Φίλοι αναγνώστες, καλό φθινόπωρο.
«Γιατί γράφεις;» με ρωτούν συχνά. Η απάντηση είναι μία: Γράφω επειδή θέλω να ταξιδέψω τον αναγνώστη μέσα από ωραίες ιστορίες. Και μέσα από αυτές τις ιστορίες να ταξιδέψω κι εγώ ο ίδιος.
![]() |
Το Όταν θα δεις τη θάλασσα ξεκίνησε να χτίζεται πριν από τρία χρόνια σαν ταξίδι και είναι ένα μυθιστόρημα για τους ανθρώπους που αγωνίζονται να ζήσουν με τα δικά τους θέλω και όχι με τα πρέπει των άλλων. Μιλάει για μια εποχή όπου οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να ονειρεύονται, όπου η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη μέσα στον αντρικό κόσμο της δύναμης και της επιβολής. Και εστιάζει στον αγώνα μιας νέας γυναίκας να αποτινάξει αυτή τη μοίρα και να ακολουθήσει τον δρόμο της καρδιάς της.
Πλάι της, δύο άντρες. Ο γηραιός σύζυγος, που έχει έρθει στην Ελλάδα για να υποκινήσει τις πολιτικές εξελίξεις προς όφελος των ξένων δανειστών. Και ο εραστής της. Ένας τοπογράφος που ζει τη δική του περιπέτεια, σχεδιάζοντας τη σιδηροδρομική γραμμή της Πελοποννήσου, ένα από τα μεγαλόπνοα έργα του Χαρίλαου Τρικούπη.
Σε αυτό το σύμπαν των τελών του δεκάτου ενάτου αιώνα, με τους σκονισμένους δρόμους, τις χοροεσπερίδες, τις λυσσαλέες πολιτικές διαμάχες και τους ρομαντικούς περιηγητές, στήνω μια τοιχογραφία εποχής στον πυρήνα της οποίας δεσπόζουν ο έρωτας και η ελπίδα. Ο έρωτας ως πατρίδα της ψυχής. Και η ελπίδα ως καύσιμο που μας κρατάει αγκιστρωμένους στα όνειρά μας.
Πρέπει να σημειώσω ότι ο λόγος που έγραψα αυτό το βιβλίο είναι η αγάπη μου προς τους κλασικούς. Ήθελα να αποτίσω έναν φόρο τιμής στον Ζολά, στον Φλωμπέρ, στους τιτάνες Ρώσους, καθώς και στη μεγάλη βρετανική σχολή από την οποία είμαι τόσο επηρεασμένος. Η απιστία –ένα από τα κυρίαρχα θέματα του βιβλίου μου– σημάδεψε βαθιά τη θεματολογία των μυθιστοριογράφων στο δεύτερο μισό του δεκάτου ενάτου αιώνα. Και η Μαργαρίτα μου έρχεται να πορευτεί στα βήματα εκείνων ακριβώς των αξέχαστων ηρωίδων, της Έμμα Μποβαρύ, της Τερέζα Ρακέν, της Άννα Καρένινα και τόσων άλλων, που έζησαν η καθεμιά με τον δικό της τρόπο μα όλες με τον τραγικό οίστρο μιας υπέρβασης από το πεπρωμένο που είχαν επωμιστεί.
Σκόπιμα ενέταξα την ερωτική ιστορία μέσα στις πολιτικές αναταράξεις της εποχής. Ήθελα να μιλήσω και για την Ελλάδα. Την Ελλάδα τού τότε που δεν έχει και πολλές διαφορές από την Ελλάδα τού τώρα. Τρικούπης. Δηλιγιάννης. Ξένοι διπλωμάτες που περιστρέφονται σαν τα κοράκια γύρω από το κουφάρι ενός τόπου που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του και να προκόψει. Μια χώρα που δανείζεται από κυβερνήσεις τοκογλύφων και φτιάχνει διώρυγες, τρένα, δρόμους, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι οδεύει προς την καταστροφή. Ναι, το 1886 μοιάζει πολύ με την εποχή της μεταπολίτευσης, τη δική μας εποχή. Και αυτό που επιθυμούσα να δημιουργήσω ήταν ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο όλοι μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας, τα πάθη μας, τις βαθύτερες παρορμήσεις μας και τα όνειρά μας.
Εν κατακλείδι, το Όταν θα δεις τη θάλασσα είναι ένα βιβλίο για την επιμονή μας στα θαύματα, όσο τρελά κι αν φαίνονται. Είναι ένα βιβλίο για την ανάγκη να ανήκεις εκεί όπου σου υπαγορεύει η καρδιά σου.
Εύχομαι, διαβάζοντάς το, να βγείτε από την τελευταία του σελίδα πιο αισιόδοξοι και πιο δυνατοί. Όπως βγήκα κι εγώ.
Είναι ο έρωτας μια ψυχή εγκλωβισμένη σε δυο κορμιά; Και πόσο εύκολο είναι να εξεγερθείς ενάντια στη μοίρα που έχει ήδη οριστεί για σένα;
Aθήνα, 1886. Η ζωή της Μαργαρίτας βυθίζεται μέσα σε έναν γάμο που μοιάζει με αργό θάνατο. Ώσπου ερωτεύεται παράφορα έναν άντρα που νόμιζε ότι υπήρχε μόνο στα παραμύθια. Και όλος ο κόσμος της γίνεται μια μάχη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.
Αυτή είναι η ιστορία μιας γυναίκας που παρασύρθηκε στη δίνη του πάθους, διεκδικώντας ένα διαφορετικό πεπρωμένο από κείνο που της είχαν σχεδιάσει.
Είναι η ιστορία των δύο αντρών που την αγάπησαν. Του ισχυρού συζύγου της, που ήρθε στην Ελλάδα έχοντας καταστρώσει ένα σχέδιο προς όφελος των ξένων δανειστών. Και του μαγικού εραστή της, που ανέλαβε να σχεδιάσει τη σιδηροδρομική γραμμή της Πελοποννήσου, ένα από τα μεγάλα έργα του Τρικούπη.
Είναι επίσης πολλές μικρές ιστορίες που ιχνηλατούν τη γέννηση του γυναικείου κινήματος στην Αθήνα, τις πολιτικές αναταράξεις, τον ρόλο της εύπορης τάξης στο πεπρωμένο της φτωχολογιάς, και τα βήματα μιας Ελλάδας που προσδοκά ένα καλύτερο αύριο.
Και, τέλος, είναι μια ιστορία σαγήνης και μυστηρίου σε ένα παραθαλάσσιο χωριουδάκι, χρόνια αργότερα, λίγο μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν όλα έχουν κριθεί, ή σχεδόν όλα…
Ένα σαρωτικό μυθιστόρημα για τον έρωτα και την ελπίδα. Μια επική τοιχογραφία για τη μεγαλύτερη επανάσταση της ψυχής, που δεν είναι άλλη από την επιμονή στα θαύματα.