Περνώ την πύλη στις 7.30 το πρωί και τη βλέπω από την άλλη άκρη του πάρκινγκ: η βυσσινιά Μερσεντές. Είναι παρκαρισμένη δίπλα στα γραφεία του εργοστασίου, στη δική μου θέση στάθμευσης. Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο εκτός από τον Μπιλ Πιτς; Δεν έχει σημασία που ολόκληρο το πάρκινγκ είναι ουσιαστικά άδειο τέτοια ώρα. Δεν έχει σημασία που υπάρχουν θέσεις στάθμευσης με ταμπέλες που γράφουν Επισκέπτες. Όχι, ο Μπιλ πρέπει να παρκάρει στη θέση που φέρει τον τίτλο μου. Του αρέσουν αυτές οι υπαινικτικές δηλώσεις. Εντάξει, είναι πρόεδρος τομέα κι εγώ είμαι απλά διευθυντής του εργοστασίου. Επομένως, υποθέτω πως μπορεί να παρκάρει την αναθεματισμένη τη Μερσεντές του όπου θέλει.
Πάρκαρα το Σουμπαρού μου δίπλα στη Μερσεντές (στη θέση που γράφει Οικονομικός Ελεγκτής). Μια κλεφτή ματιά στο κόκκινο αυτοκίνητο, καθώς κινούμαι περιμετρικά του, μου επιβεβαιώνει ότι είναι το αυτοκίνητο του Μπιλ, γιατί η πινακίδα γράφει ΝΟΥΜΕΡΟ 1. Και, όπως όλοι ξέρουμε, αυτό είναι το μόνο που απασχολεί τον Μπιλ. Θέλει να γίνει CEO. Κι εγώ το ίδιο. Είναι κρίμα που τώρα μπορεί να μη μου δοθεί ποτέ αυτή η ευκαιρία.
Τελικά, φτάνω στην πόρτα των γραφείων. Η αδρεναλίνη μου είναι ήδη στα ύψη. Αναρωτιέμαι τι, διάολο, κάνει εδώ ο Μπιλ. Έχω χάσει κάθε ελπίδα ότι θα μπορέσω να δουλέψω έστω και λίγο αυτό το πρωί. Συνήθως πηγαίνω νωρίτερα στη δουλειά, για να προλάβω να κάνω τα πράγματα που είμαι πολύ απασχολημένος να κάνω κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης μέρας, γιατί μπορώ και τελειώνω πολλά προτού αρχίσει να χτυπάει το τηλέφωνο και αρχίσουν οι συσκέψεις, προτού ξεσπάσει χάος. Όμως όχι σήμερα.
«Κύριε Ρόγκο!» ακούω να φωνάζει κάποιος.
Σταματάω και βλέπω τέσσερα άτομα να βγαίνουν από μια πλαϊνή πόρτα του εργοστασίου. Βλέπω τον Ντέμσι, τον προϊστάμενο βάρδιας· τον Μαρτίνεζ, τον εκπρόσωπο της συνδικαλιστικής ένωσης των εργαζομένων· έναν ωρομίσθιο· έναν επιστάτη κέντρου μηχανικής κατεργασίας ονόματι Ρέι. Μιλούν όλοι ταυτόχρονα. Ο Ντέμσι μού λέει ότι έχουμε πρόβλημα. Ο Μαρτίνεζ φωνάζει ότι οι εργαζόμενοι θα προχωρήσουν σε στάση εργασίας. Ο ωρομίσθιος λέει κάτι για παρενόχληση. Ο Ρέι φωνάζει πως δεν μπορούμε να ολοκληρώσουμε κάποιο αναθεματισμένο προϊόν επειδή δεν έχουμε όλα τα εξαρτήματα. Ξαφνικά βρίσκομαι στο κέντρο όλων αυτών. Τους κοιτάζω· με κοιτάζουν. Και δεν έχω προλάβει ακόμη ούτε καφέ να πιω.
Όταν τελικά καταφέρνω να τους ηρεμήσω αρκετά όλους ώστε να ρωτήσω τι συμβαίνει, μαθαίνω ότι ο κύριος Πιτς ήρθε στο εργοστάσιο πριν από περίπου μία ώρα, μπήκε μέσα και απαίτησε να του δείξουν την πρόοδο της παραγγελίας υπ’ αριθμόν 41427.
Και, όπως αποδείχθηκε, κανείς δε γνώριζε οτιδήποτε για την παραγγελία 41427. Έτσι, ο Πιτς τούς έβαλε όλους να μάθουν τι είχε γίνει. Και όπως αποδείχθηκε, ήταν μια αρκετά μεγάλη παραγγελία που είχε καθυστερήσει. Τι πρωτότυπο! Όλα στο εργοστάσιο καθυστερούν. Με βάση τις παρατηρήσεις μου, θα έλεγα ότι αυτό το εργοστάσιο έχει τέσσερις κατηγορίες προτεραιότητας για τις παραγγελίες: Βιαστική… Επείγουσα… Υπερεπείγουσα… και Κάντε τη ΤΩΡΑ! Δεν μπορούμε να τηρήσουμε το πρόγραμμα παραγγελιών με τίποτα.
Όταν διαπιστώνει ότι η παραγγελία 41427 αργεί ακόμη να φτάσει στο στάδιο αποστολής, ο Πιτς αναλαμβάνει ρόλο υπευθύνου επίσπευσης. Τρέχει από δω κι από κει και δίνει εντολές στον Ντέμσι φωνάζοντας. Τελικά διαπιστώνεται ότι σχεδόν όλα τα απαιτούμενα εξαρτήματα είναι έτοιμα και περιμένουν – στοίβες ολόκληρες. Αλλά δεν μπορούν να συναρμολογηθούν γιατί λείπει ένα μέρος κάποιου υποεξαρτήματος που πρέπει να περάσει από κάποια άλλη διεργασία. Αν οι εργάτες δεν έχουν το συγκεκριμένο μέρος, δεν μπορούν να προχωρήσουν στη συναρμολόγηση και, αν δεν μπορούν να προχωρήσουν στη συναρμολόγηση, φυσικά, δεν μπορούν να διεκπεραιώσουν την παραγγελία.
Διαπιστώνουν ότι τα μέρη για το χαμένο υποεξάρτημα περιμένουν να περάσουν από μία μηχανή αριθμητικού ελέγχου. Όμως, όταν πάνε σε εκείνο το τμήμα του εργοστασίου, διαπιστώνουν ότι οι μηχανουργοί δεν ετοιμάζονται να περάσουν από τη μηχανή τα συγκεκριμένα μέρη, αλλά κάποια άλλη υπερεπείγουσα εργασία που τους επέβαλαν για κάποιο άλλο προϊόν.
Του Πιτς δεν του καίγεται καρφί για την άλλη υπερεπείγουσα εργασία. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να σταλεί η 41427. Έτσι, λέει στον Ντέμσι να δώσει εντολή στον επιστάτη, τον Ρέι, να πει στον αρχιμηχανουργό του να ξεχάσει το άλλο υπερεπείγον μαραφέτι και να ετοιμαστεί να περάσει από τη μηχανή το μέρος που λείπει από την 41427. Τότε ο αρχιμηχανουργός κοιτάζει πρώτα τον Ρέι, μετά τον Ντέμσι και ύστερα τον Πιτς, πετάει το μηχανικό κλειδί που κρατά, και τους λέει ότι έχουν τρελαθεί όλοι. Είχε πάρει σε εκείνον και τον βοηθό του μιάμιση ώρα να προετοιμάσουν τα μηχανήματα για το άλλο εξάρτημα που χρειάζονταν τόσο απεγνωσμένα.Τώρα θέλουν να το βάλουν στην άκρη και να στήσουν τα μηχανήματα για κάτι άλλο; Στα κομμάτια να πάει!Τότε ο Πιτς, διπλωμάτης όπως πάντα, περνά μπροστά από τον προϊστάμενο βάρδιας και τον επιστάτη, πλησιάζει τον αρχιμηχανουργό και του λέει ότι, αν δεν κάνει αυτό που του είπε, απολύεται. Ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες. Ο αρχιμηχανουργός απειλεί ότι θα παραιτηθεί. Ξαφνικά εμφανίζεται ο εκπρόσωπος της ένωσης εργαζομένων. Όλοι είναι έξω φρενών. Κανείς δε δουλεύει. Και τώρα έχω τέσσερις αλλόφρονες να με υποδέχονται πρωί πρωί μπροστά από ένα εργοστάσιο όπου όλες οι εργασίες έχουν σταματήσει.
«Και πού είναι ο Μπιλ Πιτς τώρα;» ρωτάω.
«Στο γραφείο σου», απαντά ο Ντέμσι.
«Εντάξει, πήγαινε και πες του, σε παρακαλώ, ότι θα πάω να του μιλήσω σε ένα λεπτό».
Ο Ντέμσι κατευθύνεται πρόθυμα και βιαστικά προς τις πόρτες του γραφείου. Εγώ γυρίζω στον Μαρτίνεζ και τον ωρομίσθιο, που τώρα ανακαλύπτω ότι είναι ο αρχιμηχανουργός. Τους λέω ότι από την πλευρά μου δε θα απολυθεί ούτε θα τεθεί κανείς σε διαθεσιμότητα – ότι όλη η υπόθεση είναι μια παρεξήγηση. Στην αρχή ο Μαρτίνεζ δεν ικανοποιείται εντελώς με αυτό και ο μηχανουργός φαίνεται να θέλει να του ζητήσει συγγνώμη ο Πιτς. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ. Επίσης τυχαίνει να γνωρίζω ότι ο Μαρτίνεζ δεν έχει τη δύναμη να κατεβάσει τους εργαζομένους σε στάση εργασίας. Έτσι λέω ότι, αν η ένωση εργαζομένων θέλει να υποβάλει γραπτά τα παράπονά της, μπορεί· ευχαρίστως να μιλήσω στον τοπικό πρόεδρο, τον Μάικ Ο’Ντόνελ, αργότερα σήμερα και να τα διευθετήσουμε όλα εν ευθέτω χρόνω. Συνειδητοποιώντας ότι, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο προτού μιλήσει με τον Ο’Ντόνελ, ο Μαρτίνεζ τελικά το δέχεται και μαζί με τον μηχανικό αρχίζουν να περπατούν προς το εργοστάσιο.
«Πες στους εργάτες να ξαναρχίσουν να δουλεύουν», λέω στον Ρέι. «Εντάξει, αλλά σε τι;» ρωτάει εκείνος. «Την παραγγελία που έχουμε
ετοιμάσει να τρέξουμε ή αυτή που θέλει ο Πιτς;» «Κάντε αυτή που θέλει ο Πιτς», του απαντάω.
«Εντάξει, αλλά θα πάει χαμένη η προετοιμασία», μου λέει.
«Ας πάει!» του λέω. «Ρέι, δεν ξέρω τι έχει συμβεί. Αλλά, για να ήρθε εδώ ο Μπιλ, θα πρέπει να είναι επείγον. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι, μάλλον», απαντάει αυτός. «Εγώ απλά θέλω να ξέρω τι να κάνω». «Εντάξει, λυπάμαι για το μπέρδεμα», λέω προσπαθώντας να τον κάνω να νιώσει καλύτερα. «Ας κάνουμε την προετοιμασία όσο το δυνατόν
γρηγορότερα και ας αρχίσουμε να περνάμε το εξάρτημα».
«Εντάξει», απαντάει εκείνος.
Στο κτίριο των γραφείων ο Ντέμσι με προσπερνάει πηγαίνοντας προς το εργοστάσιο. Μόλις βγήκε από το γραφείο μου και φαίνεται σαν να ήθελε να φύγει από εκεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Μου κουνάει το κεφάλι.
«Καλή τύχη…» ψιθυρίζει.
Η πόρτα του γραφείου μου είναι ορθάνοιχτη. Μπαίνω μέσα και βλέπω τον Μπιλ Πιτς να κάθεται στην καρέκλα μου. Είναι γεροδεμένος, με φαρδύ στέρνο και πυκνά γκρίζα μαλλιά στο χρώμα του ατσαλιού, που είναι σχεδόν ασορτί με τα μάτια του. Καθώς αφήνω κάτω τον χαρτοφύλακά μου, τα μάτια του είναι στυλωμένα πάνω με ένα βλέμμα που λέει: Παίζεται το κεφάλι σου, Ρόγκο.
«Εντάξει, Μπιλ, τι συμβαίνει;» ρωτάω.
«Έχουμε πολλά να πούμε. Κάθισε», απαντάει εκείνος. «Θα το ήθελα, αλλά κάθεσαι στη θέση μου».
Ίσως αυτό δεν έπρεπε να το πω.
«Θέλεις να μάθεις γιατί βρίσκομαι εδώ;» ρωτάει. «Είμαι εδώ για να σώσω το τομάρι σου».