Η Σόφη Θεοδωρίδου αφηγείται την εθελοντική συμμετοχή των Δωδεκανήσιων στον πόλεμο του ’40

Share Button

Η Σόφη Θεοδωρίδου αφηγείται την εθελοντική συμμετοχή των Δωδεκανήσιων στον πόλεμο του ’40 μέσα από ένα απόσπασμα του βιβλίου της ΡΟΔΑΝΘΟΣ

Αρπάχτηκε απ’ τα πέτα του σακακιού του. «Υποσχέσου μου πως θα μου γράφεις», του ζήτησε κι η σιγανή φωνή της ήταν γεμάτη ένταση. «Θα μου γράφεις σαν να μπορούσες να μου στείλεις τα γράμματα αυτά. Κι ότι θα μου τα παραδώσεις ο ίδιος, όταν θα τελειώσει ο πόλεμος και επιστρέψεις σ’ εμένα και στο νησί μας».

Της το υποσχέθηκε. Όσο περνούσε από το χέρι του τουλάχιστον, σκόπευε να κρατήσει και την υπόσχεσή του και τον όρκο που της είχε δώσει πως θα γυρίσει ζωντανός από τον πόλεμο. Γνώριζε εκείνη ότι ως θνητός ήταν ευάλωτος και ανίσχυρος και ότι ήταν αφημένος στα χέρια του Θεού όπως όλοι τους. Δε θα του το κρατούσε λοιπόν γινάτι, αναλογιζόταν μ’ ένα στυφό χαμόγελο, ενόσω σκαμπανέβαζαν στην ταραγμένη θάλασσα, στο σκάφος του Ροδίτη ψαρά που είχε αναλάβει να τους πάει στη Σύρο μες στο μαύρο σκοτάδι.

Εντάχθηκε στο Δωδεκανησιακό Σύνταγμα όπως και άλλοι Δωδεκανήσιοι νέοι ο Οδυσσέας. Ύστερα από ταχύρρυθμη εκπαίδευση στους στρατώνες του Χαϊδαρίου, στις αρχές του Δεκέμβρη, και μέσα σε κλίμα έντονης συγκίνησης ευλογήθηκε η σημαία του Συντάγματος και οι εθελοντές αναχώρησαν για τα σύνορα, έχοντας ως προσωρινό τους διοικητή τον Συμαίο Μάρκο Κλαδάκη.

Την επομένη ρίχνονταν στις μάχες που μαίνονταν στην Αλβανία. Το ήδη υψηλό φρόνημά τους ήρθαν κι ατσάλωσαν οι νίκες που ακολούθησαν το επόμενο διάστημα – Άγιοι Σαράντα κι ύστερα από δυο μέρες Αργυρόκαστρο. Νίκες που απάλυναν τον πόνο του Οδυσσέα για τον χαμό των συντρόφων του, νίκες που στόλιζαν μ’ ένα χαμόγελο το αξύριστό του πρόσωπο τις νύχτες που πλάγιαζε ξοδιασμένος στο λασπωμένο χώμα του χαρακώματος, τυλιγμένος γερά στη χλαίνη του, τότε που αφηνόταν να αναλογιστεί τις χαρές που πρόσφεραν αυτές οι νίκες στους δικούς τους στο μακρινό πλέον γι’ αυτόν νησί του. Η τελευταία του σκέψη πάντα όμως πριν παραδοθεί στον ύπνο ήταν σ’ εκείνη, όπως του χαμογελούσε μέσα από τα δάκρυα που γέμιζαν τα μάτια της.

Στη Ρόδο τα νέα έφταναν αλλοιωμένα από την προπαγάνδα. Σύμφωνα με όσα μετέδιδε ο ραδιοφωνικός σταθμός, όλα έβαιναν καλώς για την Ιταλία. Αν δεν υπήρχαν τα ραδιόφωνα που μυστικά ήσαν συντονισμένα στο BBC, κάποια από τα οποία ανήκαν σε Ιταλούς παντρεμένους με Ελληνίδες όπως ο Φαμπρίτσιο, ίσως η προπαγάνδα τους να έπιανε. Όμως υπήρχαν. Το κουμπί στα υπόγεια που ήσαν κρυμμένα εκείνα τα ραδιόφωνα γύριζε όταν ερχόταν η Ώρα Ελλάδος και πληροφορούσαν τους κατόχους τους για τις θριαμβευτικές νίκες των Ελλήνων στην Αλβανία κι ότι είχε πάρει φαλάγγι τον ιταλικό στρατό ο ελληνικός, γεμίζοντας τις ψυχές τους αγαλλίαση.

Τα νέα αυτά μεταδίδονταν ταχύτατα σαν φλόγα από κερί σε κερί κι έκαναν τους Έλληνες, αντί να φουρκίζονται, να κρυφογελούν κάθε φορά που κάποιος Ιταλός τούς έλεγε με πίκα: «Θα σας τσακίσουμε! Θα σας λιώσουμε. Κι όταν μπούμε στην Αθήνα, δε θ’ αφήσουμε πέτρα πάνω στην πέτρα!»

Πόσο όμως μπορούσε να λειτουργήσει η ιταλική προπαγάνδα, όταν τους πρόδιδε η κατήφειά τους; Ακουγόταν μάλιστα ότι ο Ντε Βέκκι είχε τόσο οργιστεί με το στραπάτσο του ιταλικού στρατού που καταφερόταν αφρίζοντας κατά του Μουσολίνι, στολίζοντάς τον με λέξεις όπως Contadino, δηλαδή χωριάτη, χαρακτηρισμοί που ήταν φυσικό να φτάσουν κάποια στιγμή στη Ρώμη, να τον θέσουν υπό δυσμένεια και να σημάνει το τέλος του.

ΡΟΔΑΝΘΟΣ

Όταν η Σμαράγδα, στα τέλη του 1874, φτάνει από την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη με το καράβι του ηλικιωμένου Μόσκοβου, δεν περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια και τους επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή, ωστόσο, θα σημαδευτεί από πολύχρονη ατεκνία, μέχρι τη μέρα που θα κλείσει στην αγκαλιά της τον πεντάχρονο ορφανό Γιοσίφ, που οι συμπατριώτες της θα αποκαλέσουν «το Αραπί», δυσκολεύοντας την ένταξή του στην προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής κοινωνία τους.
Καθώς τα χρόνια περνούν, η Σμαράγδα θα βιώσει οδυνηρές απώλειες και μια βαριά προδοσία, που θα την υποχρεώσει να αφήσει τη Σύμη για τη Ρόδο λίγο πριν από την ανατολή του νέου αιώνα. Στη Ρόδο, όπου το χνότο του Οθωμανού είναι πιο αποπνικτικό, θα παρεισφρήσει στην ανδροκρατούμενη επιχειρηματική κοινότητα του νησιού με το άρωμά της, τον Ροδανθό. Κι ενώ η Τουρκοκρατία παραχωρεί τη θέση της στην Ιταλοκρατία και οι Έλληνες παλεύουν να διατηρήσουν την εθνική τους υπόσταση, η οικογένειά της θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που επιβάλλουν ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο ιταλικός φασισμός αλλά κι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γερμανοκρατία και ο μεγάλος λιμός που μαστίζει άγρια τα Δωδεκάνησα στο ξεψύχισμα του πολέμου.

Share Button

The Author

Σόφη Θεοδωρίδου

Η ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας. Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της. Λατρεύει τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά στη συγγραφή.