Ήμουν από τα πολύ τυχερά παιδιά. Εκτός από δύο υπέροχες γιαγιάδες που με τροφοδοτούσαν με παραμύθια, είχα και μια προγιαγιά από την πλευρά της μητέρας μου. Έτσι έμαθα από μικρή ηλικία τι σήμαινε η λέξη «υπεραιωνόβια», που έλεγαν με καμάρι η γιαγιά και η μαμά μου.
Στο σπίτι ακουγόταν συχνά η ιστορία της όμορφης Ασημίνας, της προ-προγιαγιάς μου που ζούσε στη Σύρο την εποχή της μεγάλης της ακμής. Έλεγαν γι’ αυτήν ότι βρισκόταν εκατό χρόνια μπροστά από την εποχή της. Ότι ήταν κοκέτα και δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι αν δεν ήταν περιποιημένη μέχρι την εντέλεια _ έλεγχε προσεκτικά ακόμα και τα τακουνάκια της! Ότι μιλούσε άπταιστα ιταλικά γιατί είχε πάει σε καλό σχολείο. Ότι ήταν παντρεμένη μ’ έναν καραβοκύρη που τη λάτρευε και είχε τρία παιδιά. Μια μέρα όμως, καθώς γύριζε στο σπίτι από ένα ξωκκλήσι όπου πήγε να ανάψει ένα κερί, η τύχη της άλλαξε ξαφνικά και ήρθαν τα πάνω κάτω: Την άρπαξαν οι πειρατές, την πήγαν στην Πόλη και την πούλησαν στο χαρέμι του σουλτάνου!
Αυτή την ιστορία άκουγα ξανά και ξανά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μια μέρα λοιπόν που η μητέρα μας την επανέλαβε για μυριοστή φορά, είπα στην αδελφή μου: «Αυτό μοιάζει με μυθιστόρημα!»
Η Καίτη συμφώνησε.
[Τι θα έλεγες λοιπόν αν γράφαμε την ιστορία της προ-προγιαγιάς μας;] τη ρώτησα.
Με κοίταξε σκεφτική. [Πρέπει να τη γράψεις εσύ], μου είπε.
[Γιατί; Ήταν και δική σου γιαγιά].
[Ναι, αλλά εσύ το σκέφτηκες].
Κι έτσι, αποφάσισα να γράψω το μυθιστόρημα που αφηγείται όχι μόνο την ιστορία της Ασημίνας, της Συριανής αρχόντισσας που από τα σαλόνια της Ερμούπολης βρέθηκε στο χαρέμι του σουλτάνου, αλλά και της υπόλοιπης οικογένειας, αφού η τύχη της ήταν αναπόσπαστα δεμένη με τη δική της.
Εκείνους τους καιρούς, οι πειρατές άρπαζαν εκτός από τη λεία τους και ανθρώπους. Όσοι ήταν ευγενείς ή είχαν υψηλή κοινωνική θέση γίνονταν όμηροι και οι πειρατές ζητούσαν από την οικογένειά τους λύτρα. Αν ήταν όμορφες γυναίκες, τις πουλούσαν στο χαρέμι του σουλτάνου κι αν ήταν απλοί άνθρωποι τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα.
Η προγιαγιά μου έτυχε να είναι καλλονή και κατέληξε στο χαρέμι. Ύστερα από την απίστευτη απελευθέρωσή της από τον παράτολμο προ-προπάππο μου και την ατρόμητη μητέρα της, η οικογένεια δεν τόλμησε να επιστρέψει στη Σύρο. Η προσβολή του σουλτάνου ήταν μεγάλη και η τιμωρία που τους περίμενε φοβερή. Γι’ αυτό, μετά την Πόλη, τράβηξαν για την Αλεξάνδρεια όπου και εγκαταστάθηκαν.
Έτσι, μαζί με τους ήρωές μου, ταξίδεψα κι εγώ σε πολιτείες μαγικές, σ’ ένα ταξίδι παραμυθένιο που δεν ήθελα να τελειώσει. Συλλέγοντας ιστορικά στοιχεία για την εποχή που με ενδιέφερε έμαθα κι εγώ πολλά πράγματα. Πολλές φορές ξεχνιόμουνα και συνέχιζα το διάβασμα ακόμα και για λεπτομέρειες που δε θα αξιοποιούσα στο βιβλίο μου. Αυτό μου συμβαίνει όμως κάθε φορά που στρέφω το βλέμμα στο παρελθόν που ονομάζουμε Ιστορία, στους μακρινούς και κοντινούς προγόνους μας…