Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος μιλάει για το νέο του μυθιστόρημα ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΚΕΡΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Share Button

Χαμένος στο χάος της καθημερινότητάς μου, δίχως να δίνω προσοχή στα σημάδια και λίγες μέρες προτού κυκλοφορήσει Το σημάδι μου από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, το νέο μου φιλόξενο σπίτι, είδα να ξημερώνει ένα δραματικό πρωινό μιας πικρής Πέμπτης που άλλαξε πολλά στη ζωή μου.

Ένα μικρόβιο στο αριστερό μάτι –που μεταφέρθηκε αμέσως και στο δεξί– με έστειλε στο νοσοκομείο, αφού η όρασή μου ήταν σχεδόν αδύνατη! Στα καλά του καθουμένου, που λένε. Από μια φαγούρα, λίγα δάκρυα, μερικές τσίμπλες.

Ο πρώτος γιατρός που με εξέτασε φώναξε αμέσως κάμποσους συναδέλφους του, για να δουν κι αυτοί την τρομερή ζημιά που είχε προκαλέσει ο αδενοϊός, που είχε εφορμήσει σαν στούκας στους κερατοειδείς, εκεί όπου δημιουργήθηκε το πρόβλημα.

«Φίλε μου, έπιασες το τζόκερ της ατυχίας. Η περίπτωση είναι πολύ δύσκολη και δεν υπάρχει θεραπεία. Πρέπει να κάνεις υπομονή μέχρι να φύγει ο ιός, που θα αφήσει κάποια κουσούρια…» μου είπε, και με γέμισε με κολλύρια και αλοιφές απλώς για την ανακούφιση των συμπτωμάτων.

Δεκαεπτά ολόκληρες μέρες και νύχτες δεν μπορούσα να δω το παραμικρό, όντας απολύτως ανήμπορος για οτιδήποτε! Χρειαζόμουν βοήθεια ακόμα και για να ντυθώ, να φάω, να ξαπλώσω. Άκου… αδενοϊός του ματιού! Τι μαθαίνει –και τι παθαίνει– ο άνθρωπος.

Καθηλωμένος σε έναν καναπέ, δίχως να μπορώ να κάνω το παραμικρό, κολυμπούσα στην πίκρα αλλά και την αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα. Κι εκεί, στο σκοτάδι και στην ανημποριά μου, στην αγωνία και στον φόβο μου, σκέφτηκα πώς είναι ο κόσμος των τυφλών και πόσο τρομερές είναι οι διαδρομές του. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Σκέφτονται τη φωτιά μόνο όταν τη βλέπουν στην αυλή τους…

Συλλογίστηκα λοιπόν ότι υπάρχουν χιλιάδες συνάνθρωποί μας που είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι και θα είναι σε ολόκληρη τη ζωή τους. Τρομερό, αδιανόητο, συγκλονιστικό. Σκέφτηκα επίσης ότι υπάρχουν χιλιάδες ακόμα που χάνουν το φως τους στην πορεία της ζωής τους από ατυχήματα, βλάβες, οτιδήποτε. Όταν το φως γίνεται σκοτάδι, ο πόνος είναι ανείπωτος και το καταλαβαίνουν απολύτως μόνο όσοι το βιώνουν. Οι απ’ έξω απλώς παρηγορούν…

Τις ώρες του δικού μου σκοταδιού μού ήρθε στο μυαλό η ιστορία του κεντρικού ήρωα του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας, του Αλέξανδρου Παυλή. Ποτέ δεν αρκούμαι όμως σε μια έμπνευση, σε μια αρχική ιδέα. Έτσι, όταν έπειτα από κάμποσο καιρό ξεκίνησα κάπως να βλέπω, με τη θολούρα να κυριαρχεί πλήρως, άρχισα μια βαθιά έρευνα που με συγκλόνισε, αφού ποτέ δεν περίμενα ότι υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι με τέτοια σοβαρά προβλήματα όρασης.

Ξεκίνησα λοιπόν να επισκέπτομαι τα οφθαλμολογικά τμήματα των νοσοκομείων, και, μιλώντας με γιατρούς, να σημειώνω περιπτώσεις ανθρώπων που έχαναν το φως τους από κάποιο λόγο ή έβλεπαν ελάχιστα.

Ένας εκπληκτικός οφθαλμίατρος, και φίλος πλέον, ο Δημήτρης Σμουστόπουλος, μου έκανε κανονικό… φροντιστήριο, με πλήρη ανάλυση του οφθαλμού. Με σχεδιαγράμματα, επιστημονικά συγγράμματα, ακόμα και επίδειξη των μηχανημάτων. Οι συζητήσεις μας ήταν για μένα θησαυρός, αφού μου είπε πράγματα εξαιρετικά σημαντικά που χρειάστηκαν στο σενάριο του βιβλίου. Κατάλαβα ότι οφθαλμός ίσον χάος, ίσως το πιο ευαίσθητο όργανο, σίγουρα ένα από τα πολυτιμότερα του ανθρώπου. Δικαιώθηκαν και οι σοφοί παππούδες μας, που έβγαλαν την περίφημη φράση «να την προσέχεις σαν τα μάτια σου».

Στις έρευνές μου επίσης ανακάλυψα μια σπουδαία νέα οφθαλμίατρο στο Νοσοκομείο Γεννηματάς, την Εβίτα Κισκήρα, που με καθοδήγησε υποδειγματικά στα οφθαλμολογικά θέματα του βιβλίου, βάζοντάς με στο πνεύμα.

Κι ύστερα, ήρθαν τα πραγματικά πολύ δύσκολα. Χρειάστηκε να πάω κάμποσες βραδιές στο ΚΑΤ όταν εφημέρευε για να βιώσω απίστευτα δράματα πολυτραυματιών, όπως ήταν ο ήρωάς μου, ο Αλέξανδρος. Εκεί η ψυχή σφίγγεται τόσο πολύ, ώστε φεύγοντας χρειάζεται κανείς οξυγόνο και νικοτίνη…

Οι άνθρωποι που κάνουν αυτό το λειτούργημα είναι αληθινοί ήρωες και δίκαια κερδίζουν τον σεβασμό μας. Δυστυχώς παίρνουν μόνο τον δικό μας –κι όχι πάντα–, αφού το ανάλγητο κράτος είναι πιο τυφλό από τους κανονικούς τυφλούς.

Ψάχνοντας την ιστορία των τυφλών, μοίρα καλή με οδήγησε στο ΚΕΑΤ, το Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών στην Καλλιθέα, μια όαση στην έρημο των βασανισμένων ανθρώπων που έχασαν το φως τους. Η υπεύθυνη του ΚΕΑΤ, η συγκλονιστική Μπέττυ Λεωτσάκου, που έχει αφιερώσει τη ζωή της σ’ αυτούς τους πονεμένους ανθρώπους, έκανε τα πάντα για να με βάλει στον περιβάλλον τους. Κι εκεί το σκοτάδι έγινε φως. Είδα από κοντά την εκπαίδευσή τους, τον τιτάνιο αγώνα τους για επιβίωση, τα προγράμματά τους, τον όμορφο κόσμο τους.

Δυστυχώς ο υπόλοιπος κόσμος τα αγνοεί, και, ακόμα χειρότερα, γυρίζει την πλάτη, όπως κάνει και το ανάλγητο κράτος που λέγαμε και πριν… Κι όταν η ίδια η Πολιτεία κωφεύει, πιστεύοντας ότι οι τυφλοί πρέπει να παραμένουν κάπου έγκλειστοι –μια νέα Σπιναλόγκα ίσως;– τότε ωθεί με τον τρόπο της αυτούς τους ανθρώπους προς την επαιτεία. Ο τυφλός δεν είναι για να παίζει ακορντεόν και να ζητάει την ελεημοσύνη μας. Χρειάζεται εκπαίδευση και στήριξη, αλλά παίρνει ελάχιστα απ’ αυτά, αν τα παίρνει κιόλας…

Μπήκα στα προγράμματα της ανάγνωσης και της γραφής των τυφλών, την Μπράιγ· ακόμα έχω πονοκέφαλο από τότε.

Συνεχίζοντας την έρευνα, ανακάλυψα έναν αληθινό θησαυρό που με άφησε άναυδο και μου έδειξε –με περίσσιο μεγαλείο ψυχής– ότι η δύναμη της θέλησης υπερνικά τα πάντα. Η Μάρθα λοιπόν, που τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, αντιμετώπισε στην καλύτερη, την ομορφότερη, την πιο δημιουργική ηλικία της ζωής της ένα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας. Μόλις είχε τελειώσει το μεταπτυχιακό της και είχε προσληφθεί, κι όλη η ζωή ήταν μπροστά της. Κι εκείνη άρχισε να τρεμοπαίζει και να κινδυνεύει άμεσα. Οδηγήθηκε βλέπουσα στο χειρουργείο και ξύπνησε τυφλή. Κι έτσι θα μείνει για πάντα…

Μετά το πρώτο ισχυρότατο σοκ δε σκέφτηκε να πέσει από ένα μπαλκόνι ούτε να ριχτεί στις ρόδες ενός φορτηγού. Δεν μπορούσε όμως και να διανοηθεί ότι θα ζει με τον οίκτο των διπλανών της, ανήμπορη, καθηλωμένη. Πήγε στη Σχολή Τυφλών της Θεσσαλονίκης, έσφιξε τα δόντια, έσβησε το παρελθόν της, εκπαιδεύτηκε, έμεινε μήνες εσώκλειστη και τώρα όχι μόνο μπορεί να ζει μόνη της, αλλά εκπαιδεύει η ίδια τυφλούς, μεταλαμπαδεύοντας το μεγαλείο της ψυχής της.

«Γιατί το φως είναι εκεί…» όπως μου έλεγε στις ατελείωτες ώρες των συζητήσεών μας.

Συναντηθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, και, η αθεόφοβη, ήρθε μόνη της να με βρει μέσα στο χάος της πόλης, δείχνοντάς μου με συνταρακτικό τρόπο πως όποιος το θέλει πραγματικά, μπορεί να κάνει τα πάντα. Η Μάρθα περπατάει ώρες, αθλείται, διαβάζει, γράφει, μαγειρεύει, κάνει δουλειές, προχώρησε σε νέες σπουδές, ονειρεύεται…

Έτσι η Μάρθα, παράδειγμα για κάθε άνθρωπο, βλέποντα ή τυφλό, με βοήθησε, εκτός των άλλων, να δημιουργήσω την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, τη Μαργαρίτα.

Με συγκλόνισε από την πρώτη στιγμή. Όταν της είπα το σενάριο του βιβλίου, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που άρχισε να με βομβαρδίζει με λεπτομέρειες από τον «κόσμο» της.

Μου έστειλε κι ένα γραπτό μήνυμα και… με τρέλανε!

«Ευχαριστώ για τις κουβέντες μας. Είναι ωραία η ρουφιάνα η ζωή και είμαι πολύ τυχερή που ζω. Είναι όμορφος ο κόσμος των τυφλών. Θα το καταλάβει και ο ήρωάς σου, ο Αλέξανδρος. Είναι μαγικός κόσμος. Καληνύχτα…»

Ναι, μου έγραψε μήνυμα η Μάρθα και με έκανε να κλαίω μια μέρα ολόκληρη! Και το ξανάκανε και την επόμενη μέρα.

«Να πεις του ήρωά σου ότι όποιος δεν αντέχει τον χαμό είναι μονίμως χαμένος… Πρέπει να το καταλάβει ο Αλέξανδρος. Και για να κερδίσει την ψυχή του, πρέπει πρώτα να τη χάσει… Εσύ μη χάνεις τον στόχο σου. Γράφε! Καλό υπόλοιπο και καλή δύναμη σε τούτο το ταξίδι ανάμεσα στις γραμμές…»

Πόσο μεγαλείο ψυχής έχει αυτός ο άνθρωπος! Ίσως τόσο όσο και η παντοτινή της δασκάλα, η αγία Έλεν Κέλερ, που άλλαξε τον κόσμο των τυφλών και τους έδωσε όραμα, πίστη, ελπίδα. Αυτή η αγία ήταν τυφλή και κωφή, κι όμως κατάφερε να κατακτήσει τον κόσμο με τα κείμενά της, κάνοντας πλανητάρχες και ανθρώπους του πνεύματος να υποκλιθούν μπροστά της. Αυτή έγραψε ό,τι πιο συγκλονιστικό διάβασα τον τελευταίο χρόνο: «Το να περπατάς με έναν φίλο στο σκοτάδι είναι καλύτερο από το να περπατάς μόνος στο φως…»

Μετά τη Μάρθα συνάντησα και έναν εκ γενετής τυφλό, τον Χάρη, που επίσης με συγκλόνισε με τη δύναμη της ψυχής του.

«Ναι, είναι δύσκολο. Να φανταστείς ότι δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπο της μάνας μου, δεν ξέρω καν πώς είναι το πρόσωπο των ανθρώπων. Δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα τι σημαίνει βουνό και τι θάλασσα. Είναι δύσκολο… Αλλά κι από την άλλη, η ζωή είναι δώρο. Και προσπαθώ να πάρω όσα μπορώ…» μου είπε στην πρώτη μας συνάντηση.

Τότε ήταν που με αφόπλισε. Τι να έλεγα σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Ότι βλέπω θολά κι ότι έχω… πονοκέφαλο;

Ο Χάρης βλέπει με τα μάτια της ψυχής και παλεύει με την καρδιά που χτυπάει δυνατά για ζωή, έστω στο σκοτάδι.

«Πού βρίσκεις τόση δύναμη;» τόλμησα να τον ρωτήσω. Η απάντησή του έφραξε τις λέξεις στο στόμα μου.

«Άκου, δημοσιογράφε. Μια φορά, ένας τυφλός ρώτησε έναν σοφό: “Υπάρχει, σοφέ μου, τίποτα χειρότερο από το να χάσεις το φως σου;” Κι ο σοφός απάντησε: “Φυσικά υπάρχει. Να χάσεις τα όνειρά σου!” Ε, λοιπόν, για να ξέρεις, χάνεται μόνο όποιος χάσει τα όνειρά του, όποια και να ’ναι αυτά…»

Ήταν ένα πολύ δύσκολο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου λύγισα πολλές φορές. Πώς να μη λυγίσεις όταν βλέπεις παιδάκια μια σταλιά, ξέροντας ότι δε θα δουν ποτέ το φως και τον ήλιο στη ζωή τους; Πώς να μην ανατριχιάσεις όταν τα βλέπεις να παλεύουν να μάθουν τη δύσκολη γραφή των τυφλών, γιατί αυτό θα είναι το μοναδικό τους όπλο;

Το δύσκολο ταξίδι ακολούθησαν και τα ευχάριστα. Βρέθηκα λοιπόν στο Καστελόριζο, εκεί όπου διαδραματίζεται το τελευταίο μέρος του βιβλίου. Σ’ αυτή τη μικρή κουκκίδα γης, την ξεχασμένη από το κράτος, είδα με περίσσια έκπληξη ότι περισσότερο τους συνδράμουν οι Τούρκοι απέναντι στο Κας –ένα τσιγάρο δρόμος– παρά η μαμά Ελλάδα. Κι αν η πατρίδα δε φροντίσει με ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ενδιαφέρον αυτό το σπάνιο ακριτικό νησί στην εσχατιά της χώρας, ίσως σε λίγα χρόνια να έχουμε θέματα σοβαρά. Θάλασσα, πικροθάλασσα, που έγραψε κι ο Μάνος Λοΐζος…

Ευχαριστώ από καρδιάς τη Βούλα και τον Γιάννη Δουλγάρογλου που μου άνοιξαν την καρδιά τους, τον Μιχάλη τον αντιδήμαρχο, που μου άνοιξε το δημαρχείο και μου έδειξε υπέροχα πράγματα βοηθώντας την έρευνα, τους απλούς ανθρώπους που μου είπαν τα βάσανά τους, τον καπετάν Γιώργο, που με πήγε με το καΐκι του στην Τουρκία, τον Αλί και τον Αχμέτ στο Κας, που μου φέρθηκαν αδελφικά και απέδειξαν στην πράξη ότι… «εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ».

Και κάτι για τον τίτλο: τα κεριά του Αλέξανδρου είναι δεκατρία, αριθμός σημαδιακός, αφού αυτό είναι το δέκατο τρίτο βιβλίο μου και περιλαμβάνει δεκατρία κεφάλαια.

Άξιζε αυτό το μοναδικό ταξίδι στον κόσμο των τυφλών και μ’ έκανε να πιστέψω ακόμα περισσότερο ότι, δίχως αλληλεγγύη, η ζωή είναι δυσκολότερη. Γιατί έτσι μοναχικά προχωρούν μόνο τα σπασμένα καράβια.

Δίχως χτύπο οι ώρες

και οι μέρες θλιβές, δίχως χάρη,

κι έτσι κούφιο κι ακίνητο

μες σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.

Και φεγγάρι του καθενός, φωτεινό ή σκοτεινό, είναι η ψυχή του…

*Το τραγούδι Σπασμένο καράβι το ερμήνευσε πρώτη φορά το 1975 ο Κώστας Καράλης. Είναι σε στίχους του Γιάννη Σκαρίμπα και μουσική του Γιάννη Σπανού.

9786180117196 9786180112665
book-button book-button

 

Share Button

The Author

Μένιος Σακελλαρόπουλος

Ο ΜΕΝΙΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ δεν ασχολήθηκε με αποτρόπαια εγκλήματα, μετά τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης, παρά μόνο πολύ αργότερα, στα μυθιστορήματά του. Τον είχε κερδίσει ήδη η δημοσιογραφία, την οποία ταλαιπωρεί επί τριάντα οχτώ συναπτά έτη. Ξεκίνησε μαθητής λυκείου ακόμα από το Φως, μύρισε το μελάνι στις εφημερίδες Βραδυνή, Έθνος, Ελεύθερος Τύπος, Αθλητική, Sportime, Derby, στα περιοδικά Εικόνες, Nitro, Active, Επίκαιρα, βούτηξε στα ερτζιανά (ΕΡΑ, Sport FM, Sentra FM, SPORT 24) κι από το 1992 είναι στο Mega Channel. Έκανε τρεις φορές τον γύρο της Ευρώπης, φτάνοντας ως τη Νότια Αφρική, με εκατοντάδες ρεπορτάζ και χιλιάδες βίντεο, όλα με ένα δικό του χρώμα. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΠΣΑΤ, από τον οποίο έχει βραβευτεί τέσσερις φορές για τηλεοπτικά θέματα. Παραμένει έφηβος και εκρηκτικός, συνεχίζει να ονειρεύεται, να χαμογελάει, να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται, και πιστεύει στην… άσπρη μέρα.