Ο μπαμπάς μου δεν είχε διαβάσει τα πρώτα βιβλία μου. «Τα ξεκίνησα, βρε παιδί μου, αλλά…» Δεκαετίες σκληρής δουλειάς τον είχαν μάθει να διαχειρίζεται με μεγάλη φειδώ τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του. Αρκετό ποδόσφαιρο –αν και μονίμως γκρίνιαζε πως μετά τον Πούσκας, τον Κρόιφ και τον Πελέ δεν είχε εμφανιστεί κανένας που να τους φτάνει έστω στο μικρό τους δαχτυλάκι–, διάβασμα δύο τριών εφημερίδων και, σπανιότατα, κάποιο βιβλίο, συνήθως πολιτικό. Ακόμα και στα χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του δεν μπόρεσε να συνηθίσει και ν’ αγαπήσει τα μυθιστορήματα.
Καμάρωνε όμως. «Η μικρή γράφει», έλεγε στους φίλους του. Θυμάμαι με γέλια έναν που μου τηλεφώνησε μέσα στην αγανάκτηση. «Το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου δε σ’ έχει. Πήγα το πρωί να σ’ αγοράσω κι ούτε σ’ ήξεραν ούτε σ’ έβρισκαν στον υπολογιστή τους. Απαράδεκτο να μην προωθούν τους νέους συγγραφείς!» «Πώς με ζητήσατε, κύριε Στάθη;» «Πώς να σε ζητήσω; Ως… (το επώνυμό μου)». Του εξήγησα τα περί ψευδωνύμου. «Α! Τσάμπα τους έβρισα δηλαδή τους ανθρώπους».
«Δε γράφεις κανένα ιστορικό;» παραπονιόταν ο μπαμπάς μου. «Μήπως το διαβάσω κι εγώ;» Όταν εκδόθηκε το Κάποτε στη Σαλονίκη του το πήγα. Πια ξέραμε –εμείς, όχι αυτός– πως η πορεία της υγείας του ήταν μη αναστρέψιμη. Με πόνεσε να γράψω στην αφιέρωση στον μπαμπά και στη μαμά γνωρίζοντας πως ήταν η τελευταία φορά που θα μπορούσα να του χαρίσω ένα βιβλίο μου. Κι ας μην το κατέβαζε ποτέ από το ράφι. Μου έκανε όμως το δώρο αυτό το μυθιστόρημα να το διαβάσει και να μου πει ότι το χάρηκε. Πιστεύω πως ήταν ειλικρινής. Μιλούσε για την πόλη όπου είχε ζήσει ως φοιτητής και την είχε αγαπήσει πολύ.
Πρόλαβε ακόμα να μάθει ότι το εγγόνι του είχε ξεκινήσει το ταξίδι του για να μας συναντήσει. Δεν μπόρεσε όμως ν’ αντέξει να το περιμένει να φτάσει.
Όταν μας άφησε είχα ήδη ξεκινήσει μια ιστορία. Όσο όμως και να προσπάθησα να τη συνεχίσω, στάθηκε αδύνατο. Επιτακτική γεννήθηκε η επιθυμία να μιλήσω για κάτι άλλο, κάτι που θα τον αφορούσε. Άρχισα λοιπόν να σκαρώνω σκηνές για μια κοπέλα που γεννήθηκε την εποχή που γεννήθηκα, μεγάλωσε στην πόλη που μεγάλωσα, σπούδασε στη χώρα που σπούδασα κι όλα αυτά τα κομμάτια είχαν αναγκαστικά εικόνες από τα δικά μου παιδικά και νεανικά χρόνια κι από εκείνον. Έτσι, κεφάλαιο κεφάλαιο βγήκε η ιστορία που έχετε στα χέρια σας. Με πολλά πράγματα που έχω δει, έχω ζήσει, έχω νιώσει. Με πολλή από την Αθήνα που ξέρω, από το Παρίσι που αγάπησα κι από τον μπαμπά μου. Γεννήθηκε λοιπόν το ΚΑΠΟΥ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟ ΞΕΡΟΥΜΕ.
Το γράψιμο πάντοτε μου κρατάει καλή συντροφιά. Με διασκεδάζει, με στηρίζει, με παρηγορεί. Αυτή τη φορά όμως έκανε κάτι πολύ περισσότερο. Απάλυνε μέσα μου το πένθος, με βοήθησε να στρέψω τη ματιά μου, κάθε μέρα που περνούσε και περισσότερο, από τον μπαμπά μου που έφυγε, στον γιο μου που ερχόταν.
Χαίρομαι στη σκέψη ότι τώρα που ο μικρός Οδυσσέας κάνει, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, τα πρώτα του βήματα, ο παππούς Βασίλης είναι κοντά του και τον κρατάει από το χέρι, για να μη σκοντάψει.