Η αγάπη είναι τυφλή. Αλλά και το μίσος. Και τα δυο μέσα στην υπερβολή τους γίνονται πάθη από τα οποία δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί κανείς. Το τυφλό μίσος δε θα αργήσει, σε πολλές περιπτώσεις, να οδηγήσει σε πράξεις, στην εκδίκηση, ή στην αντεκδίκηση, όταν κανείς αισθάνεται πως κάποιος τον έβλαψε αναίτια και υπερβολικά. Η λογική, αν υπάρχει ακόμα ίχνος της μέσα σε τόσο μίσος, είναι, ίσως, αυτή που θα μπορέσει ν’ αποτρέψει την τελευταία στιγμή το κακό.
Το μίσος είναι το δηλητήριο που σιγά σιγά μολύνει την ψυχή και μονοπωλεί τη σκέψη μας.
Αλήθεια, μπορούμε να κατανοήσουμε αυτούς που ζώνονται τα εκρηκτικά και τα πυροδοτούν μέσα σ’ ένα πλήθος αθώων στο Ισραήλ, το Αφγανιστάν, τη Βαγδάτη, τη Μόσχα; Γιατί να μισούν τις γυναίκες, τα παιδιά, ποια εκδίκηση γυρεύουν; Τι είναι αυτό που οπλίζει το χέρι των ισλαμιστών μαχητών να αποκεφαλίσουν χωρίς δισταγμό, με τέτοιο μίσος, τόσους ανθρώπους στη σειρά; Η κατάληξη, βέβαια, είναι το αποτέλεσμα μακρόχρονης και πολύπλοκης διεργασίας. Δεν εξηγείται μονόπλευρα και διά μιας. Δεν υπάρχει μία υπεραπλουστευτική εξήγηση.
Σύμφωνα με τον Χένρι Άνταμς «Πολιτική είναι η συστηματική οργάνωση του μίσους». Πρόκειται για τη μια όψη του νομίσματος και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το οργανωμένο μίσος των ναζί εναντίον των Εβραίων και άλλων εθνοτήτων. Ο Καστοριάδης σωστά διαπίστωσε πως το μίσος είναι όχι μόνο απαραίτητος αλλά και ουσιαστικός όρος του πολέμου.
Αλλά τι γίνεται με το μίσος και τις πράξεις εκδίκησης μεμονωμένων ατόμων; Γιατί στο βιβλίο «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση» ένας φαινομενικά φυσιολογικός νέος άνθρωπος, όπως ο Αντώνης Σοκαρδής να προχωρήσει σε μια ακραία πράξη εκδίκησης στο κέντρο της Αθήνας; Ποιος είναι ο μηχανισμός, η διαδικασία που τον οδήγησε μέχρι εκεί; Ο Σοκαρδής είναι ο μακρινός απόγονος ενός ληστή, μέλος της συμμορίας των Αρβανιτάκηδων, η οποία σφαγίασε τέσσερις ξένους περιηγητές πριν από 143 χρόνια στο Δήλεσι. Ένας εκ των ηρώων του βιβλίου θα αποφανθεί «πως τα γεγονότα είναι απόρροια άλλων γεγονότων, που το ωστικό τους κύμα φτάνει μέχρι το σήμερα, τα σημάδια τους είναι ακόμα ορατά γύρω μας, μέσα μας».
Είναι αλήθεια πως το παθιασμένο μίσος μπορεί να δώσει νόημα σε μια άδεια ζωή. Ειδικά στην περίπτωση του ήρωα του βιβλίου. Γιατί ο Αντώνης Σοκαρδής είναι ταυτόχρονα και θύμα, το θύμα της διαχρονικής κατάστασης που μαστίζει τη χώρα και την κοινωνία. Ο καθηγητής Σεργίδης, στο αμφιθέατρο μπροστά στους φοιτητές του, δε θα μασήσει τα λόγια του. Θα ξεσκεπάσει, παρασυρμένος από το μένος, και μάλλον το μίσος του, το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο που λυμαίνεται τόσα χρόνια την Ελλάδα. «Δέστε πως κατάντησαν τη χώρα. Χρειάστηκαν 200 χρόνια για να μας φέρουν μέχρι εδώ. Πάντα οι ίδιοι, μεταμφιεσμένοι προβατόσχημοι λύκοι. Κάθε κόμμα κι ένας αρχιλήσταρχος με τα πρωτοπαλίκαρα, το συγγενολόι, τις κουμπαριές, τους σταυραδελφούς, τα τσελιγκάτα, τις στρούγκες, τους κλεπταποδόχους. Τα λύτρα και τις μίζες, το μαύρο χρήμα». Ο Αντώνης Σοκαρδής αισθάνεται πως κάποιοι του έχουν κλέψει τα όνειρα, την ευτυχία και τον παιδικό του παράδεισο. «Ναι, τους μισώ, τους μισώ. Χίλιες φορές τους μισώ», θα παραδεχτεί. Μπροστά σε μια τόσο έντονη αίσθηση της αδικίας, το μίσος μονοπωλεί τη σκέψη και την καθημερινότητα και η εκδίκηση γίνεται αυτοσκοπός.
Όταν ο ήρωας θα θέσει σ’ εφαρμογή το σχέδιο της εκδίκησής του, θα γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Και ο Αντώνης Σοκαρδής μοιάζει, προς στιγμήν, να αμφιταλαντεύεται. Ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος.