Το δεύτερο μυθιστόρημα ενηλίκων μου και το τεσσαρακοστό πέμπτο βιβλίο μου… Η υπόθεση διαδραματίζεται στα δικά μου τα μέρη, στα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας. Ανάμεσα στην Αθήνα, την Καλαμάτα και τη γενέτειρά μου, τη Νέα Υόρκη, τη δεκαετία του 1970 μέχρι το 1983. Θυμάμαι την εποχή κατά την οποία μεγάλωνα με την οικογένειά μου στο Λονγκ Άιλαντ. Χρόνια σκληρά για τους πολίτες της Αμερικής, όμως όχι τόσο για τους μετανάστες οι οποίοι είχαν μοναδικό στόχο να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Όλα για εκείνους φάνταζαν ελπιδοφόρα και αστραφτερά. Με τον καιρό βέβαια καλούνταν να αντιμετωπίσουν την αύξηση της εγκληματικότητα και να αντιληφθούν το βάθος της κοινωνικής αποσύνθεσης.
Στην Αμερική έμαθα να ζω με τον φόβο και τη σημασία που είχε να φυλάγομαι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το κοινωνικό μήνυμα ενός τοπικού τηλεοπτικού καναλιού της Νέας Υόρκης, το οποίο εμφανιζόταν αφού έδυε ο ήλιος: «Είναι έξι η ώρα. Γνωρίζετε πού είναι τα παιδιά σας;»
Ο εκφωνητής προειδοποιούσε καθημερινά. Η Νέα Υόρκη όσο όμορφη κι αν φάνταζε στα μάτια ενός μικρού κοριτσιού σαν εμένα, έκρυβε κινδύνους τους οποίους σιγά σιγά έμαθα να διακρίνω και να τους αποφεύγω. Φοβόμουν τις απαγωγές, τις ληστείες, τα ναρκωτικά, το να κυκλοφορώ μόνη όταν σουρούπωνε και τόσα άλλα. Έτσι, έμαθα να αναζητώ θαλπωρή στην οικογένεια.
Η νύχτα της Κασσιανής μιλά για το φως και το σκοτάδι της ζωής. Για τη βύθιση της κοινωνίας στον βάλτο της εγκληματικότητας και παράλληλα για τη βύθιση των πρωταγωνιστών στα δικά τους απύθμενα σκοτάδια.
Η Κασσιανή, ένα κορίτσι δεκατριών χρόνων, με βαθυκόκκινες μπούκλες, φαντάζεται τη ζωή να κυλά σαν το νερό. Ώσπου πέφτει θύμα βιασμού. Κλείνεται στον εαυτό της και στη μονοκατοικία του Παλαιού Φαλήρου όπου ζει με τους γονείς της και τη θεία της, μια οικογένεια με πετρωμένα μυστικά. Πέτρα γίνεται κι η ίδια, αναζητώντας λύτρωση στα βιβλία και στη γνώση. Ωστόσο, το σημάδι που άφησε πίσω του ο βιαστής θα αναστατώσει πολλές φορές τα μελλοντικά της βήματα.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Ελληνοαμερικανός Τζακ υποφέρει από μια παράξενη αρρώστια, η οποία τον οδηγεί σε αλλόκοτες αντιδράσεις. Η παρορμητική του συμπεριφορά τον εγκλωβίζει σ’ ένα απαίσιο κουκούλι ενώ μονίμως ονειρεύεται να μεταμορφωθεί.
Στην Αμαραθιά της Μεσσηνίας, ο Ρωμανός Παππάς έχει να παλέψει με τους δικούς του δαίμονες, το μυστικό οικογενειακό του παρελθόν. Θαρρεί ότι η φυγή θα τον οδηγήσει στην ευτυχία, η οποία βρίσκεται στη Νέα Υόρκη.
Οι ήρωες ακολουθούν την περιπετειώδη και όλο ανατροπές πορεία τους. Συγχρόνως, κάτω από τη μυθοπλασία, παρουσιάζεται η άγνωστη Αμερική εκείνης της εποχής και η καθημερινή ζωή της δεύτερης γενιάς των Ελλήνων μεταναστών.
Στις αρχές του ’70 οι κοινωνίες της Αμερικής και της Ελλάδας βυθίζονται σε ζοφερό σκοτάδι· στη χούντα των συνταγματαρχών και την οικονομική ανέχεια στη χώρα μας, ενώ στις ΗΠΑ, στην απότομη αύξηση της εγκληματικότητας και στον πόλεμο του Βιετνάμ με όλες τις συνέπειές του. Ο κόσμος δείχνει ολοσκότεινος ανάμεσα σε μικρές ηλιαχτίδες ελπίδας. Το ίδιο και οι ήρωες του μυθιστορήματος, καθώς σμίγουν σε έναν ερωτικό στρόβιλο, με τον συγγενικό και τον φιλικό τους περίγυρο να σφίγγει πότε σαν θηλιά στον λαιμό τους και πότε να λειτουργεί ως αγκαλιά. Τσακίζονται, συνθλίβονται, ανασταίνονται, ξανακυλούν σε σκοτεινές διαδρομές και μάχονται να κατακτήσουν το φως της ζωής.
Άραγε, όταν βυθίζεται κανείς σ’ ένα απύθμενο πηγάδι, από πού πιάνεται προκειμένου να ανασυρθεί στο φως;