Είδα ανθρώπους που ήταν στον ίδιο θάλαμο να έχουν εντελώς διαφορετικές απόψεις και αυτό το «επί προσωπικού» δεν επιδέχεται ερμηνείες.
Πώς να αλλάξεις γνώμη σε έναν άνθρωπο που ένιωθε φόβο και ταραχή, που σφιγγόταν και τρεμόπαιζε η ψυχή του, που ζούσε με σκιές και φαντάσματα;
Αυτόν που –κατά Τριπολίτη‒ ένιωθε ότι «είμαστε, λέει, το παρατράγουδο στα ωραία άσματα»;
Ποιος ρήτορας θα τους απαγόρευε να παίζουν σ’ αυτόν τον θίασο μόνο ως φαντάσματα;
Πάντα το οποιοδήποτε νόμισμα έχει δύο όψεις και δε θα μπορούσαν να είναι εξαίρεση οι παιδουπόλεις.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το ιστορικό πλαίσιο ξεκινάει από το μακρινό 1947, τότε που ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης τα συγκεκριμένα ιδρύματα. Ήταν ένα μοναδικό και ιδιότυπο κοινωνικό μόρφωμα, τραγικό επακόλουθο του Εμφύλιου Πολέμου, και γι’ αυτό ακριβώς χωρίς ιστορικό προηγούμενο και χωρίς συνέχεια. Στα πενήντα τρία ιδρύματα φιλοξενήθηκαν παιδιά από τις εμπόλεμες περιοχές, τότε που μαινόταν ο εμφύλιος σπαραγμός. Το σχέδιο για το «παιδοφύλαγμα» εφαρμόστηκε με χρηματοδότηση του Εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος».
Σύμφωνα με τη Φρειδερίκη, σκοπός των παιδουπόλεων ήταν «να σώσουμε τα παιδιά μας από την απαγωγή πέρα από τα σύνορα και τη διαπαιδαγώγησή τους σε εχθρούς της πατρίδας», όπως είχε πει χαρακτηριστικά.
Ο όρος «παιδόπολη» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από το Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας, για να χαρακτηρίσει τα ιδρύματα «φιλοξενίας και περίθαλψης απροστάτευτων και ορφανών παιδιών» κατά τα ισπανικά πρότυπα την εποχή του Εμφυλίου. Η πρώην βασιλική οικογένεια υποστήριξε ότι εκεί φιλοξενούνταν ορφανά ή με άρρωστους γονείς παιδιά ή όσα το οικογενειακό περιβάλλον δεν μπορούσε να τους δώσει τα «αναγκαία ηθικά εφόδια».
Επιπλέον, με εντολή της βασίλισσας Φρειδερίκης συγκεντρώθηκαν πολλά αγόρια και κορίτσια, που έχασαν κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο, την περίοδο 1946-1949, τον έναν ή και τους δύο γονείς τους, ή ήταν πολύ φτωχοί και δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις αντίξοες και δύσκολες συνθήκες ζωής που προέκυψαν από τον πόλεμο αυτόν.
Άλλοι, πάντως, θεωρούν ότι ο σκοπός ήταν να σταματήσει ο ανεφοδιασμός των ανταρτών και να γίνει πιο δύσκολη η στρατολόγηση νέων από αυτούς, καθώς θα είχαν ενταχθεί από μικρή ηλικία στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Τα περισσότερα από τα παιδιά εκείνα είναι ακόμη στη ζωή. Κι η πλειονότητα όσων (αρκετών) μίλησα δε θέλει να θυμάται. «Ούτε τα καλά ούτε τα κακά. Δεν έχει νόημα…»
Κάποιες εξομολογήσεις είναι σπαρακτικές, όπως το Πικρό γάλα.
«Τι σκέφτομαι για τη μάνα μου; Άλλες φορές μού έρχεται να την πνίξω στον ύπνο της. Πώς μπόρεσε να με δώσει στο ορφανοτροφείο και να σημαδέψει τη ζωή μου; Δεν είχε αίμα μέσα της; Άλλες πάλι την καταλαβαίνω. Ήθελε απλώς να μου σώσει τη ζωή, να έχω φαΐ, ρούχα, κρεβάτι…»
Μένουν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες, χνάρια που ακόμα κραυγάζουν, εβδομήντα δύο ολόκληρα χρόνια μετά τη δημιουργία των ιδρυμάτων.