- Ο Κολοκοτρώνης με τα μάτια ενός φιλέλληνα πολεμιστή
Αναμφισβήτητα, ο πιο διάσημος άντρας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 υπήρξε ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843). Η ιστορία του είναι τεράστια. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι την περίοδο 1809-1817 βρέθηκε στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Έγινε αξιωματικός στον αγγλικό στρατό κι έφτασε στον βαθμό του ταγματάρχη. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά την Επανάσταση έζησε στο Ναύπλιο, δίπλα στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και μετά τη δολοφονία του τελευταίου από τους Μαυρομιχαλαίους ο Κολοκοτρώνης μετακόμισε στην Αθήνα, σε ένα μέτριο σπίτι, όπου και πέθανε. Αυτό βρισκόταν στον δρόμο που σήμερα φέρει το όνομά του, πίσω από τη λεγόμενη «Παλαιά Βουλή», δηλαδή το σημερινό Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αλλά τότε ονομαζόταν ακόμα «Οδός Ανακτόρων», αν και ο κόσμος την αποκαλούσε «Ρούγα του Γέρου», προς τιμήν του «Γέρου του Μοριά». Στην εποχή του ήταν πολύ διάσημος και η μορφή του απεικονίστηκε από πολλούς καλλιτέχνες την περίοδο 1830-1843.
Πέρα απ’ όσα αναφέρονται γι’ αυτόν, υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τον στρατηγό από τον φιλέλληνα ιατρό-συνταγματάρχη Elster J.D., που πολέμησε στην Επανάσταση το 1822. Αυτός συνάντησε τον στρατηγό και τον περιγράφει ως εξής:
«Ήταν απέναντι στον στρατό του φοβερά αυστηρός και γι’ αυτό δεν τον αγαπούσαν ή τον εκτιμούσαν, αλλά τον φοβόντουσαν. Ήδη η σχεδόν πάντοτε σκοτεινή του όψη, η βάρβαρη και αδίστακτη συμπεριφορά στον καθένα που έπεφτε στη δυσμένειά του έκαναν όλους να υπακούν στις διαταγές του και κανένας δεν τολμούσε παρουσία του, έστω με μια λέξη ή μορφασμό, να εναντιωθεί στη θέλησή του. Τον είδα πολλές φορές. Το χρώμα του προσώπου του ήταν βρόμικο, κίτρινο-καφέ. Από το κάτω σαγόνι πρόβαλλε ένα μεγάλο δόντι, που του έδινε μια πεισματάρικη όψη. Σε αυτό ταίριαζαν και τα δυο μικρά μαύρα μάτια […] και του έδιναν ένα ασίγαστο πείσμα. […] Συνήθως φορούσε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο που οι γραμμές του ήταν από ασήμι και χρυσάφι […] το είχε πάρει από έναν Τούρκο πασά που είχε σκοτώσει ο ίδιος […] Αυτή ήταν η εμφάνιση ενός ανθρώπου, που, έστω κι αν δεν μπορούσες, δικαίως, να πεις πολλά κολακευτικά, εντούτοις πρέπει να ονομαστεί ήρωας. Πολεμούσε πάντοτε όταν οδηγούσε τον στρατό του στην πρώτη γραμμή και έδινε με το παράδειγμά του το κουράγιο και τη γενναιότητα σε όλους. Έτσι έγινε γρήγορα το όνομά του ο τρόμος των Τούρκων, όπως ήταν και των Ελλήνων […] Το μίσος του και την εκδίκησή του τη φοβόντουσαν όλοι, γιατί όταν τους τσάκωνε, δεν υπήρχε σωτηρία. Πλάι στην τσιγκουνιά και στη φιλαργυρία κυριαρχούσε στη σκοτεινή ψυχή του πάντοτε και η αυταρχικότητα. Όταν αργότερα ξέσπασε η Επανάσταση και μπήκε σε αυτήν σαν υπερασπιστής της πατρίδας, απέβλεπε μόνο σε μεγαλύτερο κύρος και γόητρο στην Ελλάδα… Γι’ αυτό μισούσε την Κυβέρνηση και τους ξένους […] Είχε αρκετό μυαλό για να αναγνωρίζει την υπεροχή των δοκιμασμένων, σε τόσες μάχες και πολέμους, Ευρωπαίων αξιωματικών. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό αισθανόταν άσχημα κοντά τους […] Για τον ίδιο λόγο […] σπανίως δεχόταν ξένους στον στρατό του. Κι όταν αυτό γινόταν, έπρεπε αυτοί να ντυθούν αμέσως ελληνικά…».
(Πηγή: «Το τάγμα των Φιλελλήνων», μτφρ. Χρίστος Οικονόμου, Ιστορική Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδας, σ. 68-70, Αθήνα 2010)
- Οι ελληνικές εφημερίδες (Τύπος) στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έχει πολλά κρυφά σημεία, που ελάχιστοι Νεοέλληνες γνωρίζουν. Ένα από αυτά είναι το γεγονός ότι στη διάρκεια του Αγώνα, κι ενώ μαίνονταν οι μάχες κατά των Τούρκων, εκδίδονταν εφημερίδες στις επαναστατημένες περιοχές για την ενημέρωση του λαού. Οι πρώτες από αυτές ήταν χειρόγραφες, αλλά υπήρχαν κι εκείνες που έβγαιναν από τα τυπογραφεία της εποχής. Οι χειρόγραφες ελληνικές εφημερίδες ήταν οι εξής: η «Εφημερίδα του Γαλαξιδίου» (με ένα φύλλο, 27 Μαρτίου 1821). Επίσης, η εφημερίδα «Αιτωλική», με φύλλα που αναπαράγονταν την περίοδο Αύγουστος-Σεπτέμβρης του 1821 στο Μεσολόγγι, και η εφημερίδα «Αχελώος» στο Βραχώρι (Αγρίνιο) τον Φεβρουάριο του 1822. Την ίδια περίοδο τυπογραφεία υπήρχαν και στις πόλεις Καλαμάτα-Κόρινθος (1821-1822), Μεσολόγγι (1823-1826), Ψαρά (1824), Ύδρα (1824-1827), Αθήνα (1824-1826) και Ναύπλιο (1825-1827).
Οι κυριότερες εφημερίδες που τυπώθηκαν εκείνη την περίοδο ήταν οι εξής: η «Σάλπιγξ Ελληνική» στην Καλαμάτα (1-20/8/1821 με 3 φύλλα), τα «Ελληνικά Χρονικά» στο Μεσολόγγι (1/1/1824-31/12/1824 με 106 φύλλα και 3/1/1825-30/12/1825 και από 6-20/2/1826 με 15 φύλλα), ο «Φίλος του Νόμου» στην Ύδρα (10/3/1824-27/5/1826 με 296 φύλλα), η «Εφημερίς των Αθηνών» στη Σαλαμίνα και την Αθήνα (20/8/1824-30/10/1825 με 103 φύλλα και 11/11/1825-15/4/1826 με 37 φύλλα).
Στο Ναύπλιο εκδίδονταν διάφορες εφημερίδες ακόμα και πριν από την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια (1828). Αυτός ίδρυσε τρία τυπογραφία στο Ναύπλιο και την Αίγινα. Όμως η σκληρή κριτική που του ασκούσαν οι εφημερίδες τον ανάγκασε να εκδώσει νόμο περί Τύπου (Απρίλιος 1831).
Ανάμεσα στις εφημερίδες που εκδίδονταν την εποχή του Καποδίστρια ή και πιο πριν καταγράφονται: η «καποδιστριακή» φιλοκυβερνητική «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» (7/10/1825-23/3/1832), η «Ηώς», η «Ανεξάρτητος Εφημερίδα της Ελλάδος» στην Ύδρα (29/4/1827 έως τον Μάρτη του 1828 και μετά στην Αίγινα από 10/4/1828 έως 18/3/1829 με 40 φύλλα) και ο «Απόλλων» στην Ύδρα (11/3-30/9/1831 με 61 τεύχη).
Γενικά, οι εφημερίδες της Επανάστασης ήταν συνήθως μονόφυλλες και σπανιότερα είχαν περισσότερες από δύο σελίδες. Επιπλέον, αξίζει τον κόπο να αναφερθεί και μια γαλλική εφημερίδα με το όνομα «Le Courrier d’Orient» («Ο Ταχυδρόμος της Ανατολής»). Αυτή εκδόθηκε από τον Maxime Raybaud στην Πάτρα την περίοδο 1828-1829, όταν είχε φτάσει στον Μοριά το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα για την εκδίωξη του Ιμπραήμ.
- Η αρχή και το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης
Αν και επισήμως η 25η Μαρτίου 1821 έχει επικρατήσει να θεωρείται η ημερομηνία έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης, τα πράγματα δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι. Ουσιαστικά, τα πρώτα επαναστατικά επεισόδια κατά των Τούρκων καταγράφονται στην Πελοπόννησο και είναι τα εξής: στις 15 Μαρτίου άρχισαν οι σποραδικές επιθέσεις σε φοροεισπράκτορες, ταχυδρόμους, προύχοντες και άλλους φιλικά προσκείμενους προς τον κατακτητή. Στις 17 Μαρτίου επαναστάτες με αρχηγό τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τους Πετμεζαίους πολιορκούσαν τους Πύργους των Καλαβρύτων, που παραδόθηκαν στις 21 Μαρτίου. Στις 22 του μήνα άλλοι επαναστάτες εισβάλλουν στην Πάτρα και την απελευθερώνουν. Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα από τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Την ίδια μέρα απελευθερώθηκε η Βοστίτσα (Αίγιο) από τον Ανδρέα Λόντο. Στις 24 Μαρτίου καταλήφθηκε η Καρύταινα και απελευθερώθηκαν η Κορινθία, η Κυνουρία και η Κυπαρισσία. Επίσης, στις 24 Μαρτίου οι επαναστάτες κήρυξαν την Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα. Αυτό έγινε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στα Σάλωνα (Άμφισσα). Την ίδια μέρα έγινε μάχη κοντά στο χωριό Βουνάρια Πυλίας (Μεσσηνία) και οι επαναστάτες υπό τους Μαυρομιχαλαίους νίκησαν τους Τούρκους.
Αλλά ποια ήταν η τελευταία μάχη των Ελλήνων κατά των Τούρκων;
Τον Ιανουάριο του 1828 είχε αφιχθεί στο Ναύπλιο ο πρώτος Κυβερνήτης των επαναστατημένων Ελλήνων και προσπαθούσε να οργανώσει το καινούργιο κράτος. Στο μεταξύ, μαινόταν ο πόλεμος Ρωσίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1829 έδειχνε ότι οι Ρώσοι θα νικούσαν σε αυτή τη διαμάχη, μιας και έφταναν κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ο σουλτάνος, έντρομος μπροστά σε μια τέτοια προοπτική, απέσυρε από την επαναστατημένη Ελλάδα όλον τον στρατό του. Τα τμήματα από την Αττική και τη Βοιωτία υπό τον Ασλάν Μπέη πέρασαν στις 12 Σεπτεμβρίου από το στενό «Πέτρα» μεταξύ Λειβαδιάς και Θήβας. Εκεί ενέδρευε και του επιτέθηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης. Σε αυτή τη μάχη έλαβε για πρώτη φορά μέρος τακτικός στρατός Ελλήνων, μιας και από το 1828 ο Κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας, είχε ιδρύσει τον λόχο των Ευελπίδων. Οι Έλληνες παρέταξαν 2.500 άντρες έναντι 8.000 των Τούρκων και νίκησαν. Ο Ασλάν Μπέης, για να διασώσει όσο περισσότερες δυνάμεις μπορούσε, προέβη σε συνθηκολόγηση. Σύμφωνα με αυτήν, οι Τούρκοι υποχρεούνταν να αποσύρουν όλες τις στρατιωτικές τους δυνάμεις από τη Στερεά Ελλάδα εκτός από την Ακρόπολη της Αθήνας και του Φρουρίου Καράμπαμπα (Χαλκίδα Ευβοίας), που παραδόθηκαν στις δυνάμεις του Όθωνα, όταν έφτασε σ’ εκείνες τις περιοχές στις 14 Ιουνίου 1833. Αυτή ήταν και η καταληκτική μάχη της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830). Παράλληλα, στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 υπογράφηκε η ρωσο-τουρκική συνθήκη ειρήνης στην Αδριανούπολη. Ένα δε άρθρο αυτής αναγκάζει τον σουλτάνο για πρώτη φορά να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
- Ποιο ήταν το πραγματικό όνομα των πρωταγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821;
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει πολλές κρυφές ή σκοτεινές πλευρές, που σπανίως έχουν αναδειχτεί από τους ιστορικούς. Μια από αυτές είναι η ονοματολογία των Ελλήνων πρωταγωνιστών της Επανάστασης.
Το ξέρετε ότι οι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης συχνά άλλαζαν το όνομά τους; Γνωρίζετε ότι πολλοί από τους γνωστούς ήρωες είχαν άλλο επώνυμο ή και όνομα από αυτά με τα οποία σήμερα είναι ευρέως γνωστοί; Άραγε πόσοι Έλληνες γνωρίζουν τον Θεόδωρο Τζεργίνη, τον Ανδρέα Βώκο, τον Νικόλαο Χαραχλιάνη και τον Οδυσσέα Βερούση; Κι όμως, είναι πασίγνωστοι πρωταγωνιστές της Επανάστασης. Ο πρώτος είναι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο δεύτερος είναι ο Ανδρέας Μιαούλης, ο τρίτος είναι Νικόλαος Κριεζώτης και ο τέταρτος είναι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Ανατρέχοντας κανείς στις πηγές και τα αρχεία, θα μείνει έκπληκτος ανακαλύπτοντας ότι πολλοί από τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης έμειναν στην Ιιστορία με διαφορετική επωνυμία από αυτή που στην πραγματικότητα είχαν. Είναι από τα «περίεργα φαινόμενα» της Ελλάδας των αρχών του 19ου αιώνα.
Ιδού ένας κατάλογος με ονόματα πρωταγωνιστών-ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης, μερικοί από τους οποίους είναι πασίγνωστοί και κάποιοι όχι και τόσο γνωστοί. Όλοι είχαν αλλαγμένο όνομα, επώνυμο ή και τα δύο μερικές φορές. Στον κατάλογο πρώτα καταγράφεται το πραγματικό τους όνομα και επώνυμο και δίπλα αυτά με τα οποία έχουν μείνει στην Ιστορία:
- Θεόδωρος Τζεργίνης (Μπιθεγκούρας) = Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
- Αθανάσιος Γραμματικός (Μασσαβέτας) – Αθανάσιος Διάκος
- Γεώργιος Ίσκος (Καραΐσκος) = Γεώργιος Καραϊσκάκης
- Λασκαρίνα Πινότση (Γάννουζα-Μπούμπουλη) = Μπουμπουλίνα
- Αδαμαντία Μαγδαληνή Μαυρογένους = Μαντώ Μαυρογένους
- Κωνσταντίνος Κανάριος = Κωνσταντίνος Κανάρης
- Νικήτας Σταματέλος (Σταματελόπουλος) = Νικηταράς
- Ανδρέας Βώκος = Ανδρέας Μιαούλης
- Γεώργιος Δικαίος (Γρηγόριος Φλέσσας) = Παπαφλέσσας
- Ιωάννης Τριανταφύλλου = Μακρυγιάννης
- Οδυσσέας Βερούσης (Μουτσανάς) = Οδυσσέας Ανδρούτσος
- Χρήστος Αναγνώστης Παπαγεωργίου = Αναγνωσταράς
- Νικόλαος Χαραχλιάνης = Νικόλαος Κριεζώτης
- Γιάννης Ξύκης = Δυοβουνιώτης
- Βάσος Μπράγιοβιτς = Βάσος Μαυροβουνιώτης
- Δημήτρης Κολλιόπουλος = Δημήτρης Πλαπούτας
- Μπενιζέλος Κανακάρης = Μπενιζέλος Ρούφος
- Δημήτριος Ξηρός = Πανουργιάς
- Αθανάσιος Φουλλίδας = Αθανάσιος Καρπενησιώτης
- Ιωάννης Κωστόπουλος = Ιωάννης Αβαρικιώτης
Είναι φυσικό να αναρωτηθεί κανείς για τους λόγους που οδήγησαν αυτούς τους ανθρώπους στις αλλαγές, μικρές ή μεγάλες, των ονομάτων τους. Πιθανόν το έκαναν αυτό γιατί με το καινούργιο ονοματεπώνυμο τους γνώριζαν καλύτερα οι συμπατριώτες τους. Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι άνθρωποι της εποχής απλώς λόγω συνηθείας απέδιδαν προσωνύμια (κοινώς παρατσούκλια) ο ένας στον άλλον. Ήταν μια συνήθεια που ενδεχομένως την εποχή εκείνη ήταν και ένα είδος μόδας. Επίσης, μπορεί το όνομα και το επώνυμο που τελικά χρησιμοποιούσαν να είχαν επικρατήσει στο πέρασμα των χρόνων σε βάρος των πραγματικών τους. Μπορεί όμως αυτοί οι άνθρωποι να επιθυμούσαν την αλλαγή του επωνύμου τους για να κρυφτούν καλύτερα μέσα στην ανωνυμία του πλήθους στους χαλεπούς γι’ αυτούς και την οικογένειά τους καιρούς της καταπίεσης που ασκούσαν οι Τούρκοι.
Τελικά όμως, πέρα από τους κοινούς λόγους που πολλοί Έλληνες άλλαζαν τα ονόματα ή και τα επώνυμά τους την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, η κάθε περίπτωση είναι μοναδική στην Ιστορία και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται από τους ιστορικούς της περιόδου.
- Ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης και η πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους (1826-1827)
Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου ή Μακρυγιάννης (1797-1864) ήταν έμπορος, στρατηγός, πολιτικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Φωκίδα και στη διάρκεια της Επανάστασης έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, όπου και τραυματίστηκε αρκετές φορές. Μετά την απελευθέρωση ζούσε στην Αθήνα και έλαβε μέρος στην πολιτική ζωή. Η κατοικία του ήταν σ’ ένα κτήμα που είχε στη γωνία των σημερινών οδών Μακρυγιάννη και Διάκου – τότε η περιοχή ήταν στα όρια της πόλης. Μέχρι σήμερα αυτή η περιοχή φέρει το όνομά του. Είχε παντρευτεί το 1825 τη δεκαεξάχρονη Κατίγκω (Αικατερίνη) Σκουζέ (1810-1877). Από αυτήν απέκτησε δέκα αγόρια (τέσσερα πέθαναν όσο ζούσε ο ίδιος) και δύο κορίτσια. Έγραψε το έργο «Απομνημονεύματα» και συνεργάστηκε με τον Παναγιώτη Ζωγράφο στη δημιουργία είκοσι πέντε ζωγραφικών πινάκων που αναπαριστούν μάχες της Ελληνικής Επανάστασης.
Μεταξύ των άλλων μαχών, έλαβε μέρος και στην πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους (1826-1827). Μετά την πτώση του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1826), οι Τούρκοι κατέπνιξαν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και κατέληξαν στην Αθήνα με χιλιάδες στρατού και πυροβολικό. Οι Έλληνες με αρχηγό τον Γιάννη Γκούρα υπεράσπισαν την πόλη μέχρι τις 3 Αυγούστου 1826, οπότε και την εγκατέλειψαν λόγω της ανωτερότητας του εχθρού, για να κλειστούν στην Ακρόπολη. Έκτοτε η πολιορκία πέρασε από διάφορες φάσεις. Στις αρχές του Οκτωβρίου του 1826 σκοτώθηκε ο Γιάννης Γκούρας και λίγες μέρες αργότερα τραυματίστηκε ο Μακρυγιάννης. Τον Νοέμβριο ο Μακρυγιάννης, παρά τα τραύματά του, έφυγε ως αγγελιοφόρος για το Ναύπλιο ζητώντας νέες ενισχύσεις. Η πολιορκία συνεχίστηκε και το 1827 πιο στενή. Η κυβέρνηση έστειλε τον Καραϊσκάκη με αρκετό στρατό για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Αλλά όταν αυτός σκοτώθηκε (23 Απρίλιου 1827), οι Έλληνες ηττήθηκαν σε πολλές μάχες και αποχώρησαν από την Αττική. Οι πολιορκημένοι, μην περιμένοντας άλλη βοήθεια, αναγκάστηκαν να παραδώσουν με συνθήκη το κάστρο (25 Μαΐου 1827). Επιβιβάστηκαν σε γαλλικά και αυστριακά πλοία με προορισμό τη Σαλαμίνα και άλλα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας, όπως η Αίγινα και η Πελοπόννησος.
Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε την περιγραφή του Μακρυγιάννη γι’ αυτή την πολιορκία, όπως την παραδίδει σε κάποιες σελίδες στα «Απομνημονεύματά» του («Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη», μεταγραφή από το πρωτότυπο του Γιάννη Βλαχογιάννη, επεξεργασμένη από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη, Βιβλίον A΄, 1797-1827, σσ. 80-82). Η περιγραφή αρχίζει από τη στιγμή που οι Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη της Αθήνας και υποχώρησαν μέσα στην Ακρόπολη:
«…Την χώρα την βαστήσαμεν τριάντα τέσσερες ημέρες. Κολλήσαμεν εις το κάστρο Αυγούστου 3, τα 1826. Όταν μπήκαμεν εις το κάστρο, ήταν πλήθος εκεί βόιδια. Ο Γκούρας, αμαθής από μπλόκους, τάβγαλε και τ’ απόλυσε όλα έξω, και τα πήραν οι Τούρκοι. Του λέγω: “Τι κάνεις, αδελφέ; εδώ είναι πολιορκία. – Λέγει, λίγον καιρό θα κάμωμεν”. Έτζι τόλεγαν οι Ευρωπαίγοι, οπούρχονταν εις το κάστρο, και τους πίστευε. Όταν δεν είχαμεν ούτε ψωμί, βάρειε το κεφάλι του. […]
»Αφού κολλήσαμεν εις το κάστρο, μεράσαμεν και πήρε ο καθείς τα πόστα του. […] Ήταν μαζί μ’ εμένα οι Αθηναίοι και με τον Κώστα Λαγουμιτζή, και χωρίς ν’ αγωνιζόμαστε εμείς, το κάστρο θα κιντύνευε και θα παραδόνεταν προ καιρού. Εις το Σερπετζέ από πάνου, εις το θέατρο, φύλαγε ο Κατζικογιάννης. Ύστερα με διόρισαν όλοι οι πολιορκημένοι πολιτάρχη του κάστρου, να φέρνω γύρα όλο το κάστρο μέσα διά την ευταξίαν κι’ έξω σε όλα τα πόστα να τρέχω όθεν ακολουθήση ντουφέκι, να προφτάνωμεν. […]
»Την νύχτα φκειάναμεν τις ντάπιες και την ημέρα μάς τις χάλαγαν με τα κανόνια από το Σέτζος. Ότ’ ήταν καρσί και πολλά κοντά. Κι’ αφανιστήκαμεν εις τον σκοτωμόν. Το ίδιον πάθαιναν κι’ απάνου εις το κάστρο. Ότ’ ήταν πέτρες· κι’ αφανίστηκαν οι άνθρωποι από τα κανόνια και μπόμπες. Γιόμωσε τάφους απάνου το κάστρο και τους χώναμεν ’στον Σερπετζέ. […]
»Εις την ντάπια του Δυσσέα απόξω ως την ντάπια του Λιονταριού εκεί είχαμεν δεμένο λαγούμι· είχαμεν βάλη μπαρούτι και το φτίλι από ’κεί το είχαμεν ως μέσα εις το χαντάκι. Κι’ εκείνη την θέση του Λιονταριού την φύλαγαν οι Αθηναίγοι οι γυμνοί. Κεφαλή αυτεινών ήταν ο Δανίλης, γενναίος άνθρωπος και τίμιος πατριώτης. Τον πιάσαν ύστερα ζωντανόν αυτόν και τον Μήτρο Λέκκα, τους αγαθούς πατριώτες, και τους παλούκωσαν εις την Έγριπον οι Τούρκοι. Το φτίλι του λαγουμιού ήταν από πανί. Οι άνθρωποι κατουρούσαν εις το χαντάκι, ότι δεν μπορούσαν να πάνε αλλού, ότι τους βαρούσαν οι Τούρκοι από το Καράσουι κι’ απ’ άλλα μέρη· και τους κατασκότωναν καθημερινώς. Οι Τούρκοι αποφάσισαν να κάμουν γιρούσι δι’ αυτό το μέρος, και εις την ντάπια, οπούταν το λαγούμι δεμένο εκεί συνάχτηκαν πλήθος από αυτούς. Βάλαμεν τους ανθρώπους εις την τάξη, βγήκαμε καμπόσοι και στεκόμαστε με τα μαχαίρια εις το χέρι. Βάλαμεν φωτιά εις το φτίλι, ήταν βρεμένο, δεν έπιασε· πήγε σε καμπόσο διάστημα η φωτιά και κόπη. Τότε είδα έναν πατριωτικόν ενθουσιασμόν. Ένας Αθηναίος παίρνει με την χούφτα του φωτιά και πήγε και την έρριξε εις το φτίλι – διά την πατρίδα την φωτιά την έκαμεν νερό, αλλά δεν έπιασε. Μας ρίχτηκαν οι Τούρκοι απάνου – τους δώσαμεν ένα πελεκίδι και τους πήγαμεν κυνηγώντα ως την άκρη εις τα σπίτια· κι’ αποτύχαμεν το λαγούμι, οπού θα τους αφάνιζε. Σκοτώσαμεν καμπόσους κι’ έναν σημαντικόν. Και λυπήθη πολύ ο Κιτάγιας δι’ αυτόν, ότ’ ήτο πολύ γενναίος…
»Όταν κολλήσαμεν εις το κάστρο, βαστούσαμεν και τον μαχαλά της Πλάκας ως την Αρβανίτικη πόρτα. Από κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν μία εκκλησία και της έδεσε λαγούμι ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης – και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε διά την πατρίδα. Ήμαστε μαζί κι’ αγωνιζόμαστε ως αδελφοί νύχτα και ημέρα και δουλεύαμεν με τους ανθρώπους, τους αγαθούς Αθηναίους και φκειάναμεν τα λαγούμια· και ήμαστε όλοι πάντα αγαπημένοι κι’ ενωμένοι. Εις το Μισολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάματα έχει κάμη. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτεινού του αγωνιστή. Θησαυρούς τού δίνει ο Κιτάγιας να γυρίση· διά σένα, πατρίδα, όλα τα καταφρονεί. Έβαλε λαγούμι εις την εκκλησίαν. Πλάκωσε ένα πλήθος Τούρκων· αρχίσαμεν τον πόλεμον· κάμαμεν ότι τζακιστήκαμεν. (Θέλαμεν να τον αφήσουμεν τον μαχαλά, ότ’ ήμαστε ολίγοι και οι θέσες εκτεταμένες). Τότε οι Τούρκοι μάς πήραν ’στο κοντό. Είχαμεν την Χρυσοσπηλιώτισσα πιασμένη και το ριζό του κάστρου, είχαμεν ταμπούρια, και πιάσαμεν εκεί. Αφού γιόμωσε η εκκλησιά μέσα κι’ ως απάνου, στάθηκαν δυο γενναία παλληκάρια, ο Μιχάλης Κουνέλης Αθηναίος κι’ ο Θωμάς Αργυροκαστρίτης ή Χορμοβίτης, αυτείνοι οι δυο γενναίοι και οι αθάνατοι, και βάλαν φωτιά· και πολέμησαν αντρεία και σώθηκαν. Και πήγε εις τον αγέρα η εκκλησιά και οι Τούρκοι όλοι. Ύστερα οι άλλοι Τούρκοι οπού ήταν πλησίον εκεί τζακίστηκαν· κι από πάνου το κάστρο κι’ από κάτου βαρούσαμεν εις το κρέας και τους αφανίσαμεν. Έγινε μεγάλος ο σκοτωμός των Τούρκων.
»Εις το Σερπετζέ απόξω, οπού φυλάγαμεν, ήφερναν τα λαγούμια τους οι Τούρκοι αναντίον μας· εκεί ήταν και του κάστρου, τρία στόματα. Οι Τούρκοι ήταν πάρα πολλά πλησίον μας και ήρθε κι’ ένας πασιάς νέος με καλό ασκέρι. Και ήρθαν εκεί εις τα χαρακώματά τους πολλά πλησίον μας και μας βρίζαν και μας λέγαν άναντρους κι’ Οβραίους· και εις το Μισολόγγι ήταν παληκάρια κι’ εμείς καντιποτένιοι· και ’σ ένα δυο ημέρες μάς κλείνουν με τα χαρακώματά τους· και μας πιάνουν ζωντανούς ύστερα και μας περνούν από το σπαθί τους. Εγώ κι’ ο Κώστας Λαγουμιτζής ήμαστε αποσταμένοι, ότι φκειάναμεν νύχτα και ημέρα τα λαγούμια να τους χαλάσουμεν των Τούρκων τα δικά τους. Κι’ εγώ ήμουν πάντοτες οπού σύναζα τους Αθηναίους (τους αγαπούσα, κι’ αυτοί το ίδιον) και τους οδηγούσα εις αυτά κι’ εργαζόμαστε. Είχα κι’ όλα τα νοικοκυρόπουλα μαζί μου και τα προφύλαγα από τους ανθρωποφάγους, οπούθελαν να τους γυμνώνουν ως και εις το κάστρο, όπου τους έμεινε ολίγον πράμα – να τους το πάρουν κι’ αυτό. […]».
- Δούκισσα της Πλακεντίας, η ξεχασμένη ευεργέτιδα της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830)
Ένας από τους μεγαλύτερους –αλλά ξεχασμένους– ευεργέτες της Ελλάδας στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης υπήρξε η γνωστή Δούκισσα της Πλακεντίας, η Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν (Sophie de Marbois-Lebrun). Πρώτα λίγα για τη βιογραφία της. Γεννήθηκε το 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και πέθανε το 1854 στην Αθήνα. Ο πατέρας της ήταν Γάλλος, αντιπρόσωπος του Λουδοβίκου ΙΕ΄ της Γαλλίας στο αμερικανικό Κογκρέσο, επιτετραμμένος Γάλλος διπλωμάτης και μαρκήσιος. Η μητέρα της ήταν Αμερικανίδα, κόρη του κυβερνήτη της Πενσιλβάνια. Η Σοφία το 1802 παντρεύτηκε τον στρατηγό Άννα-Κάρολο Λεμπρέν (Anne-Charles Lebrun, 1775-1859), που ήταν ο μεγαλύτερος και ο πρωτότοκος γιος του Καρόλου Φρανσουά Λεμπρέν, δούκα της ιταλικής Πιατσέντζα (λατινικά Placentia), και από τον οποίο κληρονόμησε τον τίτλο. Η Σοφία απέκτησε μια κόρη, τη φιλάσθενη Ελίζα, αλλά ο γάμος δεν ευημέρησε. Η Σοφία παράτησε τα σαλόνια της Γαλλίας και ρίχτηκε σε μια περιπετειώδη ζωή εγκαταλείποντας τον άντρα της. Γνώρισε διάφορους εραστές, αλλά η τομή στη ζωή της έγινε το 1821, όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Αγαπούσε παθολογικά την Ελλάδα, αμέσως έγινε ενεργό μέλος του αγγλικού Φιλελληνικού Κομιτάτου και πουλώντας τα κοσμήματά της μάζεψε πάνω από 20.000 φράγκα για την Ελλάδα.
Το πόσο σημαντικό πρόσωπο ήταν για την επαναστατημένη Ελλάδα η δούκισσα καταγράφεται σε επιστολή (20 Απριλίου 1825) του Αδαμάντιου Κοραή προς τον οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο. Εκεί αναφέρονται τα εξής: «Φίλε Στρατηγέ, η κυρά Δούκισσα Πλακεντίας (Duchesse de Plaisance) έρχεται με την φίλη αυτής θυγατέρα εις την Ελλάδα […] τόση είναι της χρηστής Δουκίσσης η προς το Γένος μας εύνοια, την οποίαν έδειξεν εμπράκτως και εδώ, βοηθήσασα δις και τρις, διά χειρός μου, τους ομογενείς σπουδαστάς. Δεν αμφιβάλλω ότι όλον το Γένος μέλλει να υποδεχθεί την Δούκισσαν […] ως φίλην θερμήν και ευεργέτριαν του Γένους. Αν κατά τύχην έλθη και εις τους τόπους όπου στρατηγείς, φρόντισε, φίλε, να γενή η περιήγησις αυτής άκοπος, άφοβος, ασφαλής, και όσον το δυνατόν ευάρεστος…».
Το 1826 βρισκόταν στο Παρίσι. Εκεί συνάντησε τον Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831) και γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του. Δεν αποκλείεται μάλιστα να τον ερωτεύτηκε. Το 1827 μαζί με την κόρη της βρισκόταν στη Ρώμη, όπου συνάντησαν και πάλι τον Καποδίστρια. Τότε ήταν αντιπρόσωπος της επαναστατικής κυβέρνησης της Ελλάδας. Η συνάντηση αυτή είχε αποφασιστική σημασία για τη Σοφία, που συνεχώς έδινε χρήματα για να βοηθήσει την Επανάσταση.
Το 1828 ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο ως ο πρώτος Κυβερνήτης της επαναστατικής Ελλάδας. Είχε επικοινωνία με τη Δούκισσα της Πλακεντίας, που ακόμα ήταν στο εξωτερικό. Σε μια επιστολή του προς αυτήν (4 Μαρτίου 1828) αναφέρει τον τρόπο που διέθεσε τα 14.000 φράγκα που του είχε αποστείλει. Λέει ότι με αυτά περίπου 1.500 πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Αίγινα μετά την πτώση της Αθήνας στους Τούρκους (1827) σιτίζονταν επί εβδομάδες, και αυτό θα γινόταν και τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες. Ο Καποδίστριας της λέει ότι αν είχε λίγα ακόμα χρήματα από αυτήν, θα μπορούσε να τους στεγάσει σε καλύβες, για να βγουν από τις σπηλιές όπου διέμεναν.
Τον Δεκέμβριο του 1829 η Σοφία και η κόρη της έφτασαν στο Ναύπλιο με το πολεμικό πλοίο και καπετάνιο τον γνωστό Μιαούλη, κατόπιν εντολής του Καποδίστρια. Η άφιξή της στην τότε πρωτεύουσα ανακοινώθηκε στη «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος». Εγκαταστάθηκε σ’ ένα μεγάλο σπίτι με όλο της το προσωπικό και τα σκυλιά της, και άρχισε τις αγαθοεργίες, ενώ ακόμα μαινόταν ο πόλεμος της ανεξαρτησίας. Ανάμεσα στις γνωστές αγαθοεργίες της καταγράφονται οι εξής: ίδρυσε σχολείο θηλέων, που λειτούργησε πρώτα στην Αίγινα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο. Συμμετείχε ενεργά στο συντονισμένο κίνημα των Γάλλων φιλελλήνων. Ανέλαβε να μορφώσει δώδεκα Ελληνίδες με δικά της έξοδα.
Αλλά εκεί η ζωή της παίρνει άλλη στροφή. Λένε ότι ερωτεύτηκε τον μεγάλο εχθρό του Καποδίστρια, τον ήρωα Ηλία Κατσάκο-Μαυρομιχάλη, και ψυχράνθηκε με τον Κυβερνήτη, τον οποίο άρχισε να αντιπολιτεύεται. Το 1831, έπειτα από παραμονή δεκαεπτά μηνών στο Ναύπλιο, η Σοφία και η κόρη της έφυγαν για την Ιταλία. Την ίδια χρονιά βγήκε και το τυπικό διαζύγιο από τον Γάλλο σύζυγό της. Στις 9 Οκτωβρίου δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας. Το 1833 έφτασε στο Ναύπλιο ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, ο Όθων, και ανακήρυξε νέα πρωτεύουσα του βασιλείου του την Αθήνα. Το 1834 η Σοφία και η κόρη της έφτασαν στην Αθήνα, όπου και πέρασαν το υπόλοιπο της ζωή τους. Η Σοφία πέθανε στις 2 Μαΐου 1854, αφήνοντας την τεράστια περιουσία της σε διάφορους κληρονόμους και στο Δημόσιο. Ο τάφος της βρίσκεται στον μεγάλο πύργο της στην Πεντέλη.