O Τζόναθαν Φράνζεν μιλάει για τη διασημότητα και τον φασισμό

Share Button
Συνέντευξη του Τζόναθαν Φράνζεν στον Άιζακ Στίνερ
αναδημοσίευση από slate.com

«Το Μανχάταν είναι γεμάτο υποκαταστήματα τραπεζών», είπε ο Τζόναθαν Φράνζεν καθώς βάδιζε στο καθιστικό του σπιτιού του στη Σάντα Κρουζ στην Καλιφόρνια. Όταν πηγαίνει στην παλιά του γειτονιά, στο Άπερ Ιστ Σάιντ, αυτό τον καιρό, το μόνο που σκέφτεται είναι: Αυτό εδώ ήταν ένα ωραίο παλιό παντοπωλείο. τώρα είναι τράπεζα. Η Σάντα Κρουζ, πανεπιστημιούπολη και θέρετρο, του ταιριάζει πιο πολύ. Το σπίτι του Φράνζεν, καίτοι μέρος μιας γενικής ανοικοδόμησης, είναι κουρνιασμένο σ’ ένα όμορφο φαράγγι με απολαυστική θέα τόσο στον ωκεανό όσο και στην ειδική περιοχή προστασίας. Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για την ορνιθολογία, που τόσο αγαπάει ο Φράνζεν. (Όταν η συζήτηση στράφηκε στην Τζαμάικα, ο Φράνζεν δήλωσε, παρεμπιπτόντως, ότι είχε παρατηρήσει 27 από τα 29 μοναδικά είδη πτηνών του νησιού.) Το σπίτι το μοιράζεται με την εδώ και χρόνια σύντροφό του, την Κάθι Τσέτκοβιτς, που είναι κι αυτή συγγραφέας.

Είδα τον Φράνζεν, άνετα ντυμένο, να παραλαμβάνει την αλληλογραφία του στην είσοδο του σπιτιού του. Μέσα το καθιστικό είναι τακτοποιημένο και δεν είναι τόσο φορτωμένο με βιβλία όσο θα περίμενες. Ο Φράνζεν είναι τώρα 56, αλλά παρά τα γκρίζα του μαλλιά και το αξύριστο πιγούνι του, το πρόσωπό του μοιάζει πολύ νεανικό. Για κάποιον που συχνά χαρακτηρίζεται απόμακρος, αποτραβηγμένος, ακόμα και στρυφνός, ο Φράνζεν είναι εντυπωσιακά φιλικός και πρόθυμος να κάνει κι αυτός ερωτήσεις στον συνομιλητή του. Όταν, αφού με ρώτησε, του ομολόγησα ότι δεν είμαι πτηνοδίφης, με παρότρυνε να γίνω, μιλώντας μου με όλο πάθος γενναιοδωρία, προτείνοντάς μου συγκεκριμένες τοποθεσίες που θα μπορούσα να επισκεφθώ στη γενέτειρά μου, στο Όκλαντ της Καλιφόρνιας, και το έκανε με την ειλικρίνεια κάποιου που δεν προσπαθεί να σου επιβάλει πώς να φέρεσαι, αλλά μάλλον σου προτείνει κάτι που πιστεύει ότι θα σου χαρίσει γνήσια ευχαρίστηση.

9786180114607

Ο Φράνζεν εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, την Εικοστή έβδομη πολιτεία, το 1988. Αλλά με το τρίτο του βιβλίο, τις Διορθώσεις (2001), έγινε ευρέως αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού, όσο και μεγάλων αντιπαραθέσεων. Από τότε που συνεπλάκη με την Όπρα Γουίνφρεϊ ‒το αντίστοιχο της εισβολής στη Ρωσία για τα ΜΜΕ‒ και αφού οι Διορθώσεις είχαν επιλεγεί από τη λέσχη ανάγνωσης της Όπρα, o Φράνζεν απέφευγε πολύ τη δημοσιότητα. Γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στην υψηλή και μαζική κουλτούρα, καθώς είναι ένας μυθιστοριογράφος με τεράστια εμπορική επιτυχία, αλλά δείχνει να μην αισθάνεται άνετα με την επιτυχία αυτή. Όταν δίνει συνεντεύξεις ή γράφει δοκίμια, όταν επιχειρεί αυτές τις επιδρομές στη δημόσια ζωή, σχεδόν πάντα είναι εριστικός.

Την περασμένη διετία, επί παραδείγματι, δέχτηκε πολλές επιθέσεις επειδή είπε ότι σκεφτόταν να υιοθετήσει ένα ορφανό από το Ιράκ και επικρίθηκε για το ότι έγραψε ένα άρθρο στο περιοδικό New Yorker σχετικά με την κλιματική αλλαγή, όπου διατεινόταν ότι το μέγεθος του προβλήματος έγκειται στο ότι οι άνθρωποι δε δίνουν τη δέουσα σημασία σε πιεστικά ζητήματα, όπως η προστασία των πτηνών. Οι επικριτές του κατά καιρούς τού έχουν προσδώσει χαιρέκακα τον ρόλο του «ανίδεου λευκού αρσενικού μυθιστοριογράφου», ενός απρόσιτου κουλτουριάρη που, όπως λένε, ελκύει τα φώτα της δημοσιότητας περισσότερο απ’ όσο του αξίζει.

Η Ελευθερία, που εκδόθηκε το 2010, και η Αγνή, που εκδόθηκε το 2015, ήταν, και τα δύο, μυθιστορήματα σχεδόν 600 σελίδων και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για πολλά εγκώμια και εν συνεχεία για σφοδρές αντιπαραθέσεις σχετικά με το κατά πόσο η λαμπρή υποδοχή τους ήταν υπερβολική ‒ και ίσως σύμπτωμα ανδρικής μεροληψίας στη λογοτεχνική κριτική. Η Αγνή κυκλοφόρησε τώρα και σε χαρτόδετη έκδοση, και πωλήθηκαν ήδη τα δικαιώματα για τη μεταφορά του μυθιστορήματος στη μικρή οθόνη ‒ ο Ντάνιελ Κρεγκ θα υποδυθεί τον Αντρέας, τον ήρωα που θυμίζει Τζούλιαν Ασάνζ και που πρωταγωνιστεί σε μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος, η πλοκή του οποίου τοποθετείται σε πολλά μέρη του πλανήτη (και εν μέρει στη Σάντα Κρουζ).

Προτού αρχίσουμε τη συνέντευξη, ο Φράνζεν με ρώτησε αν θέλω έναν εσπρέσο και πρότεινε να καθίσουμε στο τραπέζι, ώστε να μην μπει στον πειρασμό να πάρει έναν υπνάκο για λίγο. Μιλήσαμε παραπάνω από μία ώρα. Συχνά μεσολαβούσε παρατεταμένη σιωπή προτού απαντήσει σε κάποια ερώτησή μου. οι διατυπώσεις του είναι πολύ προσεγμένες, και είναι εμφανές ότι αναζητεί την κατάλληλη λέξη ‒ αν και μάλλον για λόγους σωστού ύφους παρά πολιτικής ορθότητας. Παρ’ όλα αυτά, ενίοτε κυριεύεται από ενθουσιασμό και μιλάει με θεατρική σβελτάδα.

Στη διάρκεια της συνομιλίας μας, που την επιμεληθήκαμε και την πυκνώσαμε για να είναι πιο διαυγής, συζητήσαμε σχετικά με τις συνέπειες της διασημότητας σε κάποιον συγγραφέα, για το αν θα γράψει ποτέ ένα μυθιστόρημα για το φυλετικό, καθώς και για την κατάσταση της πνευματικής υγείας του Ντόναλντ Τραμπ.

Άιζακ Στίνερ: Ήταν αλλόκοτη χρονιά για την Αμερική. Άλλαξε με κάποιον θεμελιώδη τρόπο το πώς σκέφτεσαι για τη χώρα;

Τζόναθαν Φράνζεν: Κοίτα, διαδραματίζονται δύο σημαντικά πράγματα αυτό τον καιρό. Το ένα είναι η κατάσταση των φυλετικών σχέσεων και το άλλο, που είναι στ’ αλήθεια ανεξάρτητο από αυτό ‒παρόλο που υπάρχουν κάποια σημεία όπου διασταυρώνονται αυτά τα δύο‒ είναι η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ και του Μπέρνι Σάντερς ως διεκδικητών του χρίσματος για την προεδρία. Το φυλετικό καταλαμβάνει τώρα μεγάλο μέρος στα ΜΜΕ, λόγω ακριβώς των πυροβολισμών της αστυνομίας.

Δείχνει να είναι διακριτό φαινόμενο. Διάβασα κάτι που έγραφε κάποιος, μάλλον στο New Yorker, ο οποίος τόνιζε πως ο ριζοσπαστισμός δεν τείνει να αναδυθεί όταν οι καταστάσεις είναι πιο σκληρές, αλλά όταν προσφέρεται στους ανθρώπους κάποια ελπίδα που δεν εκπληρώνεται.

Έχεις σκεφτεί να γράψεις ένα βιβλίο για το φυλετικό;

Ναι, το έχω σκεφτεί. Αλλά ‒και πρόκειται για μια εξομολόγηση που με φέρνει σε δύσκολη θέση‒ δεν έχω πολλούς μαύρους φίλους. Δεν έχω ερωτευτεί ποτέ μαύρη. Πιστεύω πως αν είχα, μάλλον θα αποτολμούσα να γράψω ένα τέτοιο βιβλίο.

[Προσαρμόζω το μικρόφωνο, που το κοιτάζει για μια στιγμή.] Ωραία, ωραία. Το μικρόφωνο. Στρέψε το μικρόφωνο προς τα εμένα. Όλο εγώ μιλάω εδώ πέρα. [Σταματάει.]

Έλεγες ότι δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ μαύρη.

Ακριβώς. Δεν παντρεύτηκα μαύρη. Γράφω μυθιστορήματα με συγκροτημένους χαρακτήρες και πρέπει να αγαπήσω έναν χαρακτήρα για να γράψω γι’ αυτόν. Αν δεν έχεις άμεση, από πρώτο χέρι, εμπειρία αγάπης με μια κατηγορία ανθρώπων ‒με έναν άνθρωπο διαφορετικής φυλής, με έναν βαθιά θρησκευόμενο άνθρωπο, και η φυλή και η θρησκεία είναι πράγματα που προκαλούν αληθινά έντονες διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους‒ πιστεύω πως είναι δύσκολο να αποτολμήσεις, ή ακόμα και να θέλεις απαραιτήτως, να γράψεις με πληρότητα για τον εσωτερικό κόσμο ενός τέτοιου ανθρώπου.

Στην περίπτωση της Αγνής είχα ένα τέτοιο υλικό από τη ζωή μου στη Γερμανία. Πέρασα δυόμισι χρόνια εκεί. Γνώρισα πολύ καλά τη λογοτεχνία της, αλλά δεν είχα μπορέσει να γράψω για τη Γερμανία, επειδή δεν είχα Γερμανούς φίλους. Το ότι έγραψα τώρα γι’ αυτήν οφείλεται στο ότι έκανα ξαφνικά μερικούς Γερμανούς φίλους και τους αγάπησα αληθινά. Και δεν ήμουν πια ένας εχθρικός ξένος, αλλά ένας οικείος, με αγάπη στην καρδιά.

Υπάρχουν πάντως χαρακτήρες στο μυθιστόρημα που δεν είναι αγαπητοί.

Εξαρτάται από το πώς ορίζεις την αγάπη.

Κι εγώ αναρωτιόμουν τι θεωρείς εσύ αγάπη.

Χμμμ…

«Κάνω τα αδύνατα δυνατά ώστε να μη μαθαίνω τι λένε οι άλλοι για μένα».

Στην αρχή της Αγνής περνάει από το μυαλό της Πιπ να καταγράψει τι σημαίνει να αγαπάει τη μητέρα της: ότι τη λυπάται, ότι υποφέρει μαζί της, ότι νιώθει μια ανησυχητική έλξη για το σώμα της, ότι εύχεται να ευτυχήσει πολύ, ότι τη βρίσκει αξιαγάπητη. Πιστεύω πως η αγάπη έχει να κάνει με το να αναγνωρίζεις ότι ένας άλλος άνθρωπος είναι ακριβώς ένας άλλος άνθρωπος και να το πηγαίνεις αυτό σε βάθος. Και να θέλεις να είσαι με αυτό τον άλλο παρά τα ψεγάδια του. Έτσι λοιπόν, στην Αγνή, ο Αντρέας έχει πολλά απωθητικά χαρακτηριστικά, αλλά επειδή πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια κι επειδή πιστεύω ότι πάλεψε σχεδόν σε όλη του τη ζωή με την ψυχική ασθένεια κι επειδή έχω γνωρίσει ανθρώπους σαν κι αυτόν κι επειδή δεν είναι απλώς ένας κακός άνθρωπος ‒αγωνιζόταν ακατάπαυτα να γίνει καλύτερος άνθρωπος‒ συγκινήθηκα πολύ από τη λαχτάρα του, και πιστεύω πως ήταν γνήσια λαχτάρα, να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Αυτό είναι το σημείο στο οποίο συνδέομαι μαζί του. Ό,τι κι αν κάνει ο Αντρέας, έχει επίγνωση ότι το κάνει και το σκέφτεται αυτό και προσπαθεί να είναι έντιμος. Ναι, έχει και πολλά καλά χαρακτηριστικά. Και ξέρεις, πολλή αγάπη σημαίνει ταύτιση. Κι εγώ είμαι άνθρωπος με πολλές πλευρές, ξέρεις. Και δεν αποτελούν όλες μου οι πλευρές υλικό που θα επιθυμούσα απαραιτήτως να κοινοποιήσω στον κόσμο με τρόπο πέρα από τη μυθιστορηματική μορφή.

Μπορείς να κοινοποιήσεις τέτοια πράγματα σε μια συνέντευξη.

Ακριβώς. Ξέρω τι πράγμα είναι η παράνοια. Ξέρω τι σημαίνει να ανησυχείς σχετικά με το τι λένε οι άλλοι για εσένα και να γίνεται ιδεοληπτικός με αυτά που λένε οι άλλοι για εσένα. Όλα αυτά τα βιώνει ο Αντρέας ‒ο οποίος είναι διάσημος σ’ ένα πολύ πιο υψηλό επίπεδο απ’ ό,τι ένας συγγραφέας‒ αλλά ξέρεις, ταυτίστηκα με ορισμένα από αυτά που αφορούν τη διασημότητα.

Έχεις υπάρξει ποτέ ιδεοληπτικός σε σχέση με το τι λένε οι άλλοι για σένα;

[Παρατεταμένη σιωπή.] Κατά έναν αληθινά αρνητικό τρόπο, ναι. Κάνω τα αδύνατα δυνατά ώστε να μη μαθαίνω τι λένε οι άλλοι για μένα. Αλλά πρόκειται για μια μορφή, ναι, για μια μορφή αυτοπροστασίας, καθώς μου είναι αρκετό να ακούσω έστω και μία φράση ‒ ενδέχεται κάποιος να μου αναφέρει εντελώς αθώα ότι κάποιος άλλος είπε το και το για εμένα ή για κάτι που έγραψα, όπως συνέβη με εκείνο το άρθρο στο New Yorker πριν από ενάμιση χρόνο, όπου είχα κάνει κάποιες λογικές, κατά τη γνώμη μου, παρατηρήσεις σχετικά με την κλιματική αλλαγή και το αναπόδραστο της ριζικής κλιματικής αλλαγής, και μου είπαν κάποιοι: «Ω Θεέ μου, κάποιος σε αποκάλεσε κοκορόμυαλο. Κάποιος άλλος αρνητή της κλιματικής αλλαγής». Ναι, αρκεί μια μικρή φράση σαν κι αυτή για να μείνω ξάγρυπνος ώρες ολόκληρες μέσα στη νύχτα και να συντάσσω μεστές σφοδρές απαντήσεις σε κάποιον ηλίθιο… Αλήθεια, μια τέτοια φράση αρκεί για να με κρατήσει ξάγρυπνο ώρες ολόκληρες.

Πάντως φαίνεσαι πολύ πρόθυμος να καταπιάνεσαι με επίμαχα ζητήματα.

Ναι, πολύ.

Είναι κάτι που εκπλήσσει, εφόσον ξέρεις ότι η απόκριση μπορεί να σε πληγώσει.

Όπως το λες. Αλλά πληγώνεσαι μόνο αν μάθεις ποια είναι η απόκριση.

Σωστά. Αλλά αυτά τα πράγματα έχουν τον τρόπο τους να φτάνουν στα αυτιά μας.

Τα πράγματα έχουν πράγματι έναν τρόπο να περνούν από τον προστατευτικό τοίχο, αλλά πρόκειται για περίπλοκη εξίσωση. Έχω επίγνωση ότι στάθηκα πολύ τυχερός ‒πιθανόν υπερβολικά καλοπληρωμένος ως Αμερικανός μυθιστοριογράφος και περιστασιακά δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος‒ κι έχω επίσης επίγνωση πως άρχισα έχοντας προνόμια για τα οποία δεν είχα μεριμνήσει ο ίδιος, άρχισα προικισμένος με καλή υγεία, άρχισα όντας λευκός, είχα γονείς που ήταν αυτοί που ήταν, αδέρφια που ήταν αυτά που ήταν, με καλή παιδεία, έως έναν βαθμό, κι επειδή είμαι καλοπληρωμένος, δε με τρώνε οι ανησυχίες για τους λογαριασμούς κάθε μήνα. Έτσι λοιπόν, αισθάνομαι πως επειδή έχω αυτά τα προνόμια, αυτές τις πολυτέλειες, θα πρέπει να βγαίνω και να μιλάω εντόνως όποτε μπορώ, μιας και είμαι σε καλύτερη θέση ώστε να αντέχω το τίμημα περισσότερο απ’ ό,τι κάποιος που είναι σε λιγότερο ασφαλή κατάσταση. Είναι μέρος του ζητήματος.

Δεν είμαι και τόσο επιθετικός πάντως. δε θεωρώ γενναίο τον εαυτό μου, αλλά υποπτεύομαι πως αν επικρατούσε ο φασισμός σ’ αυτήν τη χώρα και δίωκαν τους δημοσιογράφους και διακυβευόταν η ελευθερία του λόγου, πιθανόν να ξεσηκωνόμουν και να έπαιζα κορόνα γράμματα το τομάρι μου, ακριβώς επειδή είναι ελάχιστα τα πράγματα που με καίνε αληθινά.

Πέφτουν στην αντίληψή σου ανόητα σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Ή εκτενείς και εμπεριστατωμένες κριτικές; Καταπιάνεσαι με τέτοια πράγματα;

Όχι. Δε διαβάζω ούτε τις θετικές κριτικές αν δε λάβω απόλυτη διαβεβαίωση από οχτώ διαφορετικά πρόσωπα ότι δεν περιέχουν το παραμικρό που θα μπορούσε να με αναστατώσει.

Αλήθεια;

Ναι. Ξέρεις, ακόμα και μια καλή, ευμενής κριτική θα έχει κάποια συγκαλυμμένη επίκριση ‒ έστω κάποια επίκριση για τους τύπους, καθώς ο κριτικός δεν επιθυμεί να τον θεωρήσουν απροκάλυπτα θετικό. Και θα σκεφτόμουν, ας πούμε [μιμείται τον τόνο της φωνής]: Ναι, σπουδαία κριτική. Αλλά δε θα ήταν πολύ καλύτερη αν δεν είχες βάλει αυτήν τη μικρή επικριτική παράγραφο; [Γέλια.] Επειδή διαφωνώ με τις επικρίσεις σου! Δεν το καταλαβαίνεις αυτό; Ή, ακόμα καλύτερα, μια κριτική που φαίνεται απόλυτα εγκωμιαστική, αλλά ο κριτικός έχει καταλάβει λάθος κάποιο πράγμα, και σου ασκούν κριτική επειδή το έχει παρερμηνεύσει. Και θυμώνεις και είναι σαν να λες: «Γκρρρ… Στο βιβλίο είναι σαφές αυτό το γεγονός, αλλά εσύ το διάβασες λάθος». Γιατί να μπαίνεις λοιπόν σε τέτοιους μπελάδες;

Μη νομίζεις ότι σε βάζω στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή με αυτή την ερώτηση. Αλλά γιατί σε απασχολούν τόσο πολύ τέτοια πράγματα;

[Σηκώνεται όρθιος.]

Πας στο ντιβάνι;

Όχι, όχι. [Μου φέρνει ένα ποτήρι νερό.]

Γιατί σε απασχολούν τόσο πολύ λοιπόν;

Κοίτα, δε νομίζω ότι απασχολούν μόνο εμένα.

Πιστεύεις ότι εσύ είσαι πιο ειλικρινής ως προς αυτό;

9789604968558

Δεν ξέρω. Μια από τις πιο φημισμένες ατάκες του Ντένις Χάστερτ είναι: «Δεν κάνω βούκινο τη σεμνότητά μου».

Εντάξει. Ωραία.

Μπορείς να χαθείς μέσα σ’ αυτή την ατάκα και να σου πάρει κάμποσα λεπτά ώσπου να βγεις από τον λαβύρινθό της.

Αυτό κάνω τώρα.

Δεν ξέρω καθόλου πόσο σεμνός και ταπεινός είμαι.

Στον Τζόναθαν Γκαλάσι, καιρό τώρα επιμελητή μου, αρέσει να λέει [βαθαίνει τη φωνή του]: «Οι συγγραφείς δεν ξεχνούν ποτέ μια προσβολή». Νομίζω πως έχει καθολική ισχύ. Ποτέ δεν ξεχνάμε μια προσβολή. Οι συγγραφείς είναι απίστευτα ζηλιάρηδες. Και, ναι, είναι αλήθεια, δεν ξεχνούν ποτέ μα ποτέ μια προσβολή.

Υπάρχουν συγγραφείς που ζηλεύεις;

Δεν αισθάνομαι τόσο πολλή ζήλια τώρα που έχω κατασταλάξει στο ποιος είμαι.

Αλλά στο καρικατουρίστικο σύμπαν της φαντασίας του συγγραφέα, κάθε δύο χρόνια, κάθε τρία, τέσσερα, πέντε χρόνια, όλο το έθνος θα έπρεπε να αφήνει κατά μέρος ό,τι κάνει και να εστιάζει την προσοχή του επί μήνες ολόκληρους στο καινούργιο βιβλίο του συγγραφέα. Και θα έπρεπε να παρουσιάζουν παντού το βιβλίο και να γεμίζουν ασφυκτικά όλες οι αίθουσες, για να ακούσουν οι πάντες τι έχει γράψει ο συγγραφέας, και το βιβλίο να μένει στην κορυφή των ευπώλητων για χρόνια ολόκληρα, και μετά να ησυχάζουν όλα, ώσπου να βγει το επόμενο βιβλίο του συγγραφέα. Οπότε, όσο καλά κι αν τα πηγαίνεις, αν δεν έχεις νέο βιβλίο στην κυκλοφορία και βλέπεις να κερδίζει κάποιος άλλος την προσοχή, υπάρχει ένα μικρό κομμάτι μέσα σου που λέει: «Μα γιατί κάθονται και ασχολούνται με αυτό τον άνθρωπο; Δεν έχουν διαβάσει οι πάντες το δικό μου βιβλίο;» Είναι τρελό, είναι τελείως τρελό, παραφροσύνη σκέτη είναι, αλλά αυτό θέλει κρυφά μέσα του ο συγγραφέας.

Είμαι σίγουρος ότι αυτό ισχύει και σε άλλα επαγγέλματα.

Ναι, αλλά στους συγγραφείς κατά κύριο λόγο. Ο συγγραφέας το αισθάνεται ιδιαίτερα επειδή δουλεύει στο κενό. Δεν έχει καν ένα εργαλείο. Αυτό είναι όλο κι όλο ‒ το μικρό «εγώ» σου είναι στους δρόμους εκεί έξω, απροστάτευτο, δεν έχεις έναν ντράμερ ή έναν μπασίστα να σε καλύπτει. Θα μπορούσες να επιλέξεις οποιεσδήποτε λέξεις με οποιαδήποτε σειρά ‒ δεν υπάρχουν κανόνες ως προς αυτό. Οπότε ό,τι βγαίνει εκεί έξω έχει το όνομά σου πάνω του, είναι απόλυτα δημιουργημένο από εσένα. Αποτελεί μια έκφραση αυτού που είσαι. Και γι’ αυτό πιστεύω ότι το «εγώ» του συγγραφέα είναι τρομερά εκτεθειμένο στα σκαμπανεβάσματα της πραγματικότητας.

Πώς ισορροπείς το ότι δε θέλεις να ακούς επικρίσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με το ότι θέλεις να παρεμβαίνεις δημοσίως σχετικά με θέματα που έχουν να κάνουν με το διαδίκτυο και τη δημοκρατία; Δεν πρέπει να καταπιάνεσαι με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να καταλάβεις πώς λειτουργούν;

[Σιωπή.]

Επειδή υποθέτω ότι δεν περνάς τη μέρα σου στο Twitter 

Όχι, δεν περνάω τη μέρα μου στο Twitter. Αυτά που σκέφτομαι τα αντλώ από την πείρα μου ως μυθιστοριογράφος, που μου λέει πως είναι καλύτερο να μην ξέρω υπερβολικά πολλά για κάτι. Μπες εκεί, πάρε μια μικρή ιδέα, ακολούθησε τη διαίσθησή σου: τι σου λέει το ένστικτό σου γι’ αυτό που παρατηρείς; Και μετά βγες και σκέψου αληθινά γι’ αυτό και χρησιμοποίησε τη φαντασία σου. Οπότε, ξέρεις, η διαμαρτυρία μου για τη Σίλικον Βάλεϊ απορρέει από το ζωώδες ένστικτο που μου λέει πως αυτού του είδους η τεχνολογία δε φαίνεται να έχει απελευθερώσει τους ανθρώπους. Φαίνεται πως οι άνθρωποι περιφέρονται υποδουλωμένοι πια στα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνά τους. Και μόνο από τις συμπεριφορές που βλέπεις αυτό καταλαβαίνεις μεμιάς.

«Πιστεύω πως είναι στ’ αλήθεια επικίνδυνο αν είσαι λευκός Αμερικανός με ελεύθερο πνεύμα να θεωρείς ότι οι καλές σου προθέσεις αρκούν για να δημιουργήσεις ένα έργο σχετικά με τη μαύρη Αμερική».

Και άλλωστε πήγα σ’ ένα πανεπιστήμιο όπου δέσποζε το ελεύθερο πνεύμα σχετικά με τα γράμματα και τις τέχνες και σε αντάμειβαν όταν μιλούσες εμπεριστατωμένα για πράγματα που διάβασες στα πεταχτά μόλις την παραμονή των εξετάσεων. Αλλά ως μυθιστοριογράφος, μπορείς να βγάλεις πολλά και σημαντικά από τα μικροπράγματα, αν τα δεις με αληθινά μεγάλη προσοχή. Μια εμπειρία που την εξετάζεις εντατικά μπορεί να πει πολλά σ’ έναν συγγραφέα.

Δεν υπάρχει κάποια αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό και σε ό,τι είπες νωρίτερα για το ότι δε θεωρείς ότι μπορείς να γράψεις για το φυλετικό λόγω έλλειψης εμπειρίας;

Όχι. Αυτό είχε να κάνει με την αγάπη. Ναι, είχε να κάνει με την αγάπη. Πιστεύω πως είναι στ’ αλήθεια επικίνδυνο αν είσαι λευκός Αμερικανός με ελεύθερο πνεύμα να θεωρείς ότι οι καλές σου προθέσεις αρκούν για να δημιουργήσεις ένα έργο σχετικά με τη μαύρη Αμερική. Είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός ως προς αυτό. Το έχω σκεφτεί καλά ‒ ξέρεις, το φυλετικό είναι πολύ μεγάλο ζήτημα στην Αμερική.

Έχεις σκεφτεί ποτέ να γράψεις ένα μικρότερο βιβλίο ή ένα βιβλίο με διηγήματα;

Όλα τα μυθιστορήματά μου έχουν το ίδιο μέγεθος, περίπου 530-540 σελίδες. Αυτό είναι το μέγεθός μου. Η Νελ Ζινκ δεν παύει να μου ζητάει επίμονα να γράψω κάτι σαν το Ίθαν Φρομ μυθιστόρημα της Ίντιθ Γουόρτον μόλις 200 σελίδων‒ που θα το διδάσκουν στα γυμνάσια και στα λύκεια ώστε να εξασφαλιστούν μεγάλα ποσά τα οποία θα δωριστούν σε συλλόγους προστασίας πτηνών.

Για να επιστρέψουμε στον Τραμπ. Ο Τζορτζ Σάντερς έγραψε ένα κείμενο στο New Yorker όπου καυτηρίασε αγρίως τις ομιλίες του Τραμπ…

Πολύ δυνατό κείμενο.

Θα σε ενδιέφερε να αναθέσουν σε εσένα αυτό το κείμενο;

Ήταν ό,τι έπρεπε για τον Τζορτζ. Πολύ δυνατό κείμενο, σπουδαίο. Είχα δοκιμάσει ένα καλοκαίρι να δουλέψω ανταποκριτής του New Yorker στην Ουάσινγκτον.

Τότε έγραψες για τον Χάστερτ;

Ναι, το κείμενό μου για τον Ντένις Χάστερτ.

Δεν ήταν καλή εμπειρία για εμένα το να είμαι στην Ουάσινγκτον. Ο Σάντερς έγραψε προφανώς διαφορετικού είδους κείμενο, ένα κείμενο όπου η απίστευτη αλληλεγγύη του ‒και η υποστήριξή του‒ προς τους τρομερά χαμηλόμισθους Αμερικανούς στάθηκε πολύτιμη γι’ αυτόν. Ήταν τέλειο. Αλλά εμένα με μπερδεύουν πολύ τα πολιτικά εντέλει. Και βρήκα τρομερά πληκτική την Ουάσινγκτον.

Θέλεις να πεις ότι δε θα αισθανόσουν την ίδια συμπάθεια και αλληλεγγύη προς τους χαμηλόμισθους;

Ο Σάντερς ήταν καλύτερος από εμένα στο να πιάσει κουβέντα με έναν οπαδό του Τραμπ. Εγώ θα ένιωθα άβολα. Ο Τζορτζ μπορεί να το κάνει με μια ειλικρίνεια που εγώ δε νομίζω ότι θα μπορούσα να επιδείξω. Δεν ξέρω. Εργάζομαι καλύτερα στο εξωτερικό, επειδή εκεί δεν έχουν προκαταλήψεις σχετικά με το ποιος είμαι και δε με κρίνουν από τα γυαλιά μου και τα ρούχα μου…

Τι πιστεύεις ότι σκέφτονται οι άλλοι για εσένα κρίνοντας από τα γυαλιά σου και τα ρούχα σου

… ή από τον τρόπο με τον οποίο μιλάω.

Ίσως έχει να κάνει με την εκφορά του λόγου. Τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνω κι εκφέρω τα φωνήεντα και τα σύμφωνα. Τον τρόπο με τον οποίο εκφράζομαι.

Εκφράζεσαι με μεγάλη ακρίβεια.

Σύμφωνοι. Αυτό δεν τρομάζει αν μιλάω μέσω διερμηνέα, οπότε στο εξωτερικό δεν αποτελεί πρόβλημα. Απλώς αρχίζω και μιλάω στον κόσμο. Εδώ είναι λίγο διαφορετικά.

Δείχνεις να έχεις φιλελεύθερες ιδέες…

Όντως. Είμαι δημοκρατικός με ελεύθερο πνεύμα.

Θα ξέρεις σίγουρα ότι πολλοί θεωρούν πως είσαι ένας λευκός ο οποίος γράφει γι’ αυτά που νοιάζουν τους λευκούς.

Και, παρ’ όλα αυτά, σε κάποιους αρέσουν αυτά που γράφω. Και άλλωστε δε γίνεται να αρέσεις σε όλο τον κόσμο. Θα πρέπει να ανησυχείς αν αρέσεις σε όλο τον κόσμο. Γράφω για εκείνους στους οποίους αρέσουν αυτά που γράφω.

Πώς θα χαρακτήριζες τα βιβλία που γράφεις;

Πάντως πολιτικά μυθιστορήματα δεν είναι, σίγουρα πράγματα.

Αλήθεια πιστεύεις ότι δεν είναι πολιτικά τα βιβλία σου; Δεν είναι σαν το «Advice and Consent» του Άλεν Στούαρτ Ντρούρι, σίγουρα. Αλλά είναι πολιτικά. Δεν είναι;

Λαμβάνουν υπόψη τις πολιτικές καταστάσεις, αλλά δεν υποστηρίζουν καμία συγκεκριμένη πολιτική γραμμή. Και δεν απαιτούν να ξέρεις την πολιτική τοποθέτηση του συγγραφέα τους για να τα εκτιμήσεις.

Ποιο είναι το καθημερινό πρόγραμμά σου όταν γράφεις τα βιβλία σου;

Ω, σπάνια, πολύ σπάνια έχω πρόγραμμα όταν γράφω. [Γελάει.] Μακάρι να έγραφα όλη τη ώρα, αλλά είναι τραγικά ελάχιστες οι μέρες όπου γράφω όλη την ώρα. Πάντως, όταν έγραφα το πιο πρόσφατο κείμενό μου, ένα κομμάτι σχετικά με την Ανταρκτική για το New Yorker, σηκωνόμουν στις 8 πρωί και προγευμάτιζα διαβάζοντας την έντυπη έκδοση των New York Times, που εξακολουθώ να παίρνω.

Και μετά έπαιρνα το αμάξι και οδηγούσα δέκα λεπτά, ώσπου να φτάσω στο γραφείο μου στην πανεπιστημιούπολη. Είναι ένα μικρό, σκοτεινό, δροσερό, ήσυχο δωμάτιο, όπου εργαζόμουν υπό ιδανικές συνθήκες επί έξι ώρες και προσπαθούσα να γράψω 1.000 λέξεις και ύστερα επέστρεφα στο σπίτι και ασχολούμουν επί ένα δίωρο με την ηλεκτρονική μου αλληλογραφία. Και στη συνέχεια πήγαινα στο γυμναστήριο ή έπαιζα τένις ή έπινα κάτι. Επέστρεφε η Κάθι, που είχε πάει να δει τη μητέρα της. Δειπνούσαμε. Βλέπαμε λίγη τηλεόραση. Διαβάζαμε. Ευτυχισμένες μέρες.

Θα μπορούσε να είναι χειρότερα.

Ναι, θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα. Πληρώνομαι γι’ αυτό. Σημαντικό πράγμα.

Είπες ότι έχεις γραφείο στην πανεπιστημιούπολη. Τι διδάσκεις;

Δε διδάσκω. Δεν έχω διδάξει από το 1997.

Και τι κάνεις; Διάρρηξη στο γραφείο κάποιου άλλου;

Όχι, όχι. Πώς να το πω… Διατηρώ μια συνεργασία με ένα πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο της Σάντα Κρουζ, και κάνω κάποια πράγματα, δίνω διαλέξεις.

Δύο ώρες ασχολείσαι με την ηλεκτρονική αλληλογραφία, είπες. Ενδιαφέρον.

Είναι μάλλον πολύ, ομολογώ. Ας πούμε, μία ώρα μίνιμουμ. Είμαι επαγγελματίας, κατ’ αρχάς, και υπάρχει επαγγελματική ηλεκτρονική αλληλογραφία, πολλές προτάσεις για να κάνω κάποια πράγματα, και δεν έχω κανέναν που να μου βρει έναν ωραίο, ευγενικό τρόπο να λέω όχι. Οπότε πρέπει να το κάνω κι αυτό. Και είναι κουραστικό. Ενδεχομένως να σου ζητούν να κάνεις και τρία πράγματα τη μέρα κι εσύ να μην μπορείς να κάνεις κανένα από αυτά, αλλά θέλεις να είσαι ευγενικός με τον άνθρωπο που σου τα ζητάει.

Ήσουν ευγενικός μαζί μου όλες εκείνες τις φορές προτού συμφωνήσεις να κάνουμε τη συνέντευξη.

Ωραία, χαίρομαι που το θυμάσαι. Και γράφω ο ίδιος την ηλεκτρονική αλληλογραφία, δεν έχω κάποιον βοηθό να τη διεκπεραιώνει, να το ξέρεις. Απαντάω λοιπόν σ’ ένα δυο τέτοια αιτήματα. Και μετά είναι και η αλληλογραφία με τους ατζέντηδες. Και τώρα πρόσφατα από μια πρόταση για την τηλεόραση. Και η αλληλογραφία με τους φίλους. Μπορεί να μην είναι πολύ εκτεταμένα μηνύματα πάντως. Ένας από τους λόγους για τους οποίους καταπιάνομαι με αυτό είναι πως αν απαντάς πολύ γρήγορα, δεν είναι ανάγκη να γράφεις εκτεταμένα μέιλ, ενώ αν καθυστερήσεις μια δυο εβδομάδες, αισθάνεσαι πως είσαι υποχρεωμένος να απαντήσεις κάπως πιο εκτενώς. Αν το αφήσεις, νιώθεις πραγματικά την ανάγκη να γράψεις ολόκληρη επιστολή.

Είπες κάτι για την τηλεόραση. Θα γίνει σειρά κάποιο βιβλίο σου;

Όπως λένε και στα αστυνομικά φιλμ: «Δε θα μιλήσω παρά μόνο παρουσία του δικηγόρου μου». [Γέλια.] Πάντως, ναι, κάτι θα γίνει.

9789604967827

Πήρα συνέντευξη από την Τζούμπα Λαχίρι εδώ και κάμποσα χρόνια για την ταινία που έγινε με βάση το μυθιστόρημά της, τη «Συνωνυμία», και μου είπε, ουσιαστικά, ότι η Μίρα Ναΐρ το έκανε. «Ήταν η δική της “Συνωνυμία”».

Η αλήθεια είναι πως όλες οι απόπειρες να διασκευαστούν οι Διορθώσεις ματαιώθηκαν, αν εξαιρέσουμε μια ραδιοφωνική διασκευή σε δώδεκα μέρη για το BBC. Πιστεύω πως αυτό ήταν όλο κι όλο που μπορούσαν να κατορθώσουν από ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Ματαιώθηκε ακόμα και η προσπάθεια μιας ομάδας, στην οποία μάλιστα συμμετείχα, να γίνει από τις Διορθώσεις μια τηλεοπτική σειρά για την HBO, που θα προβαλλόταν επί τέσσερα χρόνια, ένα εγχείρημα το οποίο είχαμε συλλάβει και σχεδιάσει με πραγματικά απόλυτη ανεπάρκεια. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι άντλησα ‒δε θα πω διεστραμμένη ικανοποίηση ‒αλλά, ναι, άντλησα καθαρή ικανοποίηση από το γεγονός ότι το βιβλίο νίκησε κάθε προσπάθεια να διασκευαστεί. Ήταν σαν να είπα μέσα μου: «Ναι! Επειδή είναι μυθιστόρημα. Τα μυθιστορήματα είναι μυθιστορήματα, τελεία και παύλα».

Το ίδιο και ο «Νονός».

Ναι. Σωστά. Οι Διορθώσεις έχουν λιγότερο άμεση ιστορία, είναι δομημένες με διαφορετικό τρόπο. Ναι, έτσι ‒ ήταν βιβλίο δομημένο με διαφορετικό τρόπο. Κι ένιωσα τελικά μεγάλη ανακούφιση που δεν εγκρίθηκε η σειρά μετά τον πιλότο που έγινε, καθώς αισθάνθηκα πως είχα ξεμπερδέψει πια με αυτό το πράγμα.

Τέλος πάντων, τώρα έχω εμπλακεί και πάλι με μια διασκευή για τη μικρή οθόνη ως διευθυντής παραγωγής και σύμβουλος κι έχει να κάνει με το μυθιστόρημα Αγνή. Το διασκευάζω με μερικούς ακόμα συνεργάτες, ανάμεσά τους και ο Τοντ Φιλντ, που είναι ταλαντούχος κι έχει καλές ιδέες, και είμαι ενθουσιασμένος με το θέμα. Δε νιώθω το ίδιο βάρος που ένιωθα όταν διασκευάζαμε τις Διορθώσεις. Πιστεύω πως έχει να κάνει με τη χρονική συγκυρία. Δεν έχω βιβλίο στα σκαριά μετά την Αγνή. Είναι φρέσκο ακόμη αυτό το μυθιστόρημα. Ήδη πριν από δεκαπέντε μήνες το έγραφα ακόμη αυτό το μυθιστόρημα. Η πληγή εξακολουθεί να είναι ανοιχτή, όπως λέμε, κι έτσι δε μου είναι καθόλου οδυνηρό να δουλέψω πάνω σ’ αυτό.

Η «Αγνή» φαίνεται να είναι επίσης πιο εύκολο να διασκευαστεί.

Το πρόσεξες. Και ο Τοντ το πρόσεξε.

Τι βλέπεις στην τηλεόραση; Είμαι βέβαιος ότι έχεις ακούσει αυτό που λέγεται ευρέως, ότι δηλαδή οι τηλεοπτικές σειρές είναι το νέο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Βλέπεις πολλή τηλεόραση αυτό τον καιρό;

Ναι, και το τονίζω. Τόσο ώστε υποχρεώθηκα να επαναπροσδιορίσω τον ορισμό μου για το μυθιστόρημα, έτσι που να περιλαμβάνει και τις τηλεοπτικές σειρές της καλωδιακής τηλεόρασης, επειδή είναι εντυπωσιακό το πώς ξαναπιάνουν το μυθιστόρημα με συνέχειες όπως το υπηρέτησαν ο Ντίκενς και ο Ντοστογέφσκι. Όλοι εκείνοι οι μυθιστοριογράφοι έγραφαν σε συνέχειες. Το κοινωνικό μυθιστόρημα πέθανε στα χέρια του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Ωστόσο, υπάρχουν οι απολαύσεις και ικανοποιήσεις που είχε προσφέρει το κοινωνικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Έχουν γεννηθεί άνθρωποι μετά τον θάνατο αυτής της λογοτεχνικής μορφής, αλλά υπάρχει ακόμα, πιστεύω, μια φυσική πείνα και δίψα γι’ αυτήν.

Ποιες είναι οι αγαπημένες σου σειρές;

Ίσως φανεί λίγο παράξενο, αλλά αρχίσαμε ήδη να βλέπουμε τον τρίτο κύκλο του Silicon Valley. Είδαμε δύο επεισόδια και μας άρεσε τόσο πολύ και δε θυμόμαστε κάθε λεπτομέρεια και πώς έφτασε εκεί η πλοκή, κι έτσι είμαστε έτοιμοι να ξαναδούμε τους δύο πρώτους κύκλους.

Τι διαβάζεις αυτό τον καιρό; Σύγχρονη λογοτεχνία ή κάτι παλιότερο;

Και τα δύο. Έχω διαβάσει πολλούς κλασικούς, αλλά θα τους ξαναδιαβάσω. Ήταν θαυμάσια η στιγμή πριν από ενάμιση χρόνο όταν συνειδητοποίησα πως είχα απορρίψει τον Τόμας Χάρντι επειδή είχα μια τραυματική εμπειρία όταν ήμουν πρωτοετής και διδασκόμασταν το μυθιστόρημα Τζουντ ο αφανής. Πιστεύω τώρα πως ο Χάρντι ήταν από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών στην αγγλόφωνη λογοτεχνία.

Τι λες για τα σύγχρονα μυθιστορήματα;

Πάντα αναζητώ τα καλά. Αυτό που απόλαυσα και θαύμασα πριν από μερικούς μήνες είναι ένα του Τόνι Τιουλαδιμιούτ και ντρέπομαι κάπως, αλλά δεν ξέρω αν προφέρω σωστά το όνομά του. Είναι ένα βιβλίο με τίτλο Private Citizens. Γράφει τόσο λαμπρά, που το παρακάνει καμιά φορά. Αλλά είναι δυνατό βιβλίο, αληθινό. Μεγάλο ταλέντο. Με ενθουσίασε πραγματικά. Τώρα διαβάζω το μυθιστόρημα Wreck and Order, της Χάνα Τέναντ-Μουρ. Έχω διαβάσει περίπου το ένα τρίτο. Πολύ καλό.

Καταπιάνεσαι με την ποπ κουλτούρα; Πιστεύεις ότι πρέπει να καταπιάνεσαι εφόσον γράφεις μεγάλα βιβλία για την Αμερική;

Όχι. Είμαι τεμπέλης. Δε μου αρέσει να κάνω έρευνα για τα βιβλία μου. Καμιά φορά βάζω το πιστόλι στον κρόταφο και πιέζομαι να κάνω έρευνα όταν δεν ξέρω το παραμικρό για κάποιο θέμα, αλλά δε μου αρέσει η ιδέα να καταπιάνομαι με διάφορα πράγματα απλώς για να αποκομίσω εντυπώσεις ‒ κατσαδιάζω τον εαυτό μου λέγοντάς του ότι δεν είμαι αληθινός μυθιστοριογράφος, επειδή δεν παίρνω τους δρόμους με ένα σημειωματάριο στο χέρι για να μαζέψω εντυπώσεις. Δεν μπλέκω σε δύσκολες καταστάσεις για να συγκεντρώσω υλικό.

Κοίτα, η μόνη ποπ κουλτούρα που καταναλώνω είναι αυτή που απολαμβάνω. Ξέρω πολλά για το πρωτάθλημα του φούτμπολ, καθώς εξακολουθώ, όσο κι αν είναι λυπηρή η εκμυστήρευση αυτή, να παρακολουθώ τα ματς και να μου αρέσει πολύ! [Γελάει.]

Το φούτμπολ είναι μεγαλείο στην τηλεόραση και…

Ναι, μεγαλείο! Τα πάντα. Οι κανόνες, ο διαιτητής, όλα. Πολύ όμορφο είναι. Ξέρω κάμποσα και για το μπέιζμπολ. Κι έχω μια εμπεριστατωμένη γνώση για μερικά ροκ συγκροτήματα, ξέρεις, τα οποία έτυχε να γνωρίσω σε βάθος κάποια περίοδο που είχα ανάγκη για μουσική.

«Περνάω τόσο πολλή ώρα συζητώντας με τα πουλιά, κι αυτό περιορίζει χρονικά την απασχόλησή μου με την ποπ κουλτούρα».

Έχω διανύσει πια τα δύο τρία του δρόμου της ζωής μου. Υπάρχουν ολόκληρα είδη μουσικής για τα οποία δε θα μάθω ποτέ τίποτα. Και λοιπόν; Πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν τα είδη μουσικής που μου αρέσουν. Αναφέρω σε κάποια συζήτηση το συγκρότημα Wussy, και με κοιτάζουν με απλανές βλέμμα. Ακόμα κι όταν αναφέρω τους Mekons, πάλι έτσι με κοιτάζουν.

Και τώρα, έτσι σε κοιτάζω κι εγώ.

Είδες; Ακριβώς. Κάποιοι δεν ξέρουν αυτά τα συγκροτήματα, κι εγώ δεν ξέρω εκείνα που ακούνε αυτοί, και δεν τρέχει τίποτα. Τα υπόλοιπα έρχονται μέσα από φίλτρα, και τα δικά μου φίλτρα είναι το New Yorker και οι New York Times. Και περνάω τόσο πολλή ώρα συζητώντας με τα πουλιά, κι αυτό περιορίζει χρονικά την απασχόλησή μου με την ποπ κουλτούρα.

Για να γυρίσουμε στην κριτική και στις επικρίσεις. Το να δέχεσαι επικρίσεις είναι κι αυτό μέρος του να είσαι διάσημος. Σωστά;

Πολλοί που δεν είναι διάσημοι υφίστανται επικρίσεις και προσβολές καθημερινά.

Αλήθεια είναι. Αλλά δε συμβαίνει αυτό χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει.

Για να ξαναθυμηθώ τα αστυνομικά φιλμ: «Διαβάστε του τα δικαιώματά του και πείτε του ότι δεν υπάρχει αυτό που λένε “διάσημος συγγραφέας”».

Πόσο και πώς σου άλλαξε τη ζωή το να είσαι διάσημος;

Είπαμε, δεν υπάρχει συγγραφέας που να είναι διασημότητα.

Ναι, εντάξει. Δεν είσαι ο Τζορτζ Κλούνεϊ. Δε λέω πως είναι το ίδιο.

Και βέβαια δεν είναι το ίδιο. Ο Τζορτζ Κλούνεϊ δεν μπορεί να πάρει το λεωφορείο στη Νέα Υόρκη. Οι δυνατότητες να ζεις ως άνθρωπος μέσα στον κόσμο είναι περιορισμένες αν είσαι πραγματικά διάσημος. Δεν μπορείς να ξεμυτίσεις χωρίς σωματοφύλακα.

Ο δικός σου πάντως με άφησε να μπω.

Ναι, έχω πολλούς. Τους είπα να φύγουν όταν σε είδα.

Μου στέλνουν τα νέα τους κάποιοι άνθρωποι που ήξερα από τα παιδικά μου χρόνια, περισσότεροι απ’ ό,τι αν δεν είχα γίνει κάπως γνωστός. Φυσικά, αν έμπαινα στο Facebook, θα μου έστελναν τα νέα τους πολύ περισσότεροι.

Δεν έχεις μπει στο Facebook;

Όχι, όχι. Απλώς δεν καταλαβαίνω πού θα έβρισκα τέσσερις ολόκληρες ώρες για να τις τρώω στο Facebook! [Γελάει.] Αλλά όχι, δε θέλω να είμαι χλευαστικός με το Facebook. Δεν είμαι υποχρεωμένος επαγγελματικά να είμαι στο Facebook. [Με σαρκαστική φωνή:] Ξέρω πως είναι προνόμιο το γεγονός ότι ο εκδότης μου δε με πιέζει να προωθώ τη δουλειά μου μέσα από το Facebook.

Προσπαθώ τώρα να πάρω στα σοβαρά την ερώτησή σου περί διασημότητας.

Λοιπόν, ήμουν στην Αυστραλία. Είναι μια ιστορία για το σινάφι και τους μυημένους αυτό που σου λέω. Τέλος πάντων, η κυβέρνηση εκεί έχει μια επιτροπή οικονομικής πολιτικής που θέλει να αφήσει άνευ προστασίας τους Αυστραλούς βιβλιοπώλες, εκδότες και συγγραφείς, ενώ σε πολλές χώρες που ασκούν πολιτικές ελεύθερης αγοράς, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείας και το Ηνωμένο Βασίλειο, εξακολουθούν να προστατεύουν τους συγγραφείς, τους εκδότες και τους βιβλιοπώλες τους. Με είχαν καλέσει και παρευρέθηκα σε μια ετήσια εκδήλωση του συλλόγου βιβλιοπωλών κι έδωσα ένα βραβείο σε κάποιον. Και εκφώνησα ένα λογύδριο και είπα πως ακόμα και στην Αμερική δεν αγαπάμε την ελεύθερη αγορά τόσο βλακωδώς ώστε να μην προστατεύουμε τους εκδότες μας. Αυτό όλο κι όλο είπα. Και προκάλεσε κάμποσες θετικές συζητήσεις. Δε θα συνέβαινε αυτό, το να προκληθούν τόσες συζητήσεις, αν δεν ήμουν ένας γνωστός Αμερικανός συγγραφέας που επισκεπτόταν τη χώρα. Ήταν λες κι έδωσα τελετουργικά κάποια οδηγία, κάποια εντολή. Και υπάρχουν κάποιες ευκαιρίες να βγεις να μιλήσεις ανοιχτά για κάτι και να επηρεάσεις επειδή είσαι γνωστός.

Αισθάνεσαι πάντως ότι σου φέρονται διαφορετικά οι άλλοι;

Δεν αμφιβάλλω πως ορισμένοι μού φέρονται διαφορετικά. Και είναι πιθανό να γίνεις λίγο παρανοϊκός με αυτό: «Δε με συμπαθούν». Ή: «Με συμπαθούν για τα παιχνίδια μου». «Με συμπαθούν επειδή μένω στο μεγάλο σπίτι των γονιών μου». Ξέρεις, όλες αυτές οι παρανοϊκές φαντασιώσεις που τις βλέπεις πολύ ωραία σ’ εκείνη την ταινία με τον Στιβ Καρέλ, Wolfcatcher. Όχι. Πώς τη λένε…

Foxcatcher, ναι, σε ευχαριστώ ‒ σπουδαία ταινία για την εξουσία που ασκεί ο πλούτος, εν προκειμένω, και που απομονώνει τον κόσμο. Ο πλούτος και η διασημότητα λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο, ώστε να σε κάνουν να μην εμπιστεύεσαι τους άλλους και να μην ξέρεις αν συμπαθούν εσένα τον ίδιο ή αυτό που αντιπροσωπεύεις.

Αναρωτιέμαι το ίδιο σχετικά με τον Τραμπ και το κατά πόσο τον έχουν επηρεάσει ο πλούτος και η διασημότητα. Πιστεύω ότι μπορεί να είναι ψυχικά διαταραγμένος.

Ναι, κι αυτό είναι κακό προμήνυμα. Αν εκλεγεί πρόεδρος, θα επιδεινωθεί το πράγμα, αυτή η ιδιαίτερη ψυχική διαταραχή.

Είπες νωρίτερα ότι θα έδειχνες γενναιότητα και δε θα φοβόσουν να βγεις και να μιλήσεις ανοιχτά αν επικρατούσε ο φασισμός και άρχιζαν να φυλακίζουν δημοσιογράφους ‒ μπορεί λοιπόν να σου δοθεί η ευκαιρία.

Ναι, ακριβώς. Ακριβώς. Γι’ αυτό και αντιπαθώ το να πηγαίνω σε προεκλογικές συγκεντρώσεις. Αλλά ας ολοκληρώσω την προηγούμενη σκέψη μου: [Παρατεταμένη σιωπή ‒ τριάντα δευτερολέπτων.] Οι φίλοι μου εξακολουθούν να είναι φίλοι μου, και οι πιο πολλοί είναι φίλοι μου τόσο πολύ καιρό, ώστε ξέρω πως από παλιά με συμπαθούσαν γι’ αυτό που είμαι, και, ναι, το καταλαβαίνεις πολύ εύκολα αν κάποιος είναι φιλικός γι’ αυτό που αντιπροσωπεύεις ή γι’ αυτό που είσαι πραγματικά. Μερικές φορές το ανέχομαι το να είναι φιλικοί γι’ αυτό που αντιπροσωπεύω. Αλλά κυρίως περιβάλλομαι από πολλούς αληθινούς φίλους. Και ζω με μια γυναίκα που της άρεσα από τότε που δεν είχα τίποτα.

Και τώρα μπορούμε να μιλήσουμε για τα πτηνά.

Ναι, αμέ! [Γελάει.] Τι θα ήθελες να μάθεις;

Συνέντευξη του Τζόναθαν Φράνζεν στον Άιζακ Στίνερ
αναδημοσίευση από slate.com
Share Button

The Author

Η ομάδα των Εκδόσεων Ψυχογιός

Όταν κλείνει ένα βιβλίο, ανοίγει ένας κύκλος επικοινωνίας. Ζήστε την εμπειρία. Εσείς κι εμείς πάντα σ' επαφή!