Υπάρχει δικτατορία που να έχει νικήσει τον λαό μας;
Δεν είναι λίγες οι φορές που τα βιώματα και οι μνήμες της παιδικής μου ηλικίας πρόσφεραν το πρωτογενές υλικό στο ξεστράτισμα του μυαλού μου. Και ούτε υπολείπονται, στην ώριμη περίοδο της ζωής μου, οι τολμηρές ακροβασίες στο εργαστήρι της συγγραφής.
Καλοκαίρι ήταν, Αύγουστος μήνας, στον Τύμβο του Μαραθώνα. Τα κύματα του Ευβοϊκού χάιδευαν νωχελικά τους κόκκους της άμμου, λίγο πιο πέρα, στην άκρη του βραχώδους λιμενοβραχίονα, μια ομάδα αγοριών έριχνε και ξανάριχνε τις πετονιές στα ήρεμα νερά, ένα κορίτσι σχημάτιζε με τα ακροδάχτυλα των ποδιών του αταίριαστα σχήματα στην άμμο κι εγώ, καθισμένος στην απέναντι ψαροταβέρνα, έπινα κατ’ εξαίρεση μοχίτο, όταν δύο ασπρόμαυρες φιγούρες σε κάδρο με ασπρόμαυρο φόντο μού «έκλεισαν» το μάτι. «Ποιοι είναι;» ρώτησα με αφέλεια τον φίλο ταβερνιάρη. «Οι γονείς μου», αποκρίθηκε εκείνος. «Στα χρόνια της δικτατορίας…»
Δεν ήθελε και πολύ η συγκεκριμένη σκηνή να πυροδοτήσει τη φαντασία μου. Μια εικόνα ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου από την παιδική μου ηλικία και μια αδηφάγα διάθεση για μυθοπλασία ξεπήδησαν από το πουθενά και πλημμύρισαν το σύμπαν μου. Οι πρώτοι μυθιστορηματικοί ήρωες του νέου μου βιβλίου είχαν κιόλας σχηματοποιηθεί. Τα αγόρια που έπαιζαν με τις πετονιές τους στην παραλία, το κορίτσι που άφηνε τα σημάδια του στην άμμο, ο κυρ Ίκαρος ο ψαράς με τ’ όνομα, και η κυρα-Μαρίνα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, αλλά και ο παπάς του χωριού μου από χρόνια πίσω, και ο δάσκαλος, και ο χωροφύλακας της εποχής εκείνης… Καταλάβαινα πως το ταξίδι που επιχειρούσα να κάνω θα ήταν επώδυνο. Έπρεπε να ξεθάψω κομμάτια της ζωής μου δυσάρεστα και μνήμες που με κόπο είχα θάψει στη λήθη. Το εγχείρημα ισοδυναμούσε με ελεύθερη πτώση στο κενό. Το στοίχημα που μόλις είχα βάλει μ’ έφερε αντιμέτωπο με τον εαυτό μου και τις δυνάμεις μου. Και δεν είναι διόλου εύκολο να αναμετριέσαι με τον εαυτό σου. Να ξεδιαλέγεις από τα άσχημα της ζωής τα απαραίτητα χωρίς να ματώσουν οι πληγές.
Το προηγούμενο μυθιστορηματικό κείμενό μου Φλω και Τιμολέων Το κάλεσμα της φώκιας είχε πάρει από καιρό τον δρόμο προς την έκδοση κι εγώ, ως συνήθως έπειτα από κάθε αποχωρισμό χειρογράφου, έπασχα από το σύνδρομο της «συγγραφικής στέρησης». Αυτό ήταν. Δεν είχα άλλη επιλογή. Γι’ αυτό και χαιρέτησα βιαστικά τον φίλο ταβερνιάρη κι έτρεξα στο κιόσκι του σπιτιού που νοίκιαζα και είχα μετατρέψει σε εργαστήρι. Κάθισα μπροστά στον υπολογιστή μου και ξεκίνησα. Παρέα με το κορίτσι της παραλίας, που εκτός από το όνομά του, Αγγελική, το οποίο απέκτησε προς τιμήν της νονάς των παιδιών μου, όλα τα άλλα στοιχεία του χαρακτήρα του φανέρωναν ένα άτομο ατίθασο που, αν και ήξερε να πειθαρχεί στους κανόνες, επαναστατούσε όταν έβλεπε τους άλλους γύρω του να υποφέρουν. Τα αγόρια φίλοι της βαφτίστηκαν Νικόλας, Λάμπης, Σπύρος και Φάνης. Για χάρη του πατέρα μου, που ήταν δίδυμος, αλλά και των παιδιών μου, που είναι δίδυμα και αυτά, η Αγγελική της ιστορίας απέκτησε δίδυμα αδέλφια, τον Γιώργη και τον Πετρή. Και τα παιδιά μου, ως Ίωνας και Έλια, μαζί με τη νονά τους ανέλαβαν την αφήγηση της εισαγωγής και του τέλους στο παρόν.
Εκείνο τον μήνα των διακοπών μου στον Μαραθώνα τα δάχτυλά μου, αν και τρεμουλιαστά, πληκτρολογούσαν ασταμάτητα. Και οι ήρωες –και άλλη φορά μού το έκαναν αυτό–, ατίθασοι χαρακτήρες καθώς ήταν όλοι τους, με παρέσυραν να ακολουθήσω όχι μόνο τα γνώριμα δρομάκια του Τύμβου αλλά και εκείνα που η Iστορία και ο θρύλος έκρυβαν στην αχλή του χθες. Τα στενά του οικισμού, ο περίβολος του Τύμβου με τους Αθηναίους και Πλαταιείς Μαραθωνομάχους, η διαδρομή Τύμβος-Νέα Μάκρη κατά μήκος της παραλίας, το έλος της Μπρεξίζας, αλλά και η πρώην αμερικανική βάση και το περίφημο τούνελ του τρόμου έγιναν το σκηνικό της μυθοπλασίας.
Έτσι γεννήθηκαν οι Τιράντες με πείσμα. Και τους επόμενους μήνες, στην ασφάλεια του γραφείου μου, περιτριγυρισμένος από δεκάδες βιβλία, έχοντας ολοζώντανο στο μυαλό μου το σκηνικό της ευρύτερης περιοχής του Τύμβου του Μαραθώνα, άρχισαν να με «επισκέπτονται» μαζί με τους πρώτους ήρωες και πολλοί άλλοι. Ο θείος Φαίδων, που είχε τη φήμη του αιώνιου φοιτητή. Η Ιταλίδα φίλη και συμμαθήτρια της Αγγελικής, Σαλίνα ή Ραφαέλα. Ο μπαμπάς της, σιορ Φραντσέσκο Νόβι. Ο Νταλί ο γάιδαρος. Ο κυρ Μιλτιάδης ή Ταρατατζούμ, φύλακας του Τύμβου. Ο θείος Βρασίδας και ο παπα-Ισίδωρος, και ο δάσκαλος, καθώς και άλλα πρόσωπα της παιδικής μου ηλικίας. Καθώς και εκατοντάδες γνωστά και άγνωστα συμβάντα της περιόδου που καταγράφηκαν ως “χρονικό του πραξικοπήματος”…
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, Μεγάλη Παρασκευή, μια ομάδα συνταγματαρχών καταλαμβάνει τα πιο νευραλγικά κτίρια της πρωτεύουσας (ΕΙΡ, Υπουργείο Άμυνας κ.ά.), συλλαμβάνει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους αλλά και χιλιάδες απλούς πολίτες και καταλαμβάνει την εξουσία με πραξικόπημα. Οι θιασώτες του πραξικοπήματος θα το ονομάσουν «εθνοσωτήρια επανάσταση» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου», στη μνήμη του λαού όμως και στην Ιστορία έμεινε γνωστό ως «Η Χούντα των Συνταγματαρχών».
Δύο μέρες μετά, την Κυριακή του Πάσχα, η Αγγελική, η Σαλίνα και τα αγόρια της παρέας, αγκιστρωμένοι στο κουβάρι της μυθοπλασίας, θα ιδρύσουν τη δική τους Φιλική Εταιρεία, τις “Τιράντες με Πείσμα”. Και θα οργανώσουν τη δική τους αντίσταση ενάντια στον δικτάτορα της οικογένειας και του οικισμού τον θείο Βρασίδα πρώην Εύζωνα ή Τσολιά αλλά και ενάντια στον σκληροτράχηλο χωροφύλακα του οικισμού και στην αστυνομία. Με τις τιράντες, άλλοτε να γίνονται παιχνίδι στα χέρια τους και άλλοτε σφεντόνες και να εκσφενδονίζουν αχυρόμπαλες με μέλι και πούπουλα καμωμένες ή αυτοσχέδιες βόμβες νερού με μπογιές και ώριμα φρούτα εποχής…