Ωσάν να αφορούν μια ξένη ζωή, έναν άλλον κόσμο, φάνταζαν τα στρατιωτικά και τα πολιτικά γεγονότα για τον Ροδανό. Είχε απομονωθεί στο σπίτι, με τον Κιτίν να τον υπηρετεί, και ζούσε απ’ τα έσοδα των κτημάτων στο Καστρί. Μολαταύτα εκείνη την Παρασκευή του Ιουλίου κατέβηκε στο κέντρο της Πόλης. Προτού μεταβεί στα λουτρά του Ζευξίππου, όπου σκόπευε να καταλήξει, επισκέφτηκε την Αγία Σοφία ή ναό της του Θεού Σοφίας.
Μπαίνοντας, στάθηκε και περιεργαζόταν τον μέγα θόλο, τα τέσσερα ημιθόλια, τα μεγάλα τόξα, τους κτιστούς κίονες και τις τετράγωνες Αυλές που φωτίζονταν μέσω μικρών θυρίδων. Επίσης τους πορφυρούς, ρόδινους, πράσινους, κυανούς και τόσους άλλους κίονες –εκατόν επτά συνολικά και υφαρπαγμένους από δεκάδες μέρη τον καιρό του Ιουστινιανού–, τα καμαρωτά παράθυρα στον τρούλο, τα χρυσά κι αργυρά μανουάλια και κανδήλια, καθώς και τους θολοσκέπαστους, χρυσούς και στολισμένους με ποικίλα πετράδια θρόνους του αυτοκράτορα και του Πατριάρχη.
Προκαλούσε θαυμασμό και ιερό δέος το γιγαντιαίο μέγεθος του ναού, οι αρμονικές αναλογίες, η κομψοτεχνία της όλης κατασκευής, το κάλλος και η λαμπρότητα που παρείχε το ηλιακό φως μα και οι εκατοντάδες λύχνοι, οι λαμπάδες και τα κρεμαστά πολυκάντηλα.
Πήρε να παρατηρεί και στους τοίχους, στα τρίγωνα των αψίδων και στο τέμπλο τις ψηφιδωτές και τις ζωγραφιστές εικόνες, πολλές απ’ τις οποίες είχαν επάργυρες ή χρυσές κορνίζες και άλλες ήταν πλουμισμένες με χρυσό, πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια. Εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου, των Αποστόλων, αγγέλων και αγίων.
Ο Ροδανός ανέτρεξε νοερά στην εποχή του Κωνσταντίνου Ε΄, όταν κοσμούσαν τα ίδια σημεία σταυροί και ζωγραφιές φυτών.
«Η μορφή του Χριστού δεν είναι δυνατόν ν’ αποτυπωθεί, αφού αναπαριστά μόνο την ανθρώπινη φύση Του, μήτε να αποδοθεί η πνευματική διάσταση των αγγέλων. Υπάρχει ο κίνδυνος να αναβιώσει η ειδωλολατρία προσκυνώντας τις εικόνες», έλεγαν τότε οι εικονομάχοι. Απεναντίας οι εικονολάτρες υποστήριζαν: «Οι εικόνες αποκαλύπτουν την απρόσιτη στους οφθαλμούς μας πραγματικότητα. Είδαμε τον Χριστό και μπορούμε να τον απεικονίσουμε».
Ένιωσε να τον κεντρίζει ο φθόνος και το παράπονο του ηττημένου και παραξενεύτηκε. Ανάλογες έγνοιες τις είχε κατατροπώσει η προσωπική του ήττα. Πάλευαν μέσα του οι ήττες και αφάνιζε κάθε άλλη η πιο δεινή, η πιο βαριά, αυτή που υπέστη απ’ την καταστροφή της εικόνας του.
Στον ναό προσέρχονταν αθρόα οι πιστοί να προσκυνήσουν και περιφέρονταν ελέγχοντας νεωκόροι κι ιερείς, ενώ έψελναν κάμποσες απ’ τις εκατό Άδουσες. Χωρίς να κάμει ούτε τον σταυρό του, βγήκε προς την έξοδο του Αυγουσταίου, την ευρύχωρη πλατεία ανάμεσα στο παλάτι και την Αγία Σοφία.
Ολόγυρα της εκκλησίας εκτείνονταν τα εργαστήρια των κηροπλαστών, τα κηρουλαρεία, και μοσχοβολούσε ο τόπος μελισσοκέρι. Όπως κατευθυνόταν νότια και διάβηκε πλάι τους, έπεσε η ματιά του σ’ έναν γέρο ζητιάνο. Τον προσπέρασε κι ύστερα σταμάτησε απότομα. Κάποιον του θύμιζε. Πισωπάτησε μερικά μέτρα και στάθηκε εμπρός του. Ο ίδιος, παρά τη ζέστη, είχε προσαρμόσει φαρδιά καλύπτρα στον χιτώνα του, η οποία του μισόκρυβε το πρόσωπο.