Υπήρξε πρόκληση για μένα να πραγματευτώ ένα θέμα στην περιφέρεια του οποίου συχνάζουμε όλοι. Βρήκα την αφορμή στην ηρωίδα Ιουλίτσα, που με την ιστορία της ζωής της μου δόθηκε η ευκαιρία να πω κάτι εξαιρετικά σημαντικό: ότι μια γνώμη που είναι ειλικρινής δεν είναι παράλληλα και ορθή – ομοίως και η άποψη που, κατά την προσωπική μας κρίση, τεκμηριώνεται. Είμαι σίγουρος ότι η φράση ακούγεται προφανής έως και κοινότοπη, αλλά, στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις μας, όλοι το λησμονούμε – υπερασπιζόμενοι, κατά βάθος, το ειλικρινές της κατάθεσής μας αλλά και την άποψή μας βασιζόμενοι στα δικά μας επιχειρήματα, τα οποία, όμως, εμβαπτίζονται στις προσωπικές μας εμπειρίες αλλά και στις νουθεσίες που, κατά τη διάρκεια της ζωής μας, έχουμε εισπράξει και δεν υποχρεώνουν επ’ ουδενί τους άλλους. Πράγματι, θα μπορούσε να μην είναι και τόσο τρομερή αυτή η λησμονιά μας αν δεν καθόριζε (η εμμονή στις πίστεις μας), αλγεινά, όχι τόσο τον χαρακτήρα μας (αφού αυτό συμβαίνει κατά κόρον), αλλά κυρίως τον τρόπο σκέψης μας.
Αυτό το τελευταίο, ο τρόπος σκέψης μας, καταφέρνει να δείξει μία ακόμα πτυχή του εαυτού μας, καθώς, μέσω του ήδη διαμορφωμένου χαρακτήρα μας, αποδεικνύει κατά πόσο παραμένουμε «σπίτια με πόρτες και παράθυρα κλειστά» –όπως χαρακτηρίζεται σε κάποιο σημείο του βιβλίου ένας αφοσιωμένος στο αφεντικό επιστάτης– ή (παραμένουμε) δεκτικοί σε νέες προκλήσεις, σε νέες αλήθειες, που βρίσκονταν πλάι μας όλο αυτό τον καιρό, κρυμμένες, έτοιμες να μας δώσουν τη χαρά της νέας ανακάλυψης, την ευτυχία μιας νέας πορείας σ’ έναν νέο χώρο, όπου η βεβαιότητα, στον βαθμό που υπάρχει, θα κρίνεται εφεξής από τη σχέση του εαυτού μας με το γεγονός και όχι του εαυτού μας με το νόημα.
Πέρα, λοιπόν, από τη λαμπρή… σιγουριά που μας συντροφεύει χρόνια ολόκληρα, υπάρχει κι ένα άλλο τοπίο, εκείνο όπου μέσα του ανθίζουν όλες οι επόμενες ιδέες και το κάνουν περισσότερο ισχυρά οι πιο ανατρεπτικές ιδίως, εκείνες που δε φωνάζουν επειδή έχουν επιχείρημα (όπως χαρακτηριστικά είπε ο πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές του Γεντί Κουλέ στον Σωτηράκη)· και είναι πλέον στο χέρι μας αν θα καταφέρουμε να αφήσουμε τις αγκυλώσεις των παραδόσεων στο απάνεμο λιμάνι της βολής, ώστε να πλεύσουμε σε νέες θάλασσες· κι αν είναι αχαρτογράφητες, τόσο το καλύτερο, αφού διψάμε για νέες ιδέες· κι αν είναι επικίνδυνες, ακόμα ομορφότερα, αφού χέρια να παλέψουμε έχουμε· κι αν τις βρούμε διαυγείς (πράγμα πολύ δυσκολότερο, αφού, γαλουχημένοι με τα «είθισται», μένουμε σκυφτοί, ταγμένοι σε πρακτικές παλιάς κοπής), νου έχουμε πλέον δεκτικό και ανάσα πλατιά να χωρέσει την πνοή της νέας αυτής σελίδας, που ευωδιάζει λευτεριά με τρόπο γνήσιο, μοναδικό.
Ως φινάλε στο βιβλίο επιφυλάσσεται η μόνη πραγματική υπόθεση που θα μπορούσε να υπάρξει. Η μόνη απλή, που, ως τέτοια, παρέμενε κρυφή έως το τέλος της ιστορίας.
Το έργο, πέρα από μια ιστορία με υπόθεση, προσπαθεί να καταδείξει όλα εκείνα τα γνωστά που, όμως, περνούν απαρατήρητα από μπροστά μας, και ο λόγος είναι ένας: να μπορέσουμε, επιτέλους, να δούμε με συμπάθεια τη γνώμη των άλλων, να δικαιολογήσουμε την άποψή τους και να αθωώσουμε κάνοντας την υπέρβαση τους πάντες, αν είναι δυνατόν, καθώς αυτός είναι ο μόνος, ίσως, τρόπος να καταφέρουμε να αθωώσουμε αυτόματα και τον δικό μας εαυτό (για τις αποφάσεις και τις πράξεις μας).