Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, η γιορτή του Πάσχα συμβόλιζε και την αναγέννηση της Ελλάδας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ακρόπολη της Αθήνας παραδόθηκε από τους Τούρκους στους Βαυαρούς στρατιώτες του Όθωνα το Μεγάλο Σάββατο του 1833. Την επόμενη μέρα γιορτάστηκε το πρώτο ελεύθερο Πάσχα.
Την περίοδο του βασιλιά Όθωνα στην Αθήνα ο κόσμος πήγαινε στη Λειτουργία της Ανάστασης τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Όλοι φορούσαν την καλή τους φορεσιά και κρατούσαν λαμπάδες και κεριά που τα άναβαν, όταν ο ιερέας έψαλλε το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.
Μια συνήθεια της εποχής ήταν να τρώνε διάφορα εδέσματα μέσα στην εκκλησία. Η Χριστιάνα Λυτ, σύζυγος του ιερέα του παλατιού, αναφέρει για το Πάσχα του 1842: Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου πήγε η κοπέλα μας πάλι στην εκκλησία και πήρε μαζί της ένα κουλούρι και δυο βαμμένα, σφιχτά αυγά που τα τσούγκρισε μετά τις δώδεκα, μόλις έγινε η Ανάσταση. Το ίδιο έκαναν όλοι και το δάπεδο της εκκλησίας έτριζε από τα κόκκινα και κίτρινα τσόφλια… Αυτό παρατήρησε και ο Γάλλος περιηγητής Εντμόντ Αμπού που ζούσε στην Αθήνα λίγο μετά το 1850. Καταγράφει ότι: Κάμποσοι πεινασμένοι φέρνουν στην εκκλησία ένα μικρό κομμάτι κρέας που θα το καταβροχθίσουν… όταν θα σημάνει μεσάνυχτα… Μετά έφευγαν για το σπίτι πριν τελειώσει η Λειτουργία. Όπως λέει η Χριστιάνα Λυτ: Μόλις ακούσουν τον παπά να ψέλνει το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ λένε: «Και τώρα σπίτι και στο αρνί». Κι όλη την υπόλοιπη νύχτα κάθονται και τρώνε μέχρι σκασμού…
Την Αναστάσιμη Λειτουργία την παρακολουθούσαν βέβαια οι βασιλείς αν και δεν ήταν ορθόδοξοι. Συνήθως πήγαιναν στον καθεδρικό ναό της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου με το υπουργικό συμβούλιο κι έμεναν μέχρι το τέλος της Λειτουργίας. Για το Πάσχα του 1845 η Χριστιάνα Λυτ αναφέρει: Η μουσική έπαιζε ένα εμβατήριο και οι βασιλείς με την ακολουθία τους ανέβηκαν στην εξέδρα μπροστά στην εκκλησία. Εκεί έπρεπε να σταθούν όσο θα διαρκούσε η Λειτουργία. Στις δώδεκα άρχισαν οι κανονιοβολισμοί για το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και όλοι άναψαν τα κεριά που κρατούσαν… Οι βασιλείς με την ακολουθία τους μπήκαν στην εκκλησία όπου θα έμεναν έως τις δύο το πρωί… Ο Εντμόντ Αμπού έζησε μια τέτοια αναστάσιμη βραδιά και καταγράφει: Όταν το ρολόι δείξει μεσάνυχτα, το κανόνι βροντά, η μουσική ξάφνου ξεκινά, όλη η πόλη φωτίζεται, τα βεγγαλικά εκρήγνυνται, και όλοι ανάβουν τη λαμπάδα που κρατούν στο χέρι. Εκείνη τη στιγμή η βασιλική Αυλή εισέρχεται στην εκκλησία. Ο καθολικός βασιλιάς και η διαμαρτυρόμενη βασίλισσα κρατούν τεράστιες λαμπάδες…
Ο ενθουσιασμός το βράδυ της Ανάστασης αλλά και την επόμενη μέρα του Πάσχα ήταν μεγάλος. Ο κόσμος γιόρταζε με ψητά αρνιά καθώς σχεδόν όλοι είχαν αυλές και κήπους, για να τα ψήνουν. Οι τρακατρούκες και οι πυροβολισμοί στον αέρα ήταν απαραίτητα στοιχεία της ημέρας. Ωστόσο, μερικές φορές αυτά είχαν δυσάρεστες συνέπειες. Η Ιουλιανή φον Πλύσκω, πρώτη Κυρία της Τιμής της Βασίλισσας Αμαλίας αναφέρει για το Πάσχα του 1850: Γιορτάστηκε με ενθουσιασμό και συγχρόνως απόλυτη αδιαφορία για τις συνέπειες της χρήσης εκρηκτικών και πυροβολισμών… Αποτέλεσμα ήταν τα πολλά θύματα… Το επόμενο έτος γράφει στο ημερολόγιό της: Το Πάσχα έγιναν όπως πάντα ατυχήματα… στο ίδιο το παλάτι έσκασε μία τρακατρούκα… Οι Αρχές της πόλης είχαν καταβάλει προσπάθειες να περιορίσουν αυτά τα φαινόμενα. Ο Εντμόντ Αμπού μάς ενημερώνει ότι δεν έριχναν πια πιστολιές στους δρόμους, αλλά μέσα από τα παράθυρα, από τις αυλές και στην ανάγκη από τις καμινάδες.
Τέλος, ένα έθιμο της εποχής του Όθωνα που υπάρχει ακόμη και σήμερα σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας ήταν το «κάψιμο του Ιούδα». Στην Αθήνα γινόταν το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα έξω από τις εκκλησίες. Και είτε κρεμούσαν το ομοίωμα του Ιούδα και το έκαιγαν, είτε το πυροβολούσαν.
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!