πράσινο και την πολυχρωμία των λουλουδιών. Και δε θα ξεχάσουμε να πλέξουμε στεφάνια.
Την αποχαιρετήσαμε και κλειστήκαμε οριστικά στα σπίτια μας. Από τα παράθυρα, από τις βεράντες μας και, οι πιο τυχεροί, από τις αυλές μας, της κουνάμε νοσταλγικά το χέρι και την καμαρώνουμε για το μεγάλο της χάρισμα· να ξυπνά μοναδικά τη φύση.
Μα δε θα το κρύψω. Όσο την παρατηρώ, τόσο πείθομαι πως τριγυρνά ευτυχισμένη. Και νιώθω αγωνία. Μια σκέψη με στοιχειώνει: δεν είναι ολομόναχη, έχει καλή παρέα.
Τη φαντάζομαι τότε να καταφτάνει την επόμενη χρονιά ινκόγκνιτο. Και όταν την ανακαλύψουμε –πώς να κρυφτεί η άνοιξη άλλωστε;– να μας ζητά να κρατήσουμε τις αποστάσεις μας από εκείνη. Γιατί αποφάσισε πως δεν της αρέσει τελικά να βλέπει ξέστρωτους και τσαλαπατημένους τους αγρούς της. Βρόμικα τα νερά. Γιατί την ενοχλεί να διακόπτουμε το κελάηδημα των πουλιών της και να απειλούμε με απόχες τις πεταλούδες της.
Γι’ αυτό, συλλογίζομαι, τώρα που μένουμε σπίτι, ανάμεσα στα άλλα, ας το σκεφτούμε κι αυτό. Ίσως καταφέρουμε να το προλάβουμε.