Κατά τον Κικέρωνα, «εκείνον που θέλει, οι Μοίρες τον οδηγούν, εκείνον που δε θέλει, τον σύρουν». Κατά τον Ηράκλειτο, «τα πάντα γίνονται καθ’ ειμαρμένην», την κυρίαρχη των Μοιρών. Κατά τον απλό λαό, «όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει». Μοίρα καλή λοιπόν, πιθανότατα η Λάχεσις, με έσπρωξε πριν από λίγους μήνες στα Γιάννενα, προσκεκλημένο σε ένα σημαντικό Ψυχιατρικό Συνέδριο.
Αγνόησα το εντυπωσιακό δείπνο που μας παρέθεσαν οι διοργανωτές εξαιτίας μιας ακατανίκητης επιθυμίας να επισκεφθώ το Μουσείο του Αλή Πασά στο Νησάκι. Είχα να πάω από έφηβος. Έχασα τις υπέροχες καραβίδες και την αστακομακαρονάδα, αλλά βρήκα ένα συγκλονιστικό μουσείο που με άφησε άφωνο. Κι εκεί, μπροστά στο αδιανόητης ομορφιάς καριοφίλι του Αλή Πασά, μοναδικό κειμήλιο ανεκτίμητης αξίας, σκέφτηκα ότι οι ιδιώτες –γιατί ιδιωτικό είναι το μουσείο– κάνουν θαύματα, βάζοντας όλη την ψυχή τους. Δυο ολόκληρες ώρες έμεινα εκεί τυλιγμένος με το πέπλο της Ιστορίας, που δε μιλούσε, αλλά απήγγειλε, τραγουδούσε, υμνούσε.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, θεώρησα χρέος τιμής να γράψω ένα κείμενο για το μουσείο. Την πάσα αλήθεια είπα (έγραψα):
«Πόσο ακριβή είναι η Ιστορία, πόσο δυνατή φωνή έχει, πόσα δίνει (και δείχνει) απλόχερα. Καμιά φορά πονάει και η ίδια όταν εκτοπίζεται, όταν θάβεται σε υπόγεια, όταν κλείνεται σε μπαούλα, όταν κυκλώνεται από τη μούχλα, όταν αντιμετωπίζεται με ασέβεια.
»Γι’ αυτό και ένιωσα τεράστια έκπληξη όταν είδα το Μουσείο του Αλή Πασά και της επαναστατικής περιόδου στο Νησάκι στα Γιάννενα, έργο τέχνης από μόνο του, ένα ποίημα της Ιστορίας για την Ιστορία. Για την ακρίβεια, έτριβα τα μάτια μου εκεί στα κελιά της Μονής Παντελεήμονα, που ναι, μυρίζει Ιστορία, δόξα και αίμα· εκεί σκότωσαν οι Τούρκοι τον Αλή Πασά, εκεί πόνεσε κι έκλαψε η όμορφη τελευταία γυναίκα του, η Βασιλική Κονταξή, εκεί σπάραξε η κυρα-Φροσύνη μέχρι να την πνίξουν στη λίμνη (11 Ιανουαρίου 1801) γιατί ήταν “ζωηρό” κορίτσι και απάτησε τον άντρα της.
»Οι επισκέπτες έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό όταν πληροφορήθηκαν ότι ένας ιδιώτης, πρώην φούρναρης για σαράντα χρόνια, ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό το θαύμα. Εκείνος –ο Φώτης Ραπακούσης– το έστησε από το μηδέν, ξόδεψε την περιουσία του για να αγοράσει σε δημοπρασίες τα πολύτιμα αντικείμενα εκείνης της περιόδου, εκείνος οραματίστηκε αυτό το μουσείο για τους Γιαννιώτες, τους υπόλοιπους Ηπειρώτες και όλους τους Έλληνες, εκείνος πληρώνει ενοίκιο στη μητρόπολη και στον δήμο, εκείνος ανέλαβε να φωτίσει την Ιστορία. Τα κειμήλια; Δε μιλάνε απλώς, ουρλιάζουν…»
Αυτός ήταν ο πρόλογος του κειμένου. Ελάχιστη ώρα μετά τη δημοσίευση, ο κύριος στην άλλη άκρη της γραμμής σχεδόν έκλαιγε σε κάθε «ευχαριστώ» του.
«Με έχετε συγκινήσει τόσο πολύ, τρέμω!» μου είπε ο ιδιοκτήτης του μουσείου, ο Φώτης Ραπακούσης, ένας άνθρωπος που μιλούσε με την ψυχή του, όπως ακριβώς και το μουσείο.
Ξεκίνησε να μου στέλνει στο facebook διάφορα νέα αποκτήματα του μουσείου του, μέχρι που ένα μεσημέρι έστειλε ένα κείμενο που με συγκλόνισε και με έκανε να παρατήσω τη δουλειά μου στη μέση.