«Η ζωή, ο θάνατος κι αναμεσίς η Τέχνη» έγραφε ο Νίκος Εγγονόπουλος, και αν κάποιος θα ήθελε να αναφερθεί στο νέο μου βιβλίο Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτές οι τρεις λέξεις οριοθετούν τους κεντρικούς άξονες αυτού του μυθιστορήματος. Υπάρχει όμως και ένας τέταρτος: η Ιστορία.
Το μυθιστόρημα ακολουθώντας τα ιστορικά γεγονότα του τέλους του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα περιγράφει έναν άνθρωπο που βρίσκεται στη δίνη των εξελίξεων και περνάει όλη του τη ζωή αναζητώντας έναν τρόπο να εκφράσει την καλλιτεχνική του ανησυχία, να βρει δρόμους στους οποίους θα διοχετεύσει τη μοναχική του φύση, σε μια εποχή κατά την οποία η τέχνη μοιάζει να μην έχει καμιά απολύτως αξία.
Τα ιστορικά γεγονότα εισβάλλουν ορμητικά. Από την τελευταία μεγάλη σφαγή των χριστιανών από τους Τουρκοκρητικούς, το 1898, στην Κρητική Πολιτεία και την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, κι από εκεί στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Εθνικό Διχασμό, και από τον Πρώτο μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το μυθιστόρημα εμπεριέχει την περιπέτεια της προσωπικής αναζήτησης στην πάροδο ενός αιώνα διάστικτου από τα αποτελέσματα των ιστορικών συγκυριών.
Ο κεντρικός ήρωας αυτού του βιβλίου γεννιέται πάνω σε ένα καΐκι την ημέρα της μεγάλης σφαγής του Ηρακλείου, στις 25 Αυγούστου του 1898, μια ημέρα που σηματοδοτεί την έναρξη της Κρητικής Πολιτείας και την πορεία της νήσου προς την Ένωσή της με την Ελλάδα λίγα χρόνια μετά. Από την πρώτη στιγμή δοκιμάζει τη γεύση της προδοσίας, γιατί προδοσία λογιάζεται η άρνηση του αυστηρού Κρητικού πατέρα να τον αποδεχτεί στη ζωή του, λόγω του θανάτου της μάνας την ώρα της γέννας. Μεγαλώνει με τη θεία Λουλουδιά και τον παππού Λεωνίδα, από τον οποίο γνωρίζει την τέχνη του ξύλου και ανακαλύπτει παράλληλα την κλίση του στη ζωγραφική, την αγάπη του για το χρώμα. Η περιπέτειά του αρχίζει όταν εγκαταλείπει το σπίτι του για να αναζητήσει τη δική του μοίρα.
Δίπλα στον Ανέστη βρίσκεται ο Μικέλε, ένας χαρακτήρας ατίθασος, λίγο μποέμ, που του αρέσουν οι χαρές της ζωής και οι γυναίκες. Το δίπολο που σχηματίζεται ανάμεσά τους είναι χαρακτηριστικό μιας αντρικής φιλίας, που κρατάει ως το τέλος, και η συνάντησή τους είναι μια μοιραία συνάντηση. Ο Ανέστης μαθαίνει τι πάει να πει αφοσίωση, υπόσχεση, δέσιμο, αλλά και κατάρρευση.
Στο πρόσωπο της Ισιδώρας γνωρίζει την ιδέα του ανεκπλήρωτου έρωτα, το ίχνος της εικόνας της καίει τα μάτια του. Με αυτό πορεύεται σε όλη του τη ζωή και αυτό προσδιορίζει τον μεγάλο του ζωγραφικό πίνακα, τη δική του «Γκουέρνικα».
Η αφήγηση είναι καταιγιστική. Τα γεγονότα, οι τόποι και τα πρόσωπα διαδέχονται το ένα το άλλο. Από την Κρήτη, στον Πειραιά, στην Αθήνα και τη Μακεδονία. Στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τον παππού Λεωνίδα και τη θεία Λουλουδιά μέχρι τη Χριστίνα, την κυρα-Ευτέρπη και τον Δημήτρη, τη Μυρσίνη, που έχασε τη μιλιά της όταν αντίκρισε σφαγμένη τη μάνα της, την Ισιδώρα και κυρίως τον Μικέλε, ο ήρωας αυτού του βιβλίου βιώνει τον αγώνα του ανθρώπου της εποχής να επιβιώσει μέσα σε έναν ανελέητο κόσμο και να αναδείξει την καλλιτεχνική του έκφραση μέσα από τη μοναχικότητά του και τις πληγές που δημιουργεί στον άνθρωπο η μεγάλη Ιστορία.
Πρώτα όμως χρειάζεται να μάθει πως «Το φως είναι ένα, αδιαίρετο, κι οπουδήποτε νικήσει ή νικηθεί, νικάει και νικιέται και μέσα σου». (Νίκος Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο)