Ο Τζον ήταν κατενθουσιασμένος με την Ελλάδα. Αυτό το λαμπερό φως, ο καθαρός ουρανός και η μπλε θάλασσα τον είχαν γοητεύσει, τον γέμιζαν με ενέργεια και όρεξη για δράση. Έκανε σαν παιδί από τη χαρά του.
Χρόνια τώρα, άκουγε για τη Χίο, την πατρίδα της γυναίκας του, της Γιώτας. Είχε δει και φωτογραφίες, αλλά είναι άλλο οι φωτογραφίες κι άλλο να βλέπεις το νησί από κοντά. Ένιωθε ένα συναίσθημα που του ζέσταινε την καρδιά αντικρίζοντας τα όμορφα τοπία και τα γραφικά χωριά που ξετυλίγονταν μπροστά του. Όσο για τις μυρωδιές από τα θυμάρια, τις πορτοκαλιές και την αρμύρα, αυτές γαργαλούσαν την όσφρησή του και ξυπνούσαν τις αισθήσεις του.
Όλα ήταν καινούργια για τον Αμερικάνο από το Μπρούκλιν – τα Μαστιχοχώρια, ο Κάμπος, οι παραλίες, το Πυργί, το Άβατο, τα Μεστά. Και να ’ταν μόνο τα χωριά… Τα μαστιχόδεντρα, τα καλντερίμια, τα αρχοντικά είχαν κατακτήσει το μυαλό και την ψυχή του ανθρώπου που γεννήθηκε και πέρασε όλη του τη ζωή στη μεγαλούπολη.
Αφού όλα τού φαίνονταν καινούργια, ρωτούσε για όλα την Άντζελα, την ξαδέλφη της γυναίκας του. Ο καημένος… Ήταν ένας αγαθός, περίεργος Αμερικάνος με αυθορμητισμό παιδιού. Ξένος, αλλά ένιωθε οικείος ανάμεσα στο φιλόξενο σόι της γυναίκας του, που τον είχε στα όπα όπα.
Ειδικά η Άντζελα τους είχε κατασκλαβώσει με τις περιποιήσεις της. Εδώ και έξι χρόνια, η Άντζελα είχε έρθει πίσω στην πατρίδα κι είχε εγκατασταθεί στον Εμπορειό, ύστερα από είκοσι χρόνια που έζησε στην Αμερική. Έχτισε κι έναν μικρό ξενώνα και πρόσθεσε στο πίσω μέρος του κήπου έναν λαχανόκηπο. Ακούραστη, ανεβοκατέβαινε τα σκαλιά για να περιποιηθεί τον κόσμο η ψηλόλιγνη σιλουέτα της Άντζελας με τα έντονα ζυγωματικά και τα κατσαρά μαλλιά, βαμμένα μαύρα ως τη ρίζα.
Τόσους και τόσους φιλοξένησε. Να μην περιποιηθεί την ξαδέρφη της και τον γαμπρό της στην πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα;
Γύρω στα πενήντα πέντε, μέτριος σε ανάστημα, με αρχή φαλάκρας και μουστάκι, ο Τζον ήταν ακμαίος, ένας άνθρωπος ευχάριστος, όπως οι περισσότεροι έμποροι, και τετραπέρατος. Δεν σταματούσε να ρωτάει: Τι είναι αυτό; Πού είναι η βρύση; Πώς γεμίζουν οι δεξαμενές; Πώς κεντάνε τα μαστιχόδεντρα; Τι θα πει τρεχαντήρι; Τι θα πει μπρατσέρα; Υπάρχουν ακόμα καπετάνιοι στο νησί; Πού έχει εδώ λιοτρίβι; – κι άλλα πολλά, στα οποία με ευχαρίστηση του απαντούσαν η Άντζελα και η Γιώτα.
* * * * * * *
Με το που προσγειώθηκαν στη Χίο, η Άντζελα παράτησε τις δουλειές της και, με το αυτοκίνητό της, τους έκανε τον γύρο του νησιού. Εκείνη την ημέρα, ήρθε επιτέλους η στιγμή να τους πάρει από το χωριό και να τους πάει στον Εμπορειό, να δείξει στον Τζον τα μέρη της και, κυρίως, την περίφημη παραλία Μαύρα Βόλια, που βρισκόταν δυο βήματα από τον ξενώνα της.
Ήταν μέσα στο πρόγραμμα να γυρίσουν όλη τη Χίο, από βορρά μέχρι τον νότο κι από ανατολή μέχρι τη δύση.
Η Γιώτα ήταν κι αυτή πολύ χαρούμενη που θα ξανάβρισκε τη μαγευτική παραλία των παιδικών της χρονών. Δεν έμοιαζε στην ξαδέλφη της, παρά μόνο στο κατσαρό μαλλί. Η ίδια, όμως, είχε καστανόξανθες μπούκλες και ήταν πιο κοντή, πιο γεμάτη και λιγότερο νευρική από την αγαπημένη της ξαδέλφη. Ίσως γι’ αυτό ταιριάζανε. Η μία συμπλήρωνε την άλλη.
Με οδηγό την Άντζελα, η μικρή συνομήλικη παρέα μπήκε στο αυτοκίνητο εκείνο το όμορφο πρωινό του Ιουνίου με πολλά κέφια. Φυσούσε ένα ευχάριστο βοριαδάκι και από τα ανοιχτά παράθυρα εισέβαλλαν οι μυρωδιές της φύσης.
Το θέμα της συζήτησης ήταν η υπέροχη κουζίνα της Χίου με τα λιγουρευτά της πιάτα. Το ρεβυθοπίλαφο, τα ψητά ψάρια, το ζυμωτό ψωμί στον φούρνο με ξύλα, το σπιτικό λικέρ μαστίχα. Αν και πρωί, η κουβέντα είχε ανάψει από ενθουσιασμό.
Ο δρόμος ήταν όλο στροφές και περνούσε ανάμεσα σε πράσινους λόφους, σαν το φίδι που λυγίζει το σώμα του σε εύκαμπτες καμπύλες.
* * * * * * *
Εκεί επάνω, σε μια στροφή λίγο μετά το Πυργί, φάνηκε στην άκρη του δρόμου ένα μικροσκοπικό εκκλησάκι-μινιατούρα με αναμμένο το καντηλάκι του. Ίσα που χωρούσε το καντηλάκι στο εσωτερικό της εκκλησούλας.
Ο Τζον ξαφνιάστηκε.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε.
«Είναι το ομοίωμα μιας εκκλησίας. Εδώ έχει γίνει αυτοκινητικό δυστύχημα και κάποιος άνθρωπος έχασε τη ζωή του σε αυτό το σημείο. Οι συγγενείς του έχτισαν το εκκλησάκι για τη συγχώρεση της ψυχής του. Είναι τόσο μικρό, ίσα για να φιλοξενεί ένα καντηλάκι».
Ο Τζον πρόσεχε έκπληκτος και σιωπηλός τα λόγια της Άντζελας. Στο άκουσμα της ιστορίας που χαρακτήριζε το σημείο εκείνο της διαδρομής χάθηκε το χαμόγελό του.
Αφού επεξεργάστηκε λίγο η παρέα την πληροφορία, με σχόλια του τύπου «τς, τς, απρόσεκτοι οδηγοί» ή «τι κρίμα να χάνονται άνθρωποι στην άσφαλτο», σε λίγο η κουβέντα άλλαξε θέμα και ευθύμησαν και πάλι. Όταν η κουβέντα γυρίζει στα κουτσομπολιά της οικογένειας, πώς να μην ευθυμήσεις;
Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, σε μια κλειστή στροφή, φάνηκε ένα ολόιδιο εκκλησάκι-μινιατούρα, στολισμένο με λουλούδια και με το καντηλάκι του αναμμένο να συγχωράει μια ψυχή.
Ο Τζον απόρησε.
«Κι αυτό εδώ εκκλησάκι είναι;» ρώτησε με ανησυχία.
«Κι αυτό από ατύχημα!» επαλήθευσαν με ένα στόμα οι δύο ξαδέλφες.
Σε μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα, που και οι ίδιοι βρίσκονταν αμέριμνοι στον δρόμο μέσα σε ένα αυτοκίνητο πηγαίνοντας χαρούμενοι για μπάνιο, γύρω τους κραύγαζαν τα δυσάρεστα περιστατικά με τις χαμένες ζωές. Ο Τζον ένιωθε θλίψη. Όπως ήταν φυσικό, σκέφτηκε πως δεν ήταν τυχαίο… Στο νησί τα αυτοκίνητα βρίσκονταν στα χέρια απρόσεκτων οδηγών.
Σε λίγα λεπτά, σε μια από τις επόμενες στροφές, ένα ακόμα θρησκευτικό αφιέρωμα πρόβαλε, σύμβολο δυσάρεστης ανάμνησης. Ένα εκκλησάκι με το καντηλάκι του στεκόταν θλιμμένο στην πανέμορφη εξοχή.
«Πάλι δυστύχημα; Και σε αυτό το σημείο;»
«Δυστυχώς, Τζον μου, και σ’ αυτό το σημείο», απάντησαν αφήνοντας έναν μικρό αναστεναγμό οι δύο γυναίκες, σιωπηλές κι αυτές στη συνέχεια, γιατί η αλήθεια είναι ότι ένιωθαν ντροπή να παραδέχονται στον ξένο πόσο απρόσεκτοι είναι οι οδηγοί στην Ελλάδα.
Ο Τζον είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Αναρωτιόταν αν ο συγκεκριμένος δρόμος ήταν επικίνδυνος ή αν το νησί ήταν ιδιαίτερα άτυχο, με τόσα δυστυχήματα. Αμίλητος, τριγύριζε το μυαλό του στις οικογένειες που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα. Παρά τη θλίψη τους, με πολλή επιμέλεια έχτισαν σε ανάμνηση της αδικοχαμένης ψυχής τα εκκλησάκια-μινιατούρες και, με συχνές επισκέψεις, διατηρούσαν τη φωτίτσα στο καντηλάκι αναμμένη.
Η Άντζελα άλλαξε ρότα στην κουβέντα με την ιστορία της θείας Μαριγώς, που αμφισβητούσε δυο ολόκληρα στρέμματα από το διπλανό κτήμα του κυρ-Παντελή. Όμως ο Τζον δεν άκουγε. Κοίταζε τις στροφές. Είχε κολλήσει το μυαλό του.
* * * * * * *
Και ξαφνικά, σε μια από τις επόμενες στροφές, πρόβαλε μια συστάδα από κυπαρίσσια. Στη σκιά τους δροσιζόταν ένα πανέμορφο, ειρηνικό ξωκλήσι, μια εκκλησία κανονική, με καμιά πενηνταριά σταυρούς γύρω γύρω. Τα κυπαρίσσια οριοθετούσαν το κοιμητήρι ενός χωριού.
Ο Τζον, με το μάτι εξασκημένο να διακρίνει τα σημάδια δυστυχίας στις στροφές, περίμενε τη συνέχεια με τα καντηλάκια.
Έτσι, όταν αντίκρισε κοτζάμ εκκλησία με πενήντα σταυρούς και κυπαρίσσια πάνω στη στροφή, νόμισε ότι εκεί θα έγινε μεγάλο τρακάρισμα.
Γούρλωσε τα μάτια του και σοκαρισμένος, φώναξε:
«Ω! Θεέ μου! Αυτό εδώ πρέπει να ήταν ολόκληρο πούλμαν!»
«Πού;» ρώτησε μπερδεμένη η Άντζελα.
«Εδώ, στη στροφή!»
«Μα, όχι, αυτό είναι ξωκλήσι», του απάντησε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το πρόσωπό της ήταν συννεφιασμένο. Αλλά με το μπέρδεμα του Αμερικάνου, που νόμισε ότι το ξωκλήσι χτίστηκε με αφορμή κάποιο ατύχημα, δεν μπόρεσε να μη γελάσει.
Δεν κρατήθηκε. Γύρισε και κοίταξε την ξαδέλφη της με νόημα, και έβαλαν και οι δυο τα γέλια.
* * * * * * *
Αυτή η ιστορία με την γκάφα του Αμερικάνου ξάδελφου έμεινε στην οικογένεια της Άντζελας σαν ανέκδοτο και τη διηγούνται συχνά στα οικογενειακά τραπέζια με θυμηδία.