Παρεξηγημένο από την κριτική, το τελευταίο μυθιστόρημα του Γκαρσία Μάρκες περιέχει πολύτιμους στοχασμούς γύρω από κομβικά ζητήματα του έργου του, όπως ο ρόλος της μνήμης στην κατασκευή της ταυτότητας, ο κυκλικός χαρακτήρας του χρόνου και η πάντα περίπλοκη σχέση ανάμεσα στην αγάπη και το σεξ. Σ’ ό,τι αφορά τη διαμόρφωση της ταυτότητας, αρκεί να σημειωθεί πως ο συγγραφέας καταφεύγει σ’ ένα κλασικό τέχνασμα: στα μπορντέλα συνηθίζεται τόσο οι πελάτες όσο και οι ιερόδουλες να μη χρησιμοποιούν τα πραγματικά τους ονόματα, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί συχνά μέσα στους οίκους ανοχής ένα κλίμα πλησιέστερο σε μπαλ μασκέ παρά σε απροκάλυπτο όργιο. Κάτι παρόμοιο δημιουργεί ο δον Γκαμπριέλ, εμποδίζοντάς μας να μάθουμε τα ονόματα των πρωταγωνιστών αυτών των σελίδων. Ίσως να προσπαθεί μ’ αυτόν τον τρόπο να μας κάνει να δούμε μια από τις πιο επώδυνες αλήθειες του έρωτα: δεν έχει σημασία πόσο πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τον άλλον, πάντα θα απομένουν γκρίζες ζώνες στον νοερό χάρτη που κατασκευάζουμε για το αγαπημένο πρόσωπο.
Όσο για το ζήτημα της πορνείας, το πλησιέστερο προηγούμενο είναι η πρωταγωνίστρια ενός διηγήματος που εκδόθηκε από τον Κολομβιανό το 1972. Πρόκειται για την Ερέντιρα, ένα αγνό κοριτσάκι που εξέδιδε η γιαγιά του. Η σχέση ανάμεσα στις δυο τους είναι υπαρκτή, όχι μονάχα επειδή εκείνη κι η Ντελγαδίνα έχουν την ίδια ηλικία –δεκατεσσάρων–, αλλά κι επειδή και στις δυο περιπτώσεις η παρθενία τους πωλείται σ’ έναν ηλικιωμένο άντρα. Επιπλέον, έχουν κι οι δυο την ικανότητα να εξακολουθούν να ζουν και μέσα στον ύπνο τους, ενώ κοιμούνται δηλαδή έχουν συνείδηση αυτού που συμβαίνει γύρω τους. Σ’ αυτό το σημείο, θα πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση: οι πουτάνες στις οποίες αναφέρεται ο τίτλος δεν είναι λυπημένες με την έννοια της μελαγχολίας αλλά της δυστυχίας. Δεν υπάρχει νοσταλγία σ’ αυτά τα επινοημένα απομνημονεύματα, αλλά μονάχα πικρία. Η μεγαλύτερη τραγωδία δε χτυπά εκείνες παρά τον ηλικιωμένο άντρα, που για δεκαετίες υπήρξε τακτικός πελάτης τους: όταν ανακαλύπτει, ίσως πολύ αργά, πως βρίσκεται ένα βήμα πριν από τον θάνατο δίχως να έχει δοκιμάσει το θαύμα του σεξ από έρωτα, η ανάμνησή τους γίνεται στυφή στη μνήμη του.

Στο έργο του Γκαρσία Μάρκες είναι πιθανόν να εντοπίζονται ακόμη παλιότερα προηγούμενα αυτής της ιστορίας χαμαιτυπείου. Κρίνεται λοιπόν αναγκαίο να πάμε στο 1950, χρονιά που ο Γκαμπριέλ ήταν ένας εικοσάχρονος αρθρογράφος και μετά βίας κατόρθωνε να δημοσιεύσει κάποιο διήγημα στα ένθετα των εφημερίδων της Κολομβίας. Ένα απ’ αυτά τα διηγήματα έχει τον τίτλο «Η νύχτα των πετροτριλίδων». Στο διήγημα τα πουλιά βγάζουν τα μάτια τριών πελατών ενός μπορντέλου, με αποτέλεσμα εκείνοι να περιπλανιούνται τυφλοί στο σπίτι ψάχνοντας την έξοδο. Οι παρακάτω οι γραμμές του διηγήματος, που εκτείνεται σε δυο σελίδες μονάχα, το φανερώνουν:
«Γυναίκα είναι», είπαμε.
Ο άλλος, εκείνος που είχε πει για τα μπαούλα, είπε: «Νομίζω πως κοιμάται».
Το σώμα τραντάχτηκε κάτω από το άγγιγμα των χεριών μας, κλονίστηκε, το νιώσαμε να ξεγλιστράει, όχι όμως σαν να μας ξέφευγε, αλλά σαν να είχε πάψει να υπάρχει.
Στα απομνημονεύματά του ο Γκαρσία Μάρκες βεβαιώνει πως συνέλαβε την ιδέα γι’ αυτό το διήγημα τη νύχτα της 27ης Ιουλίου του 1950, ενώ γλεντούσε με τους φίλους του σ’ ένα μπορντέλο της Μπαρανκίγια, γνωστό ως το σπίτι της Νέγρας Εουφέμια. Αυτό μας πηγαίνει πίσω στο προσχέδιο του μυθιστορήματος που, με τον τίτλο Ζω για να τη διηγούμαι, φύλαγε στο τέλος της ζωής του μέσα στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του: μια προσεκτική ανάγνωση επιτρέπει να θεωρήσουμε πως η αλλαγή του τίτλου δεν οφείλεται σε λάθος. Δημοσιευμένα με μονάχα δυο χρόνια διαφορά το ένα από το άλλο, τα δυο τελευταία έργα του δον Γκαμπριέλ γεννήθηκαν με τόσο ισχυρό δεσμό μεταξύ τους, ώστε δεν είναι άστοχο να σκεφτούμε πως γράφτηκαν την ίδια περίοδο, εφόσον υπάρχουν αποσπάσματα στα οποία τα όρια μεταξύ μυθιστορήματος και απομνημονευμάτων είναι ασαφή. Γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι και στα δυο εμφανίζονται με ονοματεπώνυμο φίλοι της εποχής που ο συγγραφέας ήταν ένας νεαρός που κέρδιζε τα προς το ζην γράφοντας σε εφημερίδες, όπως για παράδειγμα ο ζωγράφος Ορλάντο Ριβέρα –ο Φιγουρίτα– η ζωγράφος Σεσίλια Πόρας και ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Άλβαρο Σεπέδα. Επιπλέον, παρότι στο μυθιστόρημα το όνομα της πόλης δεν αναφέρεται, εύκολα καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για την Μπαρανκίγια, αφού και στα δυο βιβλία συμπίπτουν όχι μονάχα τα ονόματα κάποιων συνοικιών και δρόμων, αλλά και στρατηγικά σημεία, όπως ο προαναφερθείς οίκος ανοχής της Νέγρας Εουφέμια.
Το γεγονός πως στο έργο του Γκαρσία Μάρκες τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και τα απομνημονεύματα συγχέονται δεν πρέπει να μας εκπλήσσει: ήδη από το 1982, χρονιά που τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο συγγραφέας αποκάλυψε σε μια συνέντευξη στον Όσκαρ Κογιάσος πως ετοίμαζε τα απομνημονεύματά του, μονάχα που δε θα επρόκειτο για μια κλασική αυτοβιογραφία, παρά για «τα απομνημονεύματα ενός συγγραφέα που αποκαλύπτει τον βίο του μέσα από τους χαρακτήρες της μυθοπλασίας του». Για τον ίδιο λόγο δε θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν πως σ’ αυτό το μυθιστόρημα συμβαίνει το αντίθετο, πως δηλαδή αληθινές αναμνήσεις χρησιμεύουν για να στηρίξουν ψευδή απομνημονεύματα.
Ακριβώς σ’ αυτό το στοιχείο –στα ψευδή απομνημονεύματα– νομίζω πως εντοπίζεται ένας ξεκάθαρος πρόδρομος αυτού του βιβλίου: σε πολλές περιπτώσεις ο Γκαρσία Μάρκες είχε πει πως έμαθε τις τεχνικές του επαγγέλματος διαβάζοντας Έρνεστ Χέμινγουεϊ. «Δε θυμάμαι ποιος είχε πει πως εμείς οι μυθιστοριογράφοι διαβάζουμε τα μυθιστορήματα των άλλων μόνο και μόνο για να μάθουμε πώς έχουν γραφτεί. Νομίζω πως αληθεύει. Δε συμβιβαζόμαστε με τα απογυμνωμένα μυστικά στο μπροστινό μέρος της σελίδας, παρά τη γυρίζουμε και από πίσω, για να δούμε τις ραφές της», έγραψε σ’ ένα άρθρο αφιερωμένο στον Χέμινγουεϊ, στις 29 Ιουλίου του 1981. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, θα ήταν καλό να θυμηθούμε πως πέντε μονάχα χρόνια πριν από την έκδοση του Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου, είχε κυκλοφορήσει το Αληθινό με το πρώτο φως, μεταθανάτιο βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα, όπου εμπλέκει πραγματικές αναμνήσεις με φανταστικά γεγονότα και έχει τον υπότιτλο Φανταστικά απομνημονεύματα. Διαβάζοντας τα δυο βιβλία, γίνεται σαφές πως μνήμη και φαντασία πηγαίνουν χέρι χέρι. Παρότι συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε πως είναι η μνήμη αυτή που τρέφει τη φαντασία, συμβαίνει επίσης και το αντίθετο.
Ακόμη ένα ανάγνωσμα την επίδραση του οποίου βλέπουμε σε αυτό το βιβλίο είναι το Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών. Ο Μάρκες χρησιμοποίησε το μυθιστόρημα του Γιασουνάρι Καβαμπάτα με τον ίδιο τρόπο που ο Μπετόβεν έκανε χρήση κάποιων μοτίβων του Μότσαρτ για να συνθέσει την 5η Συμφωνία: ως αφετηρία. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ των δυο μυθιστορημάτων, όπως επίσης και πολλές διαφορές: Ενώ ο πρωταγωνιστής του Ιάπωνα συγγραφέα, λόγου χάρη, είναι παντρεμένος, με τρεις κόρες, τον θλιμμένο σοφό του Γκαρσία Μάρκες τον τρόμαζε πάντοτε η πιθανότητα ενός γάμου. Διαφορές θα συναντήσουμε και στο ύφος, αρχής γενομένης από τον αφηγητή: ενώ οι περιπέτειες του Εγκούτσι φτάνουν σε μας σε τρίτο πρόσωπο, ο Μάρκες αφήνει τον γηραιό λάτρη των λεξικών να μας ιστορήσει ο ίδιος τους αντίξοους έρωτές του.

Είναι ευρέως γνωστό πως η δομή του Εκατό χρόνια μοναξιά υπακούει σε έναν σπειροειδή χρόνο. Η Ούρσουλα, η μακροβιότερη της γενιάς των Μπουενδία, είναι εκείνη που προειδοποιεί πως στο Μακόντο ο χρόνος δεν περνά μονάχα, παρά κάνει κύκλους. Ό,τι συνέβη θα ξανασυμβεί αργά ή γρήγορα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σ’ αυτό το μυθιστόρημα: όταν ο διευθυντής της εφημερίδας ζητά από τον σοφό να εκσυγχρονιστεί με το επιχείρημα πως «ο κόσμος προχωράει», εκείνος του απαντά πως ναι, πράγματι, ο κόσμος προχωράει «αλλά κάνοντας κύκλους γύρω από τον ήλιο». Βασισμένη στην εμπειρία, η λογική του είναι αλάνθαστη: «Οι έφηβοι της γενιάς μου, απορροφημένοι από τη ζωή, είχαν λησμονήσει ψυχή τε και σώματι τα όνειρά τους για την επαύριο, καθώς η πραγματικότητα τους δίδαξε πως το μέλλον δεν ήταν όπως το ονειρεύονταν και ανακάλυψαν τη νοσταλγία».
Αυτή η κυκλική φύση του χρόνου γίνεται ακόμη πιο σαφής όταν συνειδητοποιούμε ένα στοιχείο που με την πρώτη ματιά θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο: ολόκληρη η ιστορία αυτού του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται σε ακριβώς ένα χρόνο ζωής του πρωταγωνιστή, δηλαδή στον χρόνο που απαιτείται για μια πλήρη περιστροφή της Γης γύρω από τον ήλιο. Σ’ αυτό το διάστημα δε μεταμορφώνεται μονάχα ο πρωταγωνιστής, αλλάζει και ολόκληρη η πόλη και μαζί της η νεαρή Ντελγαδίνα. Αυτή η διαρκής αλλαγή δίνει την ευκαιρία στον Κολομβιανό νομπελίστα να στοχαστεί ένα ακόμη από τα αγαπημένα του ζητήματα: τη δουλειά του δημοσιογράφου. Από την ανακαίνιση των εγκαταστάσεων της εφημερίδας ως την καθημερινή πρακτική της κρατικής λογοκρισίας, το μυθιστόρημα βρίθει αναφορών που επιτρέπουν στον Γκαρσία Μάρκες να μιλήσει με τη φωνή του σοφού ηλικιωμένου για τα δικά του βιώματά ως ρεπόρτερ.
«Νομίζω πως σήμερα περισσότερο από ποτέ το μυθιστόρημα και το ρεπορτάζ είναι παιδιά της ίδιας μάνας», θα γράψει ο δον Γκαμπριέλ στο Ζω για να τη διηγούμαι. Αυτός ο τόμος είναι γνωστό πως αποτελεί τμήμα μιας τριλογίας που δεν πρόφτασε να ολοκληρωθεί. Στη θέση της όμως ο δάσκαλος παρέδωσε στο τυπογραφείο αυτή την αριστοτεχνική νουβέλα που σκάρωσε με τις πιο άρτιες τεχνικές του επαγγέλματος. Αριστούργημα της αφηγηματικής τέχνης, το Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου είναι μια κωδικοποιημένη μαρτυρία που αφορά τους κύκλους που έζησε ο συγγραφέας για πάνω από επτά δεκαετές σ’ αυτή τη γη, αλλά επιπλέον συνιστά και μια ομολογία πίστης στο σκληρό επάγγελμα του μυθιστοριογράφου. Ίσως μια φράση του θλιμμένου σοφού που πρωταγωνιστεί σε τούτη τη μυθοπλασία να ορίζει καλύτερα από κάθε άλλη τη στάση του μεγάλου δασκάλου Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: «το ότι η μνήμη των γερόντων χάνεται για πράγματα ανούσια αλλά πολύ σπάνια μας προδίδει για ό,τι πράγματι μας ενδιαφέρει είναι θρίαμβος της ζωής».
Βισέντε Αλφόνσο
Πρόβο, Γιούτα, Φεβρουάριος 2019