Πόσες και πόσες φορές, αλήθεια, δεν έχουμε διαβάσει σε οπισθόφυλλα βιβλίων για «θαμμένα μυστικά που ξαφνικά αναδύονται στην επιφάνεια»; «Πολυφορεμένο», «κλισέ», «υπερβολή», θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Τι γίνεται, όμως, όταν η φράση αυτή είναι κυριολεκτική και αντιπροσωπεύει την απόλυτη και άκρως ανατριχιαστική αλήθεια; Την αλήθεια που χαρακτηρίζει όλα τα βυθισμένα χωριά, πολύ περισσότερο όμως το Κάλλιο, που σήμερα, σαράντα χρόνια μετά τη μετατροπή του σε υγρό τάφο, αποφασίζει να μας θυμίσει και πάλι την παρουσία του και να αναδυθεί μέσα από τη λάσπη και τα έγκατα της υγρής του φυλακής;
Ένα παρόμοιο άρθρο, λίγα χρόνια πριν, είχε αποτελέσει για μένα πηγή έμπνευσης για το βιβλίο μου Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕΣ. Το Κάλλιο, εξαιτίας της ξηρασίας, είχε ξεπροβάλει για άλλη μια φορά, καθώς η στάθμη του νερού της λίμνης του Μόρνου είχε υποχωρήσει. Ανέκαθεν με γοήτευε η αντίθεση αυτού που «φαίνεται» με αυτό που μπορεί να «κρύβεται» από κάτω, και πάντα, από παιδί ακόμα, όταν αντίκριζα λίμνες σκεφτόμουν τι μπορεί να είναι βυθισμένο στο εσωτερικό τους. Σε χαμένες Ατλαντίδες πήγαινε τότε το μυαλό μου και σίγουρα όχι σε χωριά-φαντάσματα, χωριά που καταδικάστηκαν στον θάνατο, τη λήθη και τη σήψη χωρίς δυνατότητα αναστολής. Για το κοινό καλό, θα πουν πολλοί, καθώς η λίμνη του Μόρνου έδωσε νερό σε όλη την πρωτεύουσα. Στο όνομα του «κοινού καλού» έχουν γίνει τα πιο φρικτά εγκλήματα, θα πούνε άλλοι. Όπως και να ’χει, κάτω από τα σμαραγδένια και λαμπερά νερά της λίμνης του Μόρνου κρύβεται μια υγρή πολιτεία. Και μαζί της, κάπου εκεί στον πυθμένα, βυθισμένα, αλλά όχι ξεχασμένα, ζουν τα όνειρα, οι αναμνήσεις και οι στιγμές των κατοίκων ενός ολόκληρου χωριού. Ενός χωριού με ρίζες και ιστορία πολλών χιλιάδων χρόνων, καθώς εκεί βρισκόταν η αρχαία Καλλίπολις, το ανατολικότερο μέρος της αιτωλικής φυλής των Οφιονέων κατά τον Θουκυδίδη αλλά και σύμφωνα με μαρτυρίες του Παυσανία, που το 1915 μετονομάστηκε από το σλάβικο όνομα Βελούχοβο σε Κάλλιο.
Πολλές φορές έχω προσπαθήσει να φανταστώ τις τελευταίες μέρες του Καλλίου, όταν το φράγμα ολοκληρώθηκε το 1979 και το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου ήταν πια γεγονός, καθώς η κατάσταση ήταν σίγουρα μη αναστρέψιμη. Γιατί την Πρωτοχρονιά της νέας δεκαετίας, την Πρωτοχρονιά του 1980 δηλαδή, το Κάλλιο θα χανόταν οριστικά και αμετάκλητα κάτω από τόνους νερού. Υπάρχουν μαρτυρίες από τότε που κόβουν την ανάσα. «Κανείς άκουγε κλάματα σε κάθε γωνιά, όπου κι αν στεκόταν. Οι άνθρωποι είχαν χάσει το χαμόγελό τους, είχαν πάρει τις πενιχρές αποζημιώσεις που τους είχε εξασφαλίσει ο κρατικός μηχανισμός και ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια στα οποία είχαν γεννηθεί τόσο οι ίδιοι όσο και οι πατεράδες τους, να φορτώσουν σε ένα παλιό αγροτικό αυτοκίνητο όπως όπως το βιος τους και να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους. Επρόκειτο για έναν ξεριζωμό άνευ προηγουμένου, που όμοιό του είχαν ζήσει κάποιοι μονάχα σε καιρό πολέμου. Κι ας τους είχαν υποσχεθεί τη δημιουργία ενός νέου χωριού λίγα μέτρα μόλις πιο ψηλά, στις όχθες της λίμνης που θα δημιουργούνταν. Τίποτα δεν μπορούσε να απαλύνει τον καημό τους γι’ αυτά που θα χάνονταν, εκείνα που θα έμεναν για πάντα πίσω, καταδικασμένα να σαπίσουν μέσα σε έναν υγρό τάφο.
Όλο το χωριό παρευρέθηκε στην τελευταία Λειτουργία. Τα καντήλια της συγκεκριμένης εκκλησίας δεν θα άναβαν ποτέ ξανά. Ο πρωινός όρθρος δεν θα ξανακουγόταν εκεί μέσα. Με το που τελείωσε, όλοι μαζί τύλιξαν όλες τις εικόνες σε σεντόνια και τις μετέφεραν ευλαβικά στα μεταφορικά τους μέσα. Φίλησαν με δάκρυα στα μάτια τις τοιχογραφίες, το πάτωμα, τα σκαλιά, έκαναν τον σταυρό τους και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Δεν θα την ξανάνοιγαν ποτέ!»…[1]
Μαχαιριά στην καρδιά είναι για τους «παλιούς» η κάθε ανάδυση του χωριού από τον βυθό. Είναι το «σιωπηλό “κατηγορώ”» ενός τόπου που αρνείται να χαθεί. Κι όσοι το αντέχουν, στέκονται τότε στην όχθη και προσπαθούν να ξεχωρίσουν: τα σοκάκια που έπαιξαν σαν παιδιά, τα σπιτικά που στέγασαν τις οικογένειές τους, τον τόπο που κάποτε αποκαλούσαν σπίτι. Πονάει όλο αυτό – και πονάει πολύ. Σαν ένα τραύμα που έχει κακοφορμίσει κι αρνείται να κλείσει. Και μόνη παρηγοριά είναι η σκέψη πως εκεί, κάτω από τα νερά της αδηφάγας λίμνης, θα ξαναβρεθούν κάποτε όλοι.
«Σε όποιον έρχεται το τέλος του και θα πάει στον άλλο κόσμο, θα πάει εκεί… Ξαναμαζεύεται το χωριό…», λέει ένας ηλικιωμένος κάτοικος με νόημα. Και, κάπως έτσι, η συγγραφική φαντασία παίρνει φωτιά…
[1] Απόσπασμα από το Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕΣ.