Ένα θέμα, με το οποίο η επίσημη ελληνική ιστοριογραφία έχει ασχοληθεί ελάχιστα, προσεγγίζει στο νέο της μυθιστόρημα με ευαισθησία η Σοφία Βόϊκου. Κεντρική της ηρωίδα η Λένη. Το αθώο θύμα όχι μόνο του πολέμου και των επιλογών των γονιών της αλλά και των στρεβλών πεποιθήσεων μιας ολόκληρης κοινωνίας, που την ανάγκασαν να μεγαλώσει κουβαλώντας το βαρύ φορτίο ενός διπλού στίγματος: του «νόθου» και του «παιδιού του εχθρού». Διαβάζοντας την ιστορία της θα μάθουμε αρκετά πράγματα, που ίσως αγνοούμε, για τα παιδιά που γεννήθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από Γερμανό στρατιώτη και μητέρα από κατεχόμενη χώρα. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας, χρειάστηκε έρευνα περίπου ενός χρόνου, η οποία όσο και να την επηρέασε ψυχολογικά συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της συγγραφής για ένα λόγο: Επειδή αισθανόταν πως είχε χρέος να πει την ιστορία της Λένης. Να μιλήσει για τα παιδιά που οι μεταπολεμικές ευρωπαϊκές κοινωνίες άφησαν στο περιθώριο της ζωής επειδή δεν τα έβλεπαν. Επειδή δεν ήθελαν να τα… δουν κι ας ζούσαν δίπλα τους. Για τα παιδιά που έχουν ταυτότητα και αποφασίζουν να αναζητήσουν τις ρίζες τους.
Ένας χαμογελαστός στρατιώτης σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, που φαινομενικά όπως αναφέρετε στο σημείωμά σας, δεν είχε καμία θέση στο χάρτινο κουτί όπου αναπαύονταν οικογενειακές φωτογραφίες μακρινών και κοντινών συγγενών σας, ήταν η έμπνευση για τη συγγραφή του νέου σας βιβλίου. Ποια ήταν η πρώτη σκέψη όταν κρατήσατε στο χέρι αυτή τη φωτογραφία;
Πρώτα ήρθε η έκπληξη και μετά η απορία. Ποιό ήταν αυτό το πρόσωπο που βρισκόταν στο κουτί με τις οικογενειακές φωτογραφίες και φαινομενικά δεν είχε καμία σχέση εκεί μέσα; Δυστυχώς, τα πρόσωπα από τα οποία θα μπορούσα να είχα μία απάντηση έχουν φύγει εδώ και χρόνια από τη ζωή. Κατά ένα περίεργο τρόπο όμως, η συγκεκριμένη φωτογραφία είχε κάνει κατάληψη στο μυαλό μου για πολύ καιρό κι έτσι αφού δεν υπήρχε κανείς για να μου αφηγηθεί την ιστορία του Γκούσταφ, αποφάσισα να τη δημιουργήσω εγώ.
Πόσος χρόνος μεσολάβησε από εκείνη τη μέρα μέχρι να αποφασίσετε πως αυτό θα είναι το επόμενο βιβλίο σας;
Όχι πολύ. Ο Γκούσταφ είχε έρθει για να μείνει. Θα τολμούσα να πω πως ήμουν σίγουρη πως από τη στιγμή που κράτησα τη συγκεκριμένη φωτογραφία στα χέρια μου, με κάποιον τρόπο θα αφηγούμουν και την ιστορία της.
Και πόσος χρόνος απαιτήθηκε για τις αναζητήσεις σε «ιστορικά αρχεία, ελληνικά και ξένα σ’ εφημερίδες της εποχής, σε φωτογραφίες καταχωνιασμένες, σε στόματα που ακόμα και σήμερα παραμένουν ερμητικά κλειστά», όπως σημειώνετε;
Εδώ δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Η έρευνα μού πήρε κοντά στον ένα χρόνο ενώ συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Τα «παιδιά της Βέρμαχτ», τα παιδιά δηλαδή που έχουν γεννηθεί από έναν Γερμανό στρατιώτη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και από μητέρα από κατεχόμενη χώρα, μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα ήταν ένα θέμα – ταμπού. Οι μεταπολεμικές ευρωπαϊκές κοινωνίες έκλειναν τα μάτια, έκαναν σαν να μην υπήρχαν. Το ίδιο συνέβαινε φυσικά και στην Ελλάδα. Μόνο που εδώ τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Για παράδειγμα στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στη Νορβηγία, αυτά τα παιδιά όταν πέρασαν τα εξήντα τους χρόνια αποφάσισαν να διεκδικήσουν την ταυτότητά τους, να μάθουν τις ρίζες τους και πολλά από αυτά θέλησαν να πάρουν και το επίθετο του πατέρα τους. Στην Ελλάδα αντίθετα, το θέμα παρέμεινε – ταμπού, ίσως γιατί η Γερμανική Κατοχή ήταν ιδιαίτερα σκληρή στη χώρα μας. Να επισημάνω επίσης πως η επίσημη ελληνική ιστοριογραφία έχει ασχοληθεί ελάχιστα με το θέμα.