Είμαστε αναγνώστες του εαυτού μας. Σε αυτό δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με τον Προυστ. Διαβάζοντας επιλέγουμε απλώς την οπτική γωνία από την οποία θα δούμε τον εαυτό μας. Θα τον δούμε άλλοτε να φεύγει και να εξαερώνεται, να γίνεται ψευδαίσθηση μέσα στην ψευδαίσθηση της αφήγησης κι άλλοτε να εγκαθίσταται πιο καθάριος και πιο απτός από ποτέ. Θα τον δούμε να συμμετέχει ή να αποστασιοποιείται, να επιδοκιμάζει ή να διαμαρτύρεται, να μεταμορφώνεται και να μην τον αναγνωρίζουμε καν. Όπως και να ‘χει, μόνο με τη λογοτεχνία ερχόμαστε τόσο κοντά στον ίδιο μας τον εαυτό, γι’ αυτό λέμε πως η λογοτεχνία μπορεί μονάχα να τον αλλάξει, αλλάζοντας ταυτόχρονα και τη ζωή μας.
Σύμφωνα με τον Φερνάντο Πεσσόα η λογοτεχνία είναι μια απόδειξη ότι η πραγματικότητα δεν αρκεί. Κι είναι αλήθεια ότι αν αρκούσε δε θα χρειαζόταν να διαβάζουμε βιβλία.
Είναι μύθος η άποψη ότι με ένα μυθιστόρημα ξεχνιέσαι. Στην πραγματικότητα όλοι μας ψάχνουμε μετά μανίας τον εαυτό μας μέσα στα βιβλία κι οι ήρωές τους δεν είναι παρά πολλές δικές μας μεταμορφώσεις.
Η λογοτεχνία σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη πνευματική δραστηριότητα δεν προϋποθέτει την τυραννία του δασκάλου στο μαθητή. Είναι ένα παιχνίδι ενηλίκων με δημοκρατικούς κανόνες.
Στην κοινωνική μας ζωή θέλουμε να δείχνουμε πάντα υπερβολικά σίγουροι. Η βεβαιότητα όμως είναι για τους νεκρούς. Οι ζωντανοί έχουν δικαίωμα στην αμφιβολία, όπως έχουν και δικαίωμα στην εμπειρία. Η λογοτεχνία σε μαθαίνει να αμφιβάλλεις για αυτό που είσαι κι έτσι αρχίζεις να εξελίσσεσαι.
Έχουμε ανάγκη να αφηγούμαστε ιστορίες όπως έχουμε ανάγκη να ακούμε ή να διαβάζουμε τις ιστορίες των άλλων. Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένη οντότητα που πολιορκείται από μέρες αφόρητης μονοτονίας. Αν δεν μπορούσε με κάποιο τρόπο να προεκτείνει την ύπαρξή του, να ζήσει με το ένα πόδι στη φαντασία και με το άλλο στην πραγματικότητα, τότε σίγουρα θα είχε να αντιμετωπίσει το αποφώλιον τέρας της πλήξης.
Η αντίληψη ότι στη ζωή υπάρχουν καλοί και κακοί ανήκει πια σε άλλες εποχές. Η λογοτεχνία μάς υπενθυμίζει συνεχώς πως η αρετή και η κακία είναι αναμεμειγμένες μέσα μας κι έτσι μας ενθαρρύνει να είμαστε πιο επιεικείς με τον εαυτό μας και με τους άλλους.
Είναι διαπιστωμένο πως οι άνθρωποι, που διαβάζουν συστηματικά, διαχειρίζονται καλύτερα τη μοναξιά τους. Όχι μόνο δεν τη φοβούνται αλλά μαθαίνουν σιγά σιγά να την απολαμβάνουν. Ένα βιβλίο γίνεται συχνά ο καλύτερος φίλος.
Αν επιμένουμε ακόμα να διαβάζουμε λογοτεχνία στην εποχή μας είναι γιατί πιστεύουμε σε αυτό που μας προσφέρει. Δε θα καταφέρουμε ποτέ να αλλάξουμε τον κόσμο με την ποίηση και τα μυθιστορήματα, αξίζει όμως τον κόπο να δοκιμάσουμε την ευεργετική επίδρασή τους στη ζωή και στον χαρακτήρα μας. Αν με ρωτούσε κανείς πώς η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τη ζωή μου, θα απαντούσα πως η λογοτεχνία κυρίως σου μαθαίνει τρόπους. Σε κάνει λιγότερο σίγουρο για τον εαυτό σου, λιγότερο μελοδραματικό και κραυγαλέο, λιγότερο αφελή και ευκολόπιστο αλλά και πιο ευγενή στη γλώσσα, πιο διορατικό στις ανθρώπινες σχέσεις.
Στη ζωή τα πράγματα δεν είναι συνήθως όπως φαίνονται κι η λογοτεχνία θα βρίσκεται πάντα εδώ για να μας το θυμίζει.