Τον Μάρτιο του 2017, με αφορμή μια συναυλία βρέθηκα στην Ιεράπετρα της Κρήτης, στο νοτιότερο άκρο της ταλαίπωρης Ευρώπης. Έβρεχε απ’ το πρωί εκείνη τη μέρα, αλλά με το πρώτο απογευματινό άνοιγμα του καιρού βρήκα την ευκαιρία. Βγήκα μια βόλτα στα στενά κοντά στη θάλασσα. Πάντα μ’ αρέσει να το κάνω αυτό όπου κι αν ταξιδεύω. Να μπλέκομαι στους ήχους, στα χρώματα και στις μυρωδιές του μέρους όπου βρίσκομαι, να ανιχνεύω τα έργα και τα συναισθήματα των ανθρώπων που ζουν εκεί, αλλά κι αυτών που πέρασαν κι οι ζωές τους αποτυπώθηκαν στους τοίχους. Το βλέμμα μου έπεσε σε μια επιγραφή έξω από ένα παλιό σπίτι, όπου και αναγραφόταν ότι εκεί έμεινε για μία ή δύο νύχτες (δε θυμάμαι ακριβώς) ο Ναπολέων Βοναπάρτης, στο ταξίδι του προς την Αίγυπτο. Με έκπληξη αναζήτησα κάποιον εκεί κοντά για να καταλάβω αν υπήρχε αλήθεια σ’ αυτό, αφού δεν είχα ποτέ πριν ακούσει κάτι τέτοιο.
Λίγα σπίτια πιο κάτω παρατήρησα, σε μια ανοιχτή πόρτα, δυο πόδια που εξείχαν. Ο ηλικιωμένος κύριος, που βρήκα να κάθεται, πολύ πρόθυμα μου επιβεβαίωσε με σιγουριά την ιστορία. Σαν να ήταν εκεί όταν συνέβη… Σηκώθηκε μάλιστα από το χαμηλό σκαμνάκι όπου πολύ ήσυχα είχε βολευτεί και με ξανατράβηξε πίσω στο σπίτι, αρχίζοντας να μου αφηγείται όσα είχε ακούσει απ’ τους παλιότερους σχετικά με αυτό.
Φεύγοντας δε σταμάτησα λεπτό να το σκέφτομαι. Η άμμος της θάλασσας, η μυρωδιά της, τα δέντρα κοντά στο λιμάνι, οι τοίχοι των σπιτιών, σε πόσες ανθρώπινες ιστορίες υπήρξαν μάρτυρες; Τα φώτα στις καμπίνες των πλοίων που περνάνε το βράδυ στα ανοιχτά πόσες και πόσες κρυφές ή φανερές ιστορίες κουβαλάνε; Κουβάρια από αναμνήσεις και ζωές, που μπλέχτηκαν με τη δικιά μου στα τόσα ταξίδια μου, ήρθαν εκείνο το βράδυ και αγκάλιασαν τη φαντασία μου, που κάλπαζε με αφορμή αυτή την απογευματινή ιστορία. Όταν γύρισα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μετά τη συναυλία, κοντά ξημερώματα, έψαξα ένα μπλοκάκι που υπήρχε αφημένο στο κομοδίνο μ’ ένα μολύβι δίπλα. Οι πρώτες λέξεις πετάχτηκαν αβίαστα στο χαρτί, κι αφού ησύχασαν πρώτα, τότε κατάφερα να κοιμηθώ. Για λίγους μήνες προχώρησα την ιστορία κι έπειτα την παράτησα.
Την ξανάπιασα δυο χρόνια μετά. Ο μύθος του Υπασπιστή του αυτοκράτορα είχε πια κάνει όλους του τους κύκλους μέσα μου, είχε ντυθεί με τις εικόνες που του αξίζουν κι ήταν έτοιμος να ξεδιπλωθεί. Έζησα μαζί του πολύ έντονα για κάμποσο καιρό μέχρι να βάλω την τελευταία τελεία και τώρα τον βλέπω, συγκινημένος, να οδεύει, ελεύθερος πια απ’ τους δικούς μου φόβους, στο δικό του συμπαντικό ταξίδι. Διαγράφοντας μια πορεία απ’ την Κορσική στο Δέλτα του Νείλου, στον Πύργο της Πλακεντίας, στη Μάνη κι από εκεί στο Παρίσι. Κι όπου αλλού υπάρχουν οι ήρωές του με τα όνειρα, τις αδυναμίες τους, τις προσμονές τους, τη μοίρα τους.