Γιατί εθιζόμαστε στις ερωτικές σχέσεις;
Επειδή είμαστε δυστυχισμένοι και πιστεύουμε βαθιά μέσα μας πως μόνο μέσα από μια επιτυχημένη σχέση θα βρούμε την ευτυχία!
Γιατί είμαστε δυστυχισμένοι;
Επειδή έτσι μας μεγάλωσαν: με πόνο και δυστυχία· με μια αδυναμία να βρούμε ισορροπία στην προσωπική μας ζωή και στον εαυτό μας· με μια λαθεμένη πεποίθηση πως μόνο μέσα από τον έρωτα με ανταπόκριση, ή μέσα από τον γάμο ή το σύμφωνο συμβίωσης θα βρούμε την ευτυχία. Έτσι μας δίδαξαν, βέβαια. Αλλά η αλήθεια είναι πως ο κάθε άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, μπορεί να ζήσει την ευτυχία και μέσα από πράγματα −μόρφωση, καλλιέργεια, εργασία, ενδιαφέροντα, φιλία−, συνθήκες που αφορούν αποκλειστικά τον ίδιο κι όχι ένα άλλο πρόσωπο.
Είναι επώδυνο να το παραδεχτούμε, αλλά αληθινό. Η δυστυχία που έχουμε μέσα μας όταν είμαστε μόνοι δε θα φύγει μαγικά με τη δημιουργία μιας νέας σχέσης. Ο έρωτας δεν είναι θεός θεραπευτής· αντίθετα, γίνεται αρρωστημένος, εθιστικός και επικίνδυνος όταν βρίσκει έδαφος σε προηγούμενη δυστυχία.
Επειδή ο έρωτας δεν είναι πανάκεια. Δεν είναι παυσίπονο, ούτε αντικαταθλιπτική θεραπεία. Όσο κι αν θέλουμε να του προσδίδουμε αυτές τις ιδιότητες. Και του φλερτ επίσης, του οποίου ο ουσιαστικός σκοπός είναι αυτός: Να φέρει δυο ανθρώπους κοντά ώστε να δουν εάν ταιριάζουν σε όλα τα επίπεδα. Όχι μόνο στο εμφανισιακό και στο σαρκικό, αλλά και στα υπόλοιπα. Και το φλερτ είναι παιχνίδι για παίχτες με γερά νεύρα. Παίχτες του παιχνιδιού, όχι παίχτες των σχέσεων, ανθρώπους δηλαδή που παίζουν με τις καρδιές των άλλων, δημιουργώντας ψευδαισθήσεις δημιουργίας σχέσης προκειμένου να πάρουν την επιβεβαίωση μιας επιπόλαιης σεξουαλικής επαφής. Τουναντίον. Εάν παίζουμε το παιχνίδι του φλερτ ορθά και έντιμα, αν ρωτούμε τις δύσκολες ερωτήσεις από την αρχή, θα αποκαλυφθεί το άλλο πρόσωπο και θα έχουμε ξεκάθαρη εικόνα των βλέψεων και των επιδιώξεών του. Η βασική διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα είναι πως ο άνθρωπος έχει την ικανότητα της ομιλίας. Μιλάτε, λοιπόν, γιατί χανόμαστε· ή, καλύτερα, μιλάτε για να μη χάνουμε άσκοπα τον χρόνο μας, την ενέργεια και τα συναισθήματά μας σε γνωριμίες που δε μας ταιριάζουν, αλλά φαίνονται γοητευτικές προτού ανοίξουν το στόμα τους. . .
Αυτό είναι ένα τυχαίο απόσπασμα από το βιβλίο μου για τον Έρωτα. Τον «Έρωτα, αυτόν τον αδιάγνωστο» που μας παιδεύει και μας ταλανίζει μια ζωή. Αυτόν που, λόγω κουλτούρας ποπ και λόγω εποχής και πολιτισμού παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή μας. Ίσως και λόγω βιολογικών και ψυχικών και συναισθηματικών αναγκών. Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο έρωτας και η ιδέα του μονοπωλούν τη σκέψη μας. Είναι το θέμα για το οποίο οι άνθρωποι συμβουλεύονται συχνότερα ψυχολόγο. Ήταν το κύριο αίτημα στο γραφείο που διατηρούσα επί 20 χρόνια από τους ανθρώπους που με συναντούσαν.
«Τι κάνω λάθος και δεν έχω την ερωτική ζωή που ονειρεύομαι;»
«Γιατί δεν ανταποκρίνεται στην αγάπη μου;»
«Γιατί με γράφει;»
«Μπορούμε να τα ξαναβρούμε;»
«Ήταν έρωτας αυτό ή ενθουσιασμός;»
«Πώς μπορώ να κάνω τη σχέση μου να κρατήσει;»
«Πώς μπορώ να βρω σύντροφο στην εποχή του διαδικτύου;»
«Γιατί με ελκύουν τα “κακά παιδιά”;»
«Γιατί όταν με φτύνουν κολλάω;»
«Είναι ο άνθρωπος μονογαμικό ον;»
«Μπορούν δυο άνθρωποι να υπερνικήσουν τις προσωπικές τους δυσκολίες και τις προκλήσεις της ζωής και να καταφέρουν να είναι καλά μαζί;»
«Είναι ο έρωτας πανάκεια για κάθε πόνο σωματικό ή ψυχικό;»
Στο βιβλίο αυτό, το οποίο γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προσπαθώ κι εγώ μαζί με τον αναγνώστη να βρούμε απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, αλλά και σε άλλα τόσα που προκύπτουν από τις ιστορίες που περιγράφονται στο βιβλίο.