ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Μου πήρε πολλά χρόνια, είναι αλήθεια, μέχρι να αποφασίσω να γράψω ένα μυθιστόρημα για τη Σμύρνη. Θα το είχα επιχειρήσει ενδεχομένως νωρίτερα, αλλά πάντα δρούσε ανασταλτικά η πληθώρα βιβλίων με σχετική θεματολογία που ήδη κυκλοφορούν στο εμπόριο και έχουν αγαπηθεί από το ευρύ κοινό. Προβληματιζόμουν λοιπόν για το τι παραπάνω θα μπορούσα να προσθέσω στην υπάρχουσα βιβλιογραφία μέχρι που κατέληξα πως η ανάγκη μου να αποτυπώσω γραπτώς μερικές από τις οικογενειακές αναμνήσεις –όλες τρυφερές και πολύτιμες– είναι μεγαλύτερη και σπουδαιότερη από τη ματαιοδοξία μου.
Κορδελιώτισσα ήταν η γιαγιά μου η Νίτσα. Στο προάστιο Παπά Σκάλα ζούσε μέχρι τα εννιά της χρόνια. Όμορφα και ανέμελα χρόνια, όπως μου είχε πει. Και έπειτα η μοίρα γύρισε το γρανάζι κι άρχισε μια αλληλουχία τραγικών συμβάντων. Πρώτα έχασε τον πατέρα της στο μικρασιατικό μέτωπο, όπου είχε πάει να πολεμήσει ως εθελοντής, και, στη συνέχεια, υποχρεώθηκε να αφήσει τον γενέθλιο τόπο της κρατώντας ως τελευταία ανάμνηση στάχτες και αποκαΐδια.
Τη μέρα της μεγάλης φωτιάς που ο κόσμος έτρεχε να γλιτώσει και από τους τσέτες, η εννιάχρονη τότε γιαγιά μου έχασε τον αδελφό της. Το χέρι του τραβήχτηκε βίαια από το χέρι της μητέρας του, της Μαρίας, και δεν τον ξαναείδαν. Χρόνος δεν υπήρχε να τον αναζητήσουν ή να θρηνήσουν καθώς έτρεχαν να ξεφύγουν από σίγουρο θάνατο. Μια μάνα και μια κόρη. Μαζί τους κουβαλούσαν μονάχα το οικογενειακό σερβίτσιο, μάρκας Ντελφτ, και τις χρυσές λίρες της σωτηρίας. Μερικές λίρες τις έθαψαν στον κήπο του σπιτιού μαζί με την εικόνα της Παναγίας –η ραπτομηχανή Σίνγκερ πετάχτηκε στο πηγάδι μήπως και την έβρισκαν όταν επέστρεφαν, αλλά πού;– και από όσες είχαν μαζί τους ένα μέρος δόθηκε στον βαρκάρη που τις πήγε στη Χίο, ενώ οι υπόλοιπες θα τις βοηθούσαν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα.
Το καινούργιο τους σπιτικό έμελλε να ’ναι αρχικά στον συνοικισμό του Πολυγώνου κοντά στη Σχολή Ευελπίδων στην Αθήνα και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, όπου την αισθάνθηκαν περισσότερο οικεία. Μέχρι το 1955 με το θλιβερό πογκρόμ, τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, έζησαν ήρεμα και ευτυχισμένα χρόνια. Οι απελάσεις του 1964 ήταν η χαριστική βολή, και ο γυρισμός στην αφιλόξενη Ελλάδα, μονόδρομος.
Η γιαγιά μου ποτέ δε σταμάτησε να σκέφτεται τον τόπο της και τον Nίκο, τον αδελφό που έχασε. Διαρκώς τον αναζητούσε ελπίζοντας να βρίσκεται κάπου ζωντανός και πάντοτε προσδοκούσε να επιστρέψει στη Σμύρνη και την Πόλη, αν και όσες φορές τής το προτείναμε τα χρόνια που ακολούθησαν αρνιόταν πεισματικά, γιατί, όπως έλεγε βουρκωμένη, δεν ήθελε να νιώσει ξένη στην πατρίδα της. Πατρίδα της θεωρούσε και τα δύο αυτά μέρη και έτσι έμαθα να τα λογαριάζω κι εγώ.
Όταν ήμουν μικρή, της άρεσε, και μου άρεσε, να μου διηγείται διάφορες ιστορίες. Κάποιες από αυτές ήταν δικά της βιώματα –θυμόταν περισσότερο τη ζωή της στην Πόλη–, κάποιες άλλες αποτελούσαν ακούσματα από τη μητέρα της από τη Σμύρνη. Θυμάμαι πάντως πως ό,τι ιστορία και αν μου έλεγε, στο τέλος κατέληγε με τα μάτια της θολά από τα δάκρυα και όταν τη ρωτούσα γιατί, εκείνη απαντούσε «δεν μπορείς να καταλάβεις». Κι όμως. Σιγά σιγά καταλάβαινα, και ο πόνος της έγινε με έναν μυστήριο τρόπο και δικός μου.
Πολλά χρόνια αργότερα και ενώ η γιαγιά μου είχε πεθάνει, διάβασα όσα είχε γράψει η καθηγήτρια κλινικής ψυχολογίας Λίμπυ Τατά Αρσέλ για το διαγενεαλογικό τραύμα και τη διαγενεαλογική μετάδοση τραυματικών εμπειριών. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο πόνος για τις χαμένες πατρίδες είναι κάτι που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, μαζί με τις αναμνήσεις –καλές και κακές–, τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τα πολιτισμικά έθιμα.
Το τελευταίο φαγητό που έφαγε η γιαγιά μου προτού εγκαταλείψει άρον άρον τη Σμύρνη ήταν τα σουτζουκάκια. Έκτοτε, πριν τα γευτεί, πάντα έκανε τον σταυρό της λέγοντας «σε καλό να μας βγει». Ασυναίσθητα το ίδιο κάνω κι εγώ όταν γεύομαι αυτό το υπέροχο φαγητό και ας με κοιτάζουν περίεργα όσοι δεν ξέρουν τον λόγο.
Αυτό λοιπόν το βιβλίο, πέρα από μια πιεστική εσωτερική ανάγκη δική μου να εκφράσω σκέψεις και συναισθήματα που συγκεντρώθηκαν μέσα μου κατά τη διάρκεια της παιδικής και ενήλικης ζωής μου, αποτελεί και φόρο τιμής στη γυναίκα που με μεγάλωσε, στην πιο δυνατή, δοτική και τσαχπίνα Σμυρνιά που είχα την τύχη να αποκαλώ «νενέ» κι εκείνη «γιαβρί μου». Σε αυτή λοιπόν, που δε σταμάτησε ποτέ να προσφέρει ενώ η ίδια είχε χάσει τόσο πολλά, αφιερώνω το ποίημα του Θωμά Γκόρπα «Αναπόληση». Το ίδιο ποίημα αφιερώνω με όλη μου την αγάπη και στη Σμυρνιά γιαγιά του άντρα μου, τη γλυκιά Πιπίτσα, επειδή τον φρόντιζε, τον λάτρευε και τον βοήθησε να πιστέψει στον εαυτό του, κάτι που άλλαξε όλη του τη ζωή.
Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη
και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κ’ εσύ
να περνάς απ’ έξω.[1]
[1] Ποίημα του Θωμά Γκόρπα με τίτλο «Αναπόληση», Γκόρπας: Τα ποιήματα (1957-1983), Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2015.