Το καλοκαίρι του ’69 είναι ίσως και το πιο διάσημο καλοκαίρι στη σύγχρονη ιστορία.
«Was the summer of ’69… / Oh, when I look back now / That summer seemed to last forever / And if I had the choice / Yeah, I’d always wanna be there / Those were the best days of my life», τραγουδάει ο Μπράιαν Άνταμς για εκείνο το καλοκαίρι και οι Χίπις ανά τον κόσμο συμφωνούν απόλυτα, και κάθε χρόνο τον Ιούλιο συρρέουν κατά χιλιάδες στην παραλία των Ματάλων της Κρήτης για να το ξαναζήσουν.
Καμία ιστορία, όσο αυτή των παιδιών των λουλουδιών που έζησαν στα Μάταλα της Κρήτης, δε με έχει κάνει να ονειρευτώ τόσο πολύ και να ζητήσω με όλη μου τη δύναμη μία χρονομηχανή να ταξιδέψω εκεί. Σαν αυτό το μέρος, άλλο δεν υπάρχει. Στην αρχή του βιβλίου, ο πρωταγωνιστής, ο Χάρι, ηλικιωμένος πια αναρωτιέται: «Γιατί να πάει κάποιος αλλού αν μπορεί να πάει εκεί;»
Έτσι σκέφτηκαν και τα παιδιά των λουλουδιών από όλο τον κόσμο το 1965 και άρχισαν να επισκέπτονται αυτόν τον Παράδεισο επί γης και, στη συνέχεια, έμειναν εκεί για χρόνια, στις σεληνιακές σπηλιές, τις λαξευμένες μέσα στον βράχο στην παραλία. Σύντομα, τα Μάταλα με τα χρόνια γίνονται διάσημα και όλο και περισσότεροι νέοι καταφθάνουν. Ανάμεσά τους και σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Μπομπ Ντύλαν, η Τζόνι Μίτσελ, ζωγράφοι, επιστήμονες, φιλόσοφοι και πολλοί άλλοι. Οι Χίπις δε βρίσκουν απλώς καταφύγιο στα Μάταλα για τις ιδέες τους, αλλά ζούνε εκεί. Δημιουργούν μία ολόκληρη κοινωνία, ενσωματώνονται κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες με τους ντόπιους. Κι εκεί ξεκινάει σαν πολύχρωμο γαϊτανάκι μια ολόκληρη ζωή και εποχή με ιστορίες και γεγονότα, το ένα πιο εντυπωσιακό και πιο ακραίο από το άλλο.
Την ημέρα που γνώρισα τα Μάταλα μέσα από ένα ντοκιμαντέρ, ψυχανεμίστηκα αμέσως πως σε αυτή την κοινωνία θα ζούσα και εγώ. Και έτσι έγινε. Με τον τρόπο που ζουν οι συγγραφείς, στη φαντασία τους, πέρασα πολλά χρόνια, κάνοντας έρευνα και γνωρίζοντας από κοντά όλη αυτή την εποχή στο συγκεκριμένο μέρος, για την οποία ελάχιστες καταγραφές υπάρχουν.
Πραγματικές ιστορίες και πρόσωπα, όπως συμβαίνει πάντα στα βιβλία μου, μπλέχτηκαν με μυθοπλασία για να βρει ένα μέρος να μείνει και να διηγηθεί την περίεργη ιστορία της το Κορίτσι με το Σαλιγκάρι. Η Υπατία, Πάτυ για τους Χίπις.
Φεγγάρι, το πιο τεράστιο που έχω δει στη ζωή μου, φωτιές στην άμμο, χρώματα, μυστικά και κιθάρες. Αθωότητα, αγάπη, τα παιδιά των λουλουδιών και όλη η νοοτροπία τους, τα χωριά της Κρήτης του ’70 που είναι ανεπανάληπτα, όλα αυτά, δημιούργησαν για μένα το πιο δροσερό θρίλερ που έχω γράψει. Και αν ακούγεται οξύμωρο, ίσως δεν είναι. Η λέξη θρίλερ σημαίνει στην κυριολεξία: «a very exciting context or experience, usually designed to hold the interest by the use of a high degree of intrigue, adventure, suspense and crime». Και όλα αυτά, λέξη προς λέξη, είναι το μείγμα αυτού του βιβλίου.
Αυτό είναι το κορίτσι με το σαλιγκάρι. Ό,τι ακριβώς ήταν και η ζωή των Χίπις και το καλοκαίρι του ’69. Προσωπικά δεν ήθελα να τελειώσει. Ούτε όταν το έγραφα, ούτε τώρα που αρχίζει το ταξίδι του στις βιβλιοθήκες σας.
Από όλα τα καλοκαίρια της ζωής σου, ένα δε θα το ξεχάσεις ποτέ. Από όλα τα καλοκαίρια των βιβλίων μου, ένα δε θα το ξεχάσω ποτέ.
Είναι το καλοκαίρι του ’69 στα Μάταλα, στην Κρήτη.