Κοιτάζω τις μέλισσες και δε φοβάμαι πια. Στο βουητό τους ξαναβρήκα την αισιοδοξία πως η ζωή μόνο στο φως λογιάζεται ζωή. Πλησιάζω το παράθυρο. Το ανοίγω διάπλατα και τις αφήνω να φύγουν από τη σοφίτα. Τις απελευθερώνω από τις σκιές για να πετάξουν πάνω από τα φλογερά λουλούδια του κήπου, τις παπαρούνες και τα αγριολούλουδα, την άμμο της ακτής, το δέντρο της Δάφνης, το σαπισμένο καΐκι. Και χαμογελώ σαν τις κοιτώ να γεύονται τους ανοιξιάτικους χυμούς και να συνεχίζουν να πετούν πάνω από τη θάλασσα, βουίζοντας λουσμένες στο φως. Επειδή η ζωή την άνοιξη επιστρέφει, αλλά πριν από αυτή υπάρχει πάντα ένας δύσκολος και βαρύς χειμώνας.
Τη στιγμή που η Δαναή χάνεται στη γέννα, ο άντρας της ο Γιώργης, μαγνητισμένος από την Κίρκη του Κάστρου και από τις χάρες της, αμελεί να γυρίσει και μόλις που διαφεύγει από τη σφαγή των χριστιανών από τους Τουρκοκρητικούς στο μεγάλο Κάστρο, τον Αύγουστο του 1898.
Είναι η στιγμή όπου γεννιέται ο ήρωας ενός ολόκληρου κόσμου. Και μαζί του η Κρητική Πολιτεία, που λίγα χρόνια αργότερα θα οδηγήσει στην Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Αυτός είναι ο αιώνας του ζωγράφου, του Ανέστη, κι η ιστορία του είναι η διαδρομή πολλών ανθρώπων, που έζησαν και πέθαναν μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Δεν είναι μόνο ο Ανέστης που παρασύρει τον αναγνώστη στις ατραπούς μιας ανεξήγητης μοίρας, είναι κι εκείνοι που συνδέονται μαζί του με δεσμούς αίματος –ο παππούς Λεωνίδας, η θεια-Λουλουδιά, η Μυρσίνη–, αλλά κι εκείνοι με τους οποίους μοιράζεται εμπειρίες, πάθη, οράματα, η κυρα-Ευτέρπη, η Χριστίνα, η Ισιδώρα και προπαντός ο Μικέλε. Είναι και οι τόποι, η Κρήτη, ο Πειραιάς, η Μακεδονία, που παραδομένοι στις φλόγες και στα καπρίτσια της μεγάλης Ιστορίας δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Στο μυθιστόρημα της Τέσυς Μπάιλα, ο άνθρωπος γίνεται έρωτας, γίνεται πόλεμος, γίνεται θάνατος, γίνεται τέχνη, ώσπου να ξαναγίνει άνθρωπος.
«Τι όμορφη που είναι η Γη μας!… Τι όμορφος που είναι ο κόσμος μας!…» αναφώνησε από τα ύψη ο αστροναύτης Νιλ Άρμστρονγκ. Όσο αγωνιζόμαστε με πάθος ψυχής για μια ανθρωπότητα λιγότερο απάνθρωπη, γεννιέται μέσα μας η ελπίδα να μπορέσουμε μια ώρα να πούμε το ίδιο με τον αστροναύτη, όχι πια αντικρίζοντας τον κόσμο μας από ψηλά, αλλά με τη χαρά να βλέπουμε από κοντά, εκ βαθέων, με τη χαρά να αγγίζουμε, να ψηλαφούμε μια όλο ομορφιά και τρυφερότητα εικόνα της περιπέτειας του ανθρώπου.
H ζωή είναι βέβαια για να τη ζεις, όχι για να την ταριχεύεις με τυπογραφικό μελάνι. Σαν να κλείνεις αεροστεγώς σε φιαλίδιο μια ριπή πελαγίσιου ανέμου.
H ζωή είναι για να δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι τη ροή της, όσο μπορούμε να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων και να μην παραδινόμαστε σε ξένες προς εμάς δυνάμεις. Aντί να ιστορούμε τα πεπραγμένα μας, ας γευόμαστε την κάθε στιγμή με την ένταση που είχαμε παιδιά, πρωτοτάξιδα στην εγκόσμια περιπέτεια, έκθαμβα μεν, αθώα δε για το μελαγχολικό συχνά πανόραμα που θα αντικρίζαμε αργότερα. Aν συναρμολογούμε την αυτοβιογραφία μας σε μερικές ψυχρές σελίδες, ηχεί ως προμήνυμα προαναγγελθέντος θανάτου, φυσικού αλλά και πνευματικού και ψυχικού.
Γλίστρησα όμως κι εγώ σ’ αυτή την παγίδα. H μόνη ελπίδα μου είναι ότι μέσα από τα συμβάντα της πορείας μου ιχνογραφούνται, τολμώ να πω, και τα βάσανα και οι αγώνες του τόπου μας σε μια ταραγμένη εποχή. Tότε που είχαμε όραμα για μια Eλλάδα με κοινωνική δικαιοσύνη, στοργή και τρυφερότητα για όλα τα παιδιά της. Tότε που πυρπολούσε την ψυχή μας ο λόγος του ποιητή: «Να είστε η άμμος και όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου».
Ο εκδοτικός οργανισμός Gale Research ζήτησε να γραφτεί η αυτοβιογραφία του Aντώνη Σαμαράκη, για τη σειρά Βιογραφίες σύγχρονων συγγραφέων. Eκδόθηκε στις Hνωμένες Πολιτείες και στην Aγγλία το 1992, σε μετάφραση του καθηγητή της συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Nέας Oρλεάνης Άντριου Χόρτον και της Πέννυς Aποστολίδη. Tον Oκτώβριο του 1992 δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Eλευθεροτυπία.