Κάθε βράδυ, στη Βενετία, η παλίρροια φουσκώνει και το νερό αναβλύζει μέσα από τα σπλάχνα της, πλημμυρίζοντας τις πλατείες και τους δρόμους. Το θέαμα είναι ονειρικό, καθώς η ίδια η πόλη χύνει τα δάκρυά της προσπαθώντας να ξεπλύνει τις αμαρτίες, τα λάθη και τις ενοχές των ανθρώπων της.
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ λοιπόν, στην έρημη πλατεία του Αγίου Μάρκου, καθόμουν στο ιστορικό καφέ Φλοριάν, εκεί όπου σύχναζε ο θρυλικός Καζανόβα, πίνοντας σπριτς, το ελαφρύ πορτοκαλί ποτό που απολαμβάνουν όλοι οι Βενετσιάνοι. Οι νότες που ξεχύνονταν από το βιολί, το πιάνο και το φλάουτο, σε συνδυασμό με το ποτό και την ονειρική εικόνα της πλατείας, χαλάρωσαν τις αισθήσεις μου.
Δε θέλει και πολύ το μυαλό (τουλάχιστον το δικό μου) για να ξεστρατίσει. Ήδη από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη Βενετία, είχα την εντύπωση πως είχα σεργιανίσει κι άλλοτε στα σοκάκια της κι είχα διασχίσει εκατοντάδες φορές τα κανάλια της. Εγώ, που είμαι ένα άτομο που δυσκολεύομαι ιδιαίτερα στον προσανατολισμό (ακόμα και στη Θεσσαλονίκη συνεχώς μπερδεύω στενά και δρόμους), στη Βενετία κυκλοφορούσα με μια άνεση απίστευτη, τα βήματά μου ήξεραν πού να πατήσουν. Και μάλιστα χωρίς να ρίξω ούτε μια ματιά στον χάρτη που βρισκόταν μέσα στην τσάντα μου.
Σ’ αυτή την πόλη λοιπόν, που ο χρόνος δεν την επηρεάζει καθόλου, που το χθες είναι το δικό της παρόν, άφησα τις αισθήσεις μου να χαλαρώσουν και το μυαλό μου να ταξιδέψει.
Τότε ήταν η πρώτη φορά που μου «έκλεισε το μάτι» η μικρή Ιρένε. Μια νέα μυθιστορηματική ηρωίδα μόλις είχε επισκεφτεί το μυαλό μου. Την έβαλα στην άκρη, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα. Έγραφα άλλο βιβλίο και είχα φτάσει σχεδόν στη μέση. Επέστρεψα στην Ελλάδα, συνέχισα να γράφω το βιβλίο το οποίο είχα ήδη ξεκινήσει. Όμως η Ιρένε ήταν ατίθαση και απαιτητική, όπως κάθε παιδί της ηλικίας της. Οι ήρωες των μυθιστορημάτων, βλέπετε, είναι πιο δυναμικοί και πιο ζωντανοί από τους αληθινούς ανθρώπους. Προσπαθούσα να γράψω και φράση δεν έλεγε να βγει.
Και δεν ήταν μόνο η Ιρένε. Είχαν αρχίσει να με «επισκέπτονται» και ο σινιόρε Φραντσέσκο με το ξύλινο πόδι, ο Πάμπλο με τις χειροποίητες βενετσιάνικες μάσκες του, η Σινιόρα με το άρωμα λευκής πούδρας, ο Ρωμανός, ο Έλληνας με το αιρετικό το αίμα.
Δεν είχα πλέον άλλη επιλογή. Ένα πρωί, άνοιξα τον υπολογιστή κι άρχισα να γράφω μια νέα ιστορία. Για ένα παράξενο βιβλιοπωλείο στη Βενετία, όπου τα βιβλία είναι τυλιγμένα με ένα χοντρό χειροποίητο χαρτί, ένα βιβλιοπωλείο όπου οι πελάτες επιλέγουν όχι με βάση τον τίτλο, τον συγγραφέα ή το εξώφυλλο, αλλά με βάση το άρωμα που αναδίδουν τα βιβλία.
Έτσι γεννήθηκε Η πόλη που δακρύζει. Είναι το μόνο βιβλίο στο οποίο δεν οδήγησα εγώ τους ήρωες εκεί όπου ήθελα, αλλά ήταν εκείνοι που διάλεξαν τον δρόμο μόνοι τους. Ένα βιβλίο ατμοσφαιρικό κι ονειρικό που μιλάει για βιβλία, παλιές εκδόσεις και σπάνια χειρόγραφα. Ένα βιβλίο που αφηγείται ιστορίες για δάκρυα που χύθηκαν και χαμόγελα που χαράχτηκαν.
Κάποια στιγμή η Ιρένε μού είπε: