Λίγα λόγια από μένα…
Και αυτή τη φορά, το εννοώ… Λίγα λόγια από μένα. Φλύαροι οι ήρωες αυτού του βιβλίου, έχουν να πουν πολλά, ας μην προσθέσω κι εγώ άλλα τόσα. Εξάλλου, το συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να χαρακτηριστεί από παράδοξο έως πολύπαθο.
Ξεκίνησε ένα ξημέρωμα· πάνω που είχα πάρει την απόφαση να παραμείνω για αρκετό διάστημα μακριά από τον υπολογιστή μου, να προχωρήσω σε… αγρανάπαυση μακράς διαρκείας… Ώρα πέντε το πρωί, ανοίγω τα μάτια και βλέπω τον άντρα μου να με κοιτάζει, και όπως ήταν φυσικό ανησύχησα πάρα πολύ… Σας μεταφέρω τον διάλογο, όπως ακριβώς διημείφθη, για να μην έχετε απορίες.
«Γιώργο, γιατί δεν κοιμάσαι;» «Όλη νύχτα σκέφτομαι… Μου ήρθε μια ιδέα για ένα βιβλίο!» «Θα γράψεις βιβλίο;»
«Όχι! Εσύ θα το γράψεις! Μου ήρθε βλέποντας τις διαφημίσεις για αυτούς που αγοράζουν κοσμήματα! Φαντάσου, λοιπόν, μια γυναίκα που μπαίνει σ’ ένα τέτοιο μαγαζί και φοράει ένα κόσμημα, το οποίο αναγνωρίζει ο κοσμηματοπώλης. Το έχει φτιάξει κάποιος από την οικογένειά του… μάλλον… Δεν είμαι σίγουρος… Όμως έχει μια ιστορία αυτό το κόσμημα!» καταλήγει. «Πώς σου φαίνεται;»
Όσο μιλούσε, είχε πάει περίπατο και ο ύπνος και η απόφαση περί αγρανάπαυσης!
«Σου άρεσε!» διαπιστώνει περήφανος. «Και τώρα σειρά σου να μείνεις ξύπνια! Καληνύχτα!»
Άλλαξε πλευρό και κοιμήθηκε ενώ εγώ…
Το δεύτερο επίθετο με το οποίο χαρακτήρισα αυτό το βιβλίο είναι πολύπαθο… Διεκόπη βίαια, όταν αρρώστησε σοβαρά εκείνος που μου έδωσε την ιδέα. Το ξέρετε πια, σας το ανακοίνωσα και αυτό, μαζί με όλα τα άλλα που με αφορούν. Είπαμε: Εσείς κι εγώ έχουμε μια άλλη σχέση, που τιμάτε και τιμώ. Από εδώ μπορώ να σας πω και κάτι ακόμη: Ποτέ στη ζωή μου δεν τρόμαξα τόσο πολύ… Μαζί μ’ εκείνον κινδύνεψε να χαθεί ο λόγος που υπάρχω εγώ η ίδια…
Σημασία έχει ότι είμαστε καλά. Ξανά στα πόδια μας. Και μαζί με τον Θεό, ευχαριστώ θερμά δύο ανθρώπους που, όπως έγραψα κάποια στιγμή στο facebook, κράτησαν την καρδιά του στα χέρια τους και τον έσωσαν. Βίκτορα Παναγιωτακόπουλε και Νίκο Μπαϊκούση, σας ευχαριστώ. Αυτό που δεν ξέρετε είναι ότι μαζί με εκείνον σώσατε κι εμένα, και μου δώσατε πίσω το χαμόγελο και τη δύναμή μου…
Όταν γυρίσαμε σπίτι μας και μέσα στο δύσκολο διάστημα που πέρασε για την αποθεραπεία του Γιώργου, εγώ κατέφευγα στις λέξεις μου… στο παιχνίδι μαζί τους. Οι ηρωίδες μου με περίμεναν. Η Σμαράγδα, η Χρυσαφένια και όσες από την οικογένεια πήραν τα ονόματά τους μου έδιναν τη γαλήνη μου και την ισορροπία μου. Καταφύγιο οι σελίδες που γέμιζα, παρηγοριά μεγάλη οι περιπέτειες της αγάπης τους… Επιπλέον, δε, για άλλη μια φορά στη ζωή μου επιβεβαιώθηκε εκείνο το «ποτέ μη λες ποτέ»… Νόμιζα ότι ξεμπέρδεψα με την Πόλη στη Θεανώ… Όπως αποδείχθηκε, εκείνη δεν είχε τελειώσει μαζί μου και πήρε την ιστορία μου να την ταξιδέψει πάλι στα δικά της λημέρια. Μόνο που τώρα είχα περισσότερα μάθει, πολύ περισσότερα να πω…
Και κάτι ακόμη αλλόκοτο με αυτό το βιβλίο. Δεν ξέρω αν το αγάπησα… Μάλλον δεν πρόλαβα… Βγήκε από μέσα μου βίαια, σαν να κρυβόταν, και αγανακτισμένο, μόλις βρήκε διέξοδο, γλίστρησε σε λευκές σελίδες και με κορόιδευε το αφιλότιμο. Ξέρω τι ένιωσα, όμως, όταν ολοκληρώνοντάς το επέστρεψα για μια δεύτερη ανάγνωση για διορθώσεις και συμπληρώματα, προτού γράψω τη λέξη Τέλος… Αισθάνθηκα δεμένη μαζί του με άρρηκτους δεσμούς. Κάτι οικείο μα και πρωτόγνωρο για μένα. Συνήθως όταν τελειώνω ένα βιβλίο, το καταχωνιάζω στο μυαλό μου μαζί με τα υπόλοιπα, σχεδόν το ξεχνάω… Με αυτό ήταν και είναι διαφορετικά. Σαν να κατοικοεδρεύει μέσα μου…
Επιπλέον είναι το μοναδικό βιβλίο που δε διάβασε ο άντρας μου προοδευτικά, όσο το έγραφα, παρά μόνο όταν το ολοκλήρωσα. Κι αυτό πρωτόγνωρο…
Γράφοντας τούτα τα λόγια συνειδητοποιώ πως τώρα πια το αποχαιρετώ… Αντίο, Σμαράγδα· αντίο, Χρυσαφένια· αντίο, Φένια μου… Ειδικά σ’ εσένα θα ήθελα να δώσω ένα φιλί. Γίναμε καλές φίλες εμείς οι δύο. Εκτός από τη ζωή σου, ξέρεις πια κι εσύ τα δάκρυα, τις αγωνίες και τα ξενύχτια μου για τον Γιώργο… Χαλάλι σου και χαλάλι του…