Το τελευταίο φιλί είναι ένα έργο στο οποίο αναλύεται τόσο η ζωή όσο και η ψυχολογία τριών γυναικών ‒ της μάνας Μόρφως, της κόρης Μαριανής και της εγγονής Όλγας. Οι τρεις αυτές γυναίκες είναι τρεις εντελώς διαφορετικές υπάρξεις, με εντελώς ‒όπως είναι φυσικό‒ διαφορετικές αντιλήψεις για τη ζωή.
Η Μόρφω θέλησε μια απλή ζωή στο χωριό με έναν άντρα και ένα παιδί. Η Μαριανή, γνωρίζοντας από μικρή το σκληρό πρόσωπο της μοίρας, ανέπτυξε, γυρεύοντας διέξοδο, τη δική της θεωρία κι έζησε μια ζωή προσαρμοσμένη στα δικά της αδιαπραγμάτευτα μέτρα. Η Όλγα, τέλος, έχοντας σίγουρο στήριγμα τη δυναμική και χειραφετημένη μάνα της, ονειρεύτηκε μια άνετη, πλούσια ζωή, μακριά από κάθε δυσκολία. Και οι τρεις έγιναν αυτό που οι καταστάσεις τις έκαναν. Και οι τρεις ένιωσαν το δυσάρεστο αποτέλεσμα των πράξεών τους.
Οι ζωές και των τριών στιγματίστηκαν από βίαιους θανάτους, από δύσκολες αποφάσεις που διαμόρφωσαν το υπόλοιπο του βίου τους, από τύψεις, από οργή κι εκδίκηση.
Η Μαριανή, η βασική ηρωίδα του βιβλίου, σπάζοντας τα δεσμά των κοινωνικά αποδεκτών αξιών, προχώρησε πιο πέρα. Μας δείχνει με τον τρόπο της την οδό διαφυγής από τον καταπιεστικό κόσμο των αρίστων.
Το άτομο με τα λόγια της απενοχοποιείται και διεκδικεί, μέσω αυτής, στην κοινωνία τη θέση που κρίνει ότι του αξίζει. Καθαίρει τους άριστους των μικροφώνων και φωνάζει: «Είμαι εδώ, έχω δικαίωμα στη ζωή, δεν έχω καμία υποχρέωση στη θυσία, στον ορισμένο από εσάς τρόπο ζωής».
Η πρωταγωνίστρια κάνει ένα βήμα παραπέρα και αποφασίζει πως το άτομο προέχει του συνόλου, επιμένει ότι ο καθένας οφείλει πρώτα στον εαυτό του. Κι εδώ θίγεται με πλάγιο τρόπο ένα κεφαλαιώδες φιλοσοφικό ζήτημα: Το άτομο οφείλει να υποτάσσεται στην ιδέα (στο πνεύμα), ή η ιδέα, η προερχόμενη από το άτομο, οφείλει να υπηρετεί αυτό;
«Θα φαινόταν σε πολλούς ανήκουστο, αλλά πάντα προσπαθούσα να δίνω προτεραιότητα στον εαυτό μου, αφού μόνο φιλιωμένη με αυτόν μπορούσα να είμαι επιεικής με τους άλλους. Σε αντίθεση, λοιπόν, με όλους αυτούς, θεωρούσα και θεωρώ προτιμότερο να είμαι ένοχη έναντι όλων των άλλων, εκτός του εαυτού μου».
Στο σημείο αυτό, οι απόψεις της συμπλέουν σε ένα σημείο με αυτές του Μαξ Στίρνερ· όσο αναπτύσσεται το πνεύμα, τόσο το ΕΓΩ έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Ως ΕΓΩ ας θεωρήσουμε τις απλές καθημερινές επιθυμίες του ατόμου (φόβους, αναστολές, ανάγκες, προσωπικές χαρές), οι οποίες, όσο και να απέχουν των αρίστων, παραμένουν για το άτομο σημαντικές. Χρειάζεται, λοιπόν, ένας συνδυασμός κυριαρχίας τόσο στο σώμα (ύλη) όσο και στο πνεύμα. Κανένα από τα δύο δεν πρέπει να επιβάλλεται στο άλλο.
Κάποτε θα πρέπει να αγαπήσουμε τον κρυφό, παραπεταμένο μας εαυτό.
«Δε χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να γίνει αντιληπτό σε οποιονδήποτε, θέληση χρειαζόταν μόνο. Δύναμη αμφισβήτησης των εμβόλιμων θεωριών που εξυπηρετούν ηγεσίες. Όλο τούτο το μεταδιδόμενο δήθεν άριστο και σπουδαίο από γενιά σε γενιά το έβλεπα τόσο βολικό για τόσο πολλούς».
Στους διαλόγους της Μαριανής με τον Γερμανό ταγματάρχη Ερνστ Κράουζε θα δούμε να ξεδιπλώνεται ολόκληρη η επιχειρηματολογία της που σχετίζεται με τις ελευθερίες του ατόμου, τη σχέση των λαών με τον πόλεμο, τη θέση της αλήθειας στο σήμερα, καθώς και τις τοποθετήσεις της σχετικά με το δικαίωμα του ανθρώπου στον έρωτα.
«Βαφτίζεται το εθνικό συμφέρον αγαθό. Αφού πρόκειται μέσα από αυτά τα ρητορικά γεννήματα να κρατηθεί συμπαγής ο λαός, έτοιμος για αγώνες. Μ’ ακούς, Έρνεστ; Τι χρειάζεται ένα έθνος για να μείνει ενωμένο, έτοιμο να πάρει τα όπλα; Δεν απαντάς; Θα σου πω εγώ…» (Ακολουθεί η ανάλυση.)
Ο άνθρωπος, σε κάθε εποχή, κάτω από οποιεσδήποτε καταστάσεις, ταλανίζεται από τα ίδια προβλήματα, σαν αυτά να είναι κληροδοτήματα της ίδιας του της φύσης. Με βάση αυτό το σκεπτικό, θα αναγνωρίσουμε ότι η αγάπη για το χρήμα, τον έρωτα, ο φόβος της επόμενης μέρας, οι επιθυμίες των ατόμων που δρουν με ιδιοτέλεια, όλα αυτά παραμένουν όμοια όσα χρόνια και αν περάσουν. Ο άνθρωπος στη βάση του παραμένει πρωτόγονος.
«Κι αυτό είναι το ερώτημα, Ερνστ, που λες ότι είσαι πιστός κι έχεις και δύο παιδιά. Ένα ψέμα που συμφέρει το έθνος λέγεται; Αν ναι, τότε δε μένει παρά να φτιάξουμε νόμους που θα κατοχυρώνουν ως συμφέροντα τα ψέματά μας, έτσι ώστε να τα λέμε χωρίς τύψεις στη μάζα και να έχουμε παρέα και τη νέα μας ηθική».
Τέλος, στο έργο, η έννοια «άνθρωπος» κατακτά και πάλι την πρώτη θέση μέσα από τα απλά καθημερινά προβλήματα που τον απασχολούν. Η υπόθεση εξελίσσεται καθώς τα καίρια ερωτήματα ζητούν απαντήσεις, οι νεκροί δικαίωση.
Η Μαριανή κατηγορείται για συνεργασία με τον κατακτητή, κάποιες λίρες γίνονται κίνητρο για πράξεις καταδικαστέες κι ο χρόνος, που αρχικά φαίνεται να καλύπτει τους ενόχους, έπειτα από πολλά χρόνια φανερώνει τη μόνη αλήθεια, εκείνη που καταλογίζει το μέρος της δικαιοσύνης που είναι εφικτό να δοθεί…
Ως φινάλε ορίζεται εκείνο που αποδίδει τα πρέποντα σε κάθε ήρωα…