Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από τα πράγματα που έχει αφομοιώσει, έχει πει ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, άποψη που επαληθεύεται σε όλες τις εκφάνσεις ζωής του ανθρώπου και βεβαίως και στη συγγραφική πράξη.
Όσοι γράφουμε ιστορίες αντλούμε το πρωτογενές υλικό μας από τη σφαίρα της βιωμένης ζωής, δικής μας ή όχι, και στη συνέχεια, με την επικουρία της φαντασίας, συμπληρώνουμε, εμπλουτίζουμε, διευρύνουμε, αισθητοποιούμε δηλαδή καλλιτεχνικά το υλικό ζωής.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κάρπαθο, ένα νησί του νοτιοανατολικού Αιγαίου με έντονη και ζωντανή παράδοση. Στο νησί αυτό οι μανάδες νανουρίζουν ακόμη και σήμερα τα παιδιά τους με αυτοσχέδιες μαντινάδες, τα βράδια οι γυναίκες μαζεύονται σε σπίτια και κεντάνε προικιά, οι συνταξιούχοι παίζουν πρέφα στα καφενεία και οι ξενιτεμένοι στέλνουν συνάλλαγμα στις οικογένειες που άφησαν πίσω.
Σε αυτή την πατρίδα της παιδικής μου ηλικίας επέστρεψα να αναζητήσω, όχι τόσο το ίδιο το θέμα, όσο τους χαρακτήρες του έργου μου. Είναι παραλλαγμένα πρόσωπα που σε μια δεδομένη χρονική εποχή, στη δεκαετία του ’70, βίωσαν καταστάσεις οριακές, αδικήθηκα και αδίκησαν, εμπιστεύτηκαν και προδόθηκαν, μίσησαν και αγάπησαν.
Τα δυο κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας, η Φωτεινή και ο Περικλής, είναι οι «αθώοι του αίματος», σε έναν πόλεμο που ξεκινά από τις παθογένειες της κλειστής και συντηρητικής νησιωτικής κοινωνίας και φτάνει μέχρι τη δεκαετία του ’80, εποχή μιας επιφανειακής ευμάρειας που αλλάζει τα δεδομένα ζωής του νησιού και της ζωής των ανθρώπων του.
Το γλωσσικό ιδίωμα, τα ήθη και τα έθιμα, οι ακρογιαλιές, οι κάμποι και τα βουνά, ολόκληρο το ταξίδι της παλιννόστησης στα παιδικά και εφηβικά μου βιώματα είναι η χάρη που μου έδωσε ο γενέθλιος τόπος μου.
Αυτό το ταξίδι προσφέρω κι εγώ, ως αντίχαρη, στους αναγνώστες του βιβλίου μου.
Σχεδόν αξημέρωτα την πήρε στο τηλέφωνο η Μαριγούλα και της ανακοίνωσε το νέο. Η Φωτεινή έμεινε για λίγο αμίλητη.
«Και πότε θα γίνει η κηδεία;» ρώτησε ύστερα.
«Αύριο το πρωί, κατά τις δώδεκα», είπε η άλλη, κι αμέσως μετά: «Γιατί ρωτάς, Φωτεινιώ; Έχεις μήπως σκοπό να έρθεις;»
Όχι, δε θα πήγαινε, είχε δουλειά, ένα δικαστήριο που δε γινόταν να αναβάλει, δεν είχε και σε ποιον να αφήσει τη μικρή… Όχι, δε θα πήγαινε, είπε με μιαν ανάσα στην ξαδέλφη της κι ύστερα γύρισε αλλού την κουβέντα.
«Η γιαγιά μου πώς είναι, Μαριγούλα;»
«Ε, πώς να ’ναι, η άμοιρη, βάρυνε πολύ από τότε που αρρώστησε η Χαρίκλεια, σαν το καμένο κούτσουρο κάθεται εκεί σε μιαν άκρη και κουνά πάνω κάτω την κεφαλή της, ούτε μιλά ούτε κλαίει, θαρρείς και στέρεψαν πια οι βρύσες των ματιών της. Τι να πεις… Όλες τις αμαρτίες αυτή τις πλήρωσε κι ας μην είχε κάμει καμιά.
[…]
Είχαν περάσει τόσα χρόνια από την τελευταία φορά που συναντήθηκε με τη Χαρίκλεια και ακόμη περισσότερα από τότε που η Χαρίκλεια έφυγε από το νησί, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω της· μια πέτρα βαριά, που την πέταξε ίσια πάνω στην καρδιά της… Όχι, δεν είχε κανένα λόγο να πάει στην κηδεία της Χαρίκλειας. Της μάνας της.
Η Φωτεινή φτάνει στο νησί για την κηδεία της μητέρας της και όλες οι εικόνες από παρελθόν, όμορφες και άσχημες, ζωντανεύουν στη μνήμη της. Τα στερημένα από τη γονική αγάπη παιδικά χρόνια, η ντροπή στην οποία τη βύθισε η ίδια της η μάνα, η εφηβεία δίπλα στην αυταρχική θεία, όλα είναι πληγές που μόνο ο έρωτάς της με τον Περικλή μπορεί να επουλώσει. Ωστόσο, αυτός ο έρωτας έμελλε να εξελιχθεί στον χειρότερο εφιάλτη της. Η προδοσία του Περικλή είναι η χαριστική βολή στην καρδιά του κοριτσιού που όλη του τη ζωή παλεύει να διώξει τα φαντάσματα που την καταδιώκουν. Την ημέρα που είναι έτοιμη να παραιτηθεί από την ίδια της τη ζωή, η φράση «τα φαντάσματα να τα κοιτάς στα μάτια, μόνο έτσι θα τα νικήσεις» είναι η ελπίδα για να κρατηθεί όρθια.
Δώδεκα χρόνια μετά την οδυνηρή φυγή της, η Φωτεινή θα επιστρέψει και θα εγκατασταθεί με την εντεκάχρονη κόρη της στο νησί. Σε αυτό τον τόπο όπου ορίστηκε η σκληρή μοίρα της, εκεί θα γυρίσει, δυνατή πια, για να δώσει απαντήσεις στα βασανιστικά της ερωτήματα. Πίστη ή προδοσία, αλήθειες ή ψέματα, αθωότητα ή ενοχή, όλα θα βρουν απάντηση στο βιβλίο της ζωής που αυτή τη φορά θα γράψει η ίδια.
Στην πορεία για την αναζήτηση της αλήθειας η Φωτεινή θα περάσει μέσα από προσδοκίες και διαψεύσεις, από πεποιθήσεις και ανατροπές. Όμως, στο τέλος του σκοτεινού τούνελ της αδικίας, την περιμένει το φως του δικαιωμένου έρωτα…