Μέρες και νύχτες Τραπεζούντας αναβιώνουν στις σελίδες του ιστορικού μυθιστορήματος ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ από τον ΜΕΡΚΟΥΡΙΟ ΑΥΤΖΗ

Share Button

Μια παλιά προφητεία, μια ανομολόγητη υπόσχεση κι ένα μικρό, καρυδένιο κασελάκι, ασήμαντο για τους πλιότερους και ξεχασμένο στο κατώι του χρόνου, μα με θησαυρούς μεγάλης συναισθηματικής αξίας, έγιναν η αφορμή να αδράξω τα χαρτιά και τα μολύβια (δηλαδή, τα πλήκτρα του φορητού υπολογιστή μου) και να γράψω το ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ. ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ. Όσα γράφτηκαν σε τούτο το ιστόρημα κι αυτά που ακολουθούν αποτελούν θυμίαμα εύοσμο στη μνήμη της γυναίκας που τα έζησε αλλά και σ’ εκείνων τη μνήμη που τη συντρόφευσαν στο ταξίδι της ζωής. Παράλληλα, είναι χρέος και εκπλήρωση της γραφτής επιθυμίας –προτροπή θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κάποιος– που άφησε η ηρωίδα του βιβλίου μαζί με άλλα πολύτιμα δώρα στο καρυδένιο κασελάκι της.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.

Ο Πόντος έγινε κομμάτι της ζωής μου από την πρώτη μέρα του βίου μου. Λέξεις, φράσεις, παραδοσιακά εδέσματα, χωρατά, μοιρολόγια, γλέντια, χοροί, τραγούδια, όλα έγιναν σταδιακά στοιχεία της μύησής μου σ’ έναν κόσμο για τον οποίο ελάχιστα γνώριζα. Και είχαν στη μύησή μου αυτή τον κύριο ρόλο δύο πρόσωπα. Από τη μια ο Μόντε Χρήστο, το μοναδικό εν ζωή σερνικό της ηρωίδας, που σε κάθε συνάντησή μας σκάρωνε νότες του Πόντου άλλοτε με τα πνευστά του ‒φλογέρα, ζουρνά, φυσαρμόνικα, κλαρίνο‒ κι άλλοτε με το μπουζούκι του. Κι από την άλλη η Χρυσαυγή Β΄, η Σίσσυ μου, με τις περιγραφές, θύμησες της παιδικής της ηλικίας, που κάποτε έπαιρναν μορφή αφήγησης.

Κάπως έτσι, μόλις πριν από δύο χρόνια, ήρθε στην επιφάνεια και στα έκπληκτα μάτια μου, σαν από ανασκαφή, και το κασελάκι με τα πολύτιμα. Η νυφιάτικη ανθοδέσμη από αμάραντους, το βιβλίο του Βιζυηνού, το μαγνητοφωνάκι με τη φωνή της γιαγιάς Χρυσαυγής, κάποιες παλιές καρτ ποστάλ, κυρίως όμως η γραπτή επιθυμία της να γίνει η ζωή της βιβλίο, πέρα από τη συγκίνηση που προκάλεσαν, έγιναν ο θεμέλιος λίθος του ιστορήματος, που μέσα μου είχε πια αρχίσει να παίρνει μορφή. Τα λόγια στη γραπτή επιθυμία της σαφή και σταράτα:

«Τις στιγμές της ζωής μου, που απλόχερα σου χάρισα, βάλ’ τες στο χαρτί στρωτά, ώστε να τις διαβάσουν όλοι. Κάν’ τες εικόνες να μπορούν να τις καταλαβαίνουν, να τις θυμούνται. Και μην ξεχνάς: έρωτες, γέλια, χαρές, πόνος, έχθρες, ζωή, θάνατος, όλα ένα. Σφιχταγκαλιασμένα. Έτσι είναι η ζωή. Κάνει κύκλους, μικραίνει, αλλά ποτέ δεν κλείνει. Κι ο κόσμος μπορεί να φθίνει, να ζαρώνει, μα ποτέ δε σβήνει. Ο κόσμος είμαστε εμείς. Κι εμείς έχουμε ο ένας τον άλλο. Ο άλλος είναι η συνέχειά μας. Αυτό κάνε κι εσύ. Αναζήτησε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται. Μοιράσου μαζί του. Είναι άκρως λυτρωτικό να ξυπνάς, να σηκώνεις το βλέμμα σου και να σε τυφλώνει η έσχατη λάμψη του άρματος του ήλιου…»

Έπειτα απ’ αυτά τα λόγια, το ταξίδι της γραφής είχε κιόλας αρχίσει. Ο πυρήνας του ιστορήματος είχε δημιουργηθεί και τα δώρα της γιαγιάς ‒η μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, οι λίγες μα ουσιαστικές σημειώσεις, οι καρτ ποστάλ και οι περιγραφές‒ έγιναν η μαγιά για να πλαστεί ο μύθος. Συνάμα, τα βρετίκια αυτά αποτέλεσαν και την πυξίδα για να συγκεντρωθεί και να μελετηθεί μια πληθώρα από επιστημονικά συγγράμματα, διατριβές, μελέτες, εργασίες, άρθρα, φωτογραφικά ντοκουμέντα αλλά και μαρτυρίες. Πηγές από τις οποίες επέλεξα, όπως η μέλισσα το νέκταρ της, το υλικό που μπόλιασε γόνιμα τον μύθο και έντυσε με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια τη σάρκα της πλοκής. Κάπως έτσι, ακολουθώντας τα βήματα της ηρωίδας στις σημαντικές στιγμές της ζωής της αλλά και όσων τη συντρόφεψαν τα πρώτα χρόνια, βρέθηκα νοερά πίσω στον χρόνο, στις αρχές του 20ού αιώνα, τότε που η καλλίστη Τραπεζούντα, η γενέτειρα της ηρωίδας, έσφυζε από ζωή. Την εποχή αυτή το ελληνικό στοιχείο ήταν πολυπληθέστερο και οι Έλληνες της πόλης διέπρεπαν σε όλους τους τομείς.

Ήταν πια μοιραίο, ύστερα απ’ όσα είχα διαβάσει, ο τόπος να μου φαίνεται εφιαλτικά γνωστός. Γνώριζα κάθε του σπιθαμή. Και, ναι. Από τα τείχη των Κομνηνών είδα τις αποβάθρες του λιμανιού, αγνάντεψα το απέραντο γαλάζιο, βούτηξα απ’ τα βράχια πίσω απ’ το Λεοντόκαστρο στα κρύα νερά της Μαύρης Θάλασσας, κάθισα μαθητής κι εγώ στα έδρανα του Φροντιστηρίου, άναψα κερί στις εκκλησιές και πήρα ευλογία από τον άγιο Δέσποτα, σεργιάνισα στα στενά μα πολυσύχναστα σοκάκια, ήπια καφέ στην πλατεία Μεϊντάν, γεύτηκα τα παραδοσιακά τους γλυκά και εδέσματα, ψέλλισα φράσεις και λέξεις ποντιακές, γέλασα μέχρι δακρύων, φόρεσα τις ζίπκες τους και χόρεψα στο πλευρό τους ομάλ και σέρρα.

Κι όταν στην πορεία της γραφής κατέληγα σε αδιέξοδα, όταν η έμπνευσή μου στέρευε, κατά έναν μυστήριο τρόπο μια απροσδιόριστη δύναμη, που ένας υποψιασμένος ερευνητής θα μπορούσε να ισχυριστεί πως εκπορευόταν από την ψυχή της ηρωίδας, μ’ έβγαζε από το σκοτάδι, με οδηγούσε στο φως και το μυθιστόρημα έπαιρνε ξανά νέα πνοή. Κι εγώ, γοητευμένος από τα επιτεύγματά τους, την ανατροφή που έδιναν στα παιδιά τους, το μεγαλείο και την καθαρότητα της ψυχής και του πνεύματος, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατάφερναν καθημερινά να συμβιώνουν με τους μουσουλμάνους και τις άλλες φυλές της πόλης, ακολούθησα την ηρωίδα μου και τους άλλους ήρωες, μικρούς και μεγάλους, σε κάθε τους βήμα, μπήκα στο πετσί του ρόλου τους στις καλές και τις άσχημες στιγμές, στις χαρές και τις λύπες. Κι όταν έπεσαν οι πρώτες οβίδες στον Μεγάλο Πόλεμο, όταν οι Νεότουρκοι έβγαλαν το προσωπείο τους και φανέρωσαν με λόγια και πράξεις τις προθέσεις τους, συνέχισα να τους ακολουθώ, όσο στενόχωρα και πικρά κι αν ήταν αυτά που έγραφα.

Γιατί το μυθιστόρημα δεν είναι ένα ήρεμο ποταμάκι που απλώς ρέει ατάραχο. Το μυθιστόρημα, και ιδίως το ιστορικό, έχει ζώσα πνοή και όπως ο χορευτής, έτσι κι αυτό δημιουργεί κυματισμούς, στροβιλίζεται, κάνει ελιγμούς και με την ορμή που διαθέτει προκαλεί ποικίλες συναισθηματικές διακυμάνσεις, που κάποτε δυσκολεύεσαι να ακολουθήσεις. Συνάμα, είναι μια δραματική αναπαράσταση της ζωής σε μια αυστηρά οριοθετημένη ιστορική εποχή, που προσωπικά ως δημιουργός όφειλα να ακολουθήσω, έχοντας στον νου μου αφενός να διαφυλάξω την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων, όσο σκληρά κι αν ήταν την περίοδο του Μεγάλου Πολέμου και της Γενοκτονίας, και αφετέρου να σεβαστώ τη μυθιστορηματική γραφή.

ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ

Τραπεζούντα, αρχές του 20ού αιώνα.
Η πόλη μοιάζει με πολύχρωμο μωσαϊκό. Στα σοκάκια της πολιτισμοί, θρησκείες, ιδέες, όλα ζυμωμένα με το αίμα, τον ιδρώτα και τις μάχες χιλιάδων ψυχών. Και ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία καταρρέει, Έλληνες, Τούρκοι και επισκέπτες κάθε φυλής πίνουν καφέ στο μεϊντάνι, συναλλάσσονται, λογομαχούν…
Η Λεϊλά, η «άγια σαλή» της πόλης, την ημέρα κινείται ανάμεσά τους και τους χλευάζει και τα βράδια, μεταμορφωμένη σε Αρσενία, τα βάζει με τους δαίμονες. Οι Νεότουρκοι, ίδιοι δαίμονες, κάνουν τα πάντα για να καθαρίσουν τον τόπο από τους χριστιανούς.
Η Χρυσαυγή, στα δεκαπέντε της, αναστατώνεται όταν η Λεϊλά προφητεύει το μέλλον της. Το πρώτο σκίρτημα δε θα αργήσει να έρθει, όταν στο πρόσωπο του Νικηφόρου θα γνωρίσει την αληθινή αγάπη. Οι δύο νέοι θα αρραβωνιαστούν αλλά η μοίρα έχει άλλα σχέδια γι’ αυτούς.

Το Ζωή στη στάχτη. Μέρες και νύχτες Τραπεζούντας αναβιώνει τη ζωή μιας νεαρής γυναίκας και εξιστορεί τους αγώνες των Ελλήνων του Πόντου να ζήσουν ειρηνικά σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από πολέμους, διωγμούς, λεηλασίες, καταστροφές, προσφυγιά, στάχτη…


Share Button

The Author

Μερκούριος Αυτζής

Από τα άγουρα χρόνια των κοντών παντελονιών είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση και τις μυρωδιές του κάμπου. Τα βιώματα αυτής της εποχής σημάδεψαν τη ζωή του, κι όταν έγινε δάσκαλος και ήρθε σε επαφή με το παιδί, αγάπησε το λογοτεχνικό βιβλίο. Σπούδασε θέατρο, μετεκπαιδεύτηκε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο ΕΚΠΑ και είναι κάτοχος μάστερ λογοτεχνίας. Παράλληλα επισκέπτεται δεκάδες σχολεία όπου κουβεντιάζει με τα παιδιά-αναγνώστες και αναπτύσσει ποικίλες δράσεις. Είναι μέλος του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Ελλ. Τμήμα της IBBY) από το 1998 και το διάστημα 2002-2014 διετέλεσε Σύμβουλος και Έφορος στο Δ.Σ. αυτού. Την περίοδο 2015-2017 επιμελήθηκε τη στήλη «Ζήτω η Περιέργεια!» στο ένθετο «Ο Μαγικός Κόσμος του παιδικού βιβλίου» της ηλεκτρονικής εφημερίδας Kosvoice.gr.