Ξεκίνησα τη στήλη Le Bustine di Minerva στο Espresso το 1985· ήταν για πολύ καιρό εβδομαδιαία και μετά δεκαπενθήμερη. Όπως υπενθύμιζα στην αρχή, τα φακελάκια με τα σπίρτα Minerva είχαν στο εσωτερικό τους δυο κενούς χώρους για να μπορείς να κρατάς σημειώσεις, κι αυτόν ακριβώς τον σκοπό είχαν οι παρεμβάσεις μου: να είναι σύντομες σημειώσεις και σκέψεις για ό,τι σκόρπιο μου περνούσε από το μυαλό – συνήθως πήγαζε από την επικαιρότητα, αλλά όχι μόνο, μιας και θεωρούσα επικαιρότητα ακόμα και το γεγονός ότι ένα βράδυ μου ’ρθε η διάθεση να διαβάσω, τι να πω, μια σελίδα του Ηρόδοτου, ένα παραμύθι των Γκριμ ή ένα κόμικς του Ποπάι. Πολλές από τις Bustine τις είχα περιλάβει στο Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιό μου του 1992, ένας σημαντικός αριθμός εμφανίστηκε στο La Bustina di Minerva που βασιζόταν σ’ εκείνες που είχαν δημοσιευτεί μέχρι την αρχή του 2000, άλλες πάλι εντάχθηκαν στο Με το βήμα του κάβουρα του 2006.
Από το 2000 ως το 2015 όμως, υπολογίζοντας είκοσι έξι Bustine τον χρόνο, είχα γράψει πάνω από τετρακόσιες και θεώρησα ότι αρκετές απ’ αυτές μπορούσαν ακόμα να επανεμφανιστούν. Νομίζω ότι όλες (ή σχεδόν όλες) αυτές που συνέλεξα σε τούτο το βιβλίο μπορούν να εννοηθούν σαν σκέψεις πάνω στα φαινόμενα της «ρευστής κοινωνίας» μας, για την οποία μιλώ σε μία από τις πιο πρόσφατες Bustine, βάζοντάς τη στην αρχή της σειράς.
Μολονότι αφαίρεσα πολλές επαναλήψεις, ίσως να παραμένουν ορισμένες, μιας και μερικά φαινόμενα επαναλήφθηκαν με ανησυχητική κανονικότητα μέσα σ’ αυτά τα δεκαπέντε χρόνια, επιβάλλοντας την επιστροφή και την επιμονή σε ορισμένα θέματα που παρέμεναν ενοχλητικά επίκαιρα.
Μια κουβέντα για τον τίτλο. Η φράση είναι προφανώς από τον Δάντη («Pape Satàn, pape Satàn aleppe», Κόλαση, VII, 1) αλλά, ως γνωστόν, παρόλο που στρατιές ολόκληρες σχολιαστών προσπάθησαν να βρουν νόημα σ’ αυτό τον στίχο, το μεγαλύτερο μέρος τους θεωρεί ότι δεν έχει κανένα συγκεκριμένο νόημα. Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι λέξεις από τα χείλη του Πλούτωνα μπερδεύουν τις ιδέες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οποιαδήποτε ζαβολιά. Μου φάνηκε λοιπόν βολικό να τις βάλω ως τίτλο ετούτης της συλλογής που, όχι τόσο από σφάλμα δικό μου αλλά από σφάλμα των καιρών μας, είναι ασύνδετη, πάει – όπως θα έλεγαν οι Γάλλοι– από τον πετεινό στον γάιδαρο και αναλογίζεται τη ρευστή φύση αυτών των δεκαπέντε χρόνων.