Από τη μητέρα μου κληρονόμησα ένα και μοναδικό πανέμορφο δαχτυλίδι. Μια τιρκουάζ ακουαμαρίνα είναι, δεμένη με χρυσό. Κληρονόμησα και την αγάπη της για τη θάλασσα, από ό,τι μου λένε για εκείνη, γιατί δεν τη γνώρισα.
Λατρεύω το γαλάζιο, το τιρκουάζ, όλες τις αποχρώσεις του μπλε. Όλοι προτιμάμε κάποιο χρώμα. Παίζουν με την ψυχολογία μας τα χρώματα, φτιάχνουν ή χαλάνε τη διάθεσή μας.
Άφησα ελεύθερο τον εαυτό μου να με παρασύρουν τα χρώματα σε αυτό το μυθιστόρημα. Και τα συναισθήματα. Βούτηξα σε μια θάλασσα τιρκουάζ, παλεύοντας να ξεσκεπάσω τις σχέσεις γονέα-παιδιού. Τα μυστικά και τα ψέματα, τις συναισθηματικές ελλείψεις, την ίδια την αλήθεια που κρυβόταν πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών όπου μεγάλωσαν οι ήρωές μου: η Κλέλια, η Ερατώ, η Μάιρα, ο Στέφανος.
Όταν πλάθουμε μια ζύμη, για να φουσκώσει, να γίνει αφράτη και τραγανή, ακολουθούμε κάποιους κανόνες, για το αλεύρι, το βούτυρο, το λάδι, ό,τι κι αν προσθέσουμε. Έτσι και το παιδί μας ένα άπλαστο ζυμάρι στα χέρια μας είναι, ένας αθώος άγγελος. Ποιους κανόνες ακολουθούμε, άραγε, για να μη ραγίσουμε την καρδιά του, να μην καταστρέψουμε το μέλλον του;
Το παιδί μιμείται. Είναι ο καθρέφτης του γονιού. Η κληρονομικότητα επηρεάζει την προσωπικότητά του, τον σημαντικότερο ρόλο όμως τον έχουν τα πρότυπά του, οι γονείς του. Χρειάζεται ασφάλεια, ηρεμία, σωστή καθοδήγηση. Έχει ανάγκη, απόλυτη ανάγκη να νιώθει την αγάπη, μια άνευ όρων αγάπη. Που φαίνεται όμως να μην είναι ποτέ, μα ποτέ αρκετή. Η έλλειψή της το κάνει να υποφέρει κι αναπτύσσει διάφορες στρατηγικές που καθορίζουν το μέλλον του, μέχρι που ταξιδεύει στη φαντασία του για να την ανακαλύψει.
Ξέρετε πόσο πολλά γράμματα-πληγές έχω διαβάσει; Από εσάς, τους αναγνώστες μου, τους φίλους και τις φίλες μου. Μου ανοίγετε την καρδιά σας, μου μιλάτε για τα τραύματα της παιδικής σας ηλικίας, τραύματα που έπαιξαν βαρύνοντα ρόλο στην προσωπικότητά σας. Οι περισσότεροι ενήλικοι μεταφέρουν αυτά τα τραύματα. Άλλα επουλώνονται, άλλα όχι…
Από τη μια, οι γονείς που παίζουν σωστά τον ρόλο τους, από την άλλοι, οι τοξικοί γονείς. Γιατί και οι γονείς άνθρωποι είναι. Με κρυμμένα μυστικά, με πληγές που πονάνε από τη δική τους παιδική ηλικία.
Η ψυχή, το μυαλό, ακόμα και το κορμί αποθηκεύουν όλα τα βιώματα της ζωής μας. Οι απωθημένοι πόνοι μάς σπρώχνουν ασυνείδητα να χαρίσουμε πόνο και δυστυχία.
Το παιδί μάς φέρνει αντιμέτωπους με το παρελθόν μας. Για να το προστατεύσουμε, πρέπει να αγαπήσουμε τον εαυτό μας.
Όταν η μητέρα, όταν ο πατέρας αγκαλιάσει το παιδί του, όταν του πει «Σ’ αγαπώ», γιατρεύει τις όποιες πληγές, τις όποιες στενοχώριες, τα άγχη του. Το ηρεμεί από ό,τι κι αν το έχει τρομοκρατήσει, κι αφήνει αποτυπώματα αγάπης στην ψυχή του, αποτυπώματα που κρατάνε μια ζωή.
Ποτέ όμως δεν είναι αρκετό ένα «Σ’ αγαπώ».
Ποτέ δεν είναι αρκετή μια αγκαλιά.
Κι όπως το χρώμα του ουρανού και της θάλασσας, το Τιρκουάζ ταξιδεύει στην Κρήτη, στο Ελαφονήσι και το Ηράκλειο, στην Κέρκυρα, στις Σπέτσες, στην Αίγινα, τη Λάρισα, την Καστοριά, τη Θεσσαλονίκη, στα Λουτρά Πόζαρ, στα εξωτικά Λιχαδονήσια της Εύβοιας, στο Πήλιο, στη Μονεμβασιά. Αλλά και στο Παρίσι, στην Πάλμα ντε Μαγιόρκα, την Ολλανδία, στους Κήπους του Κέουκενχοφ, που είναι γνωστοί και ως Κήποι της Ευρώπης.
Παλεύει με το ερωτικό απωθημένο, τον πόνο και τις αμφιβολίες που το συντροφεύουν. Ψάχνει την ευτυχία στους ανθρώπους, γιατί η χαρά δε μετριέται με τη σπατάλη της ψυχής. Θυμάται παιδικές ηλικίες που είναι γραμμένες με χρώμα ανεξίτηλο στον νου και στην καρδιά.
Τραγουδάει τον έρωτα το Τιρκουάζ. Ανιχνεύει την εσωτερική πάλη, τα όνειρα, τα κορμιά που καίγονται, την τρέλα που μας ανεβάζει στα ουράνια. Τον πόνο, τη ζήλια, το πάθος. Τη μάχη που δεν έχει τελειωμό. Την ηδονή, τον πόθο, την ευτυχία, τη δυστυχία.
Άλλωστε από το μεθύσι του έρωτα δεν είναι καμωμένη η ευτυχία;
Υπάρχει το άσπρο. Υπάρχει το μαύρο. Κι ανάμεσά τους το τιρκουάζ. Το δαχτυλίδι που είχε επιλέξει ο Στέφανος να χαρίσει και στις τρεις αδελφές. Στη δύστροπη Ερατώ, στη δυναμική Κλέλια, στην ντελικάτη Μάιρα, τα κορίτσια του. Είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες ο Στέφανος. Τις έκανε να νιώθουν όμορφα, να αισθάνονται μοναδικές.
Τη μία την παντρεύτηκε.
Την άλλη την ερωτεύτηκε.
Την τρίτη τη βίασε.
Το τιρκουάζ, ένα λαμπερό χρώμα που συμβολίζει την αλήθεια. Και την αγνότητα. Το τιρκουάζ, ένα σκοτεινό χρώμα που βουτάει σε αλήθειες ψυχής. Γιατί η ζωή έχει πάντα δύο όψεις. Γιατί κάθε ιστορία κρύβει πολλές πλευρές και βαθιά χτυποκάρδια. Άλλωστε, από το μεθύσι του έρωτα δεν είναι καμωμένη η ευτυχία;