Το μακρινό 1990, μαθήτρια της Γ΄Γυμνασίου, ήμουν καλεσμένη στο σπίτι του συμμαθητή μου Α.Θ. που γιόρταζε. Ήμασταν λίγοι και η μαμά του, Ελβετίδα στην καταγωγή, είχε βάλει τα δυνατά της για να μας περιποιηθεί. Εκείνο το βράδυ συνέβησαν δύο πράγματα: δοκίμασα για πρώτη φορά στη ζωή μου ελβετικό φοντί και μπήκε ο σπόρος για το «Κάποτε στη Σαλονίκη».
![]() |
![]() |
Ίσως επηρεασμένοι από το φαγητό, μιλούσαμε για καταγωγές και παιδικές αναμνήσεις και παππούδες με γιαγιάδες που μας περίμεναν τα καλοκαίρια στα χωριά μας. Είχα καρφιτσώσει στο πιρούνι μου ένα τεράστιο κομμάτι ψωμί κι ετοιμαζόμουν να το βουτήξω στη γαβάθα με το λιωμένο τυρί, στη μέση του τραπεζιού, όταν άκουσα τον συμμαθητή μας Λ.Μ. να λέει «Εμένα ο παππούς μου πήγε στο Άουσβιτς. Ήταν ο μόνος που γύρισε από την οικογένειά του».
Θυμάμαι ν’ αφήνω κάτω το πιρούνι, εντυπωσιασμένη. Όχι πως δεν ήξερα το εβραϊκό του θρήσκευμα ή τι έγινε στο Ολοκαύτωμα. Εδώ όμως δεν ήταν σελίδες ενός βιβλίου ιστορίας. Δεν ήταν μια ταινία στον κινηματογράφο, ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. Ήταν η οικογενειακή ιστορία ενός συμμαθητή μου που έτρωγε ελβετικό φοντί, μια χειμωνιάτικη νύχτα του 1990.
Δεν ρώτησα τίποτε άλλο, ούτε εκείνο το βράδυ ούτε τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι να τελειώσουμε το σχολείο και να χαθούμε, ο καθένας στην πορεία του. Έμεινε όμως μέσα μου ο σπόρος. Κατά καιρούς έπεφταν στα χέρια μου βιβλία που μιλούσαν για τους Εβραίους της Ελλάδας. Γραμμένα από τους ίδιους ή από γείτονες, φίλους που έζησαν μαζί τους, γέλασαν και δούλεψαν μαζί τους πριν έρθει ο οδοστρωτήρας του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Απ’ όλα τα διαβάσματά μου, πιο πολύ θυμάμαι την περιγραφή του Δημήτρη Χατζή, στο «Τέλος της Μικρής μας Πόλης»: «στη μικρή μας πόλη είχαμε κάπου τέσσερις χιλιάδες Εβραίους – περισσότερους, όχι λιγότερους. Ήταν όλοι τους μαζεμένοι γύρω από τη Συναγωγή τους, το Συναγώι που το λέγανε και κείνοι και μεις … Ταπεινοί, τόσο ταπεινοί σαν να’ τανε φοβισμένοι και φουκαράδες οι πλιότεροι –οι πιο φουκαράδες μέσα στην πόλη μας ήταν αυτοί …». Κάπως έτσι γεννήθηκε η φιγούρα ενός φτωχού παιδιού, μικροπωλητή στους δρόμους. Ο πρώτος ήρωας λοιπόν που ήρθε να μ’ επισκεφτεί ήταν ο Μπενίκο.
Η ιδέα να γράψω αργούσε ακόμα. Υπήρχαν άλλες ιστορίες, πιο ώριμες, πιο επίμονες και βιαστικές. Μέσα στα χρόνια όμως μια δεύτερη μορφή εμφανίστηκε. Ενός μελαχρινού κοριτσιού, επάνω σ’ ένα καράβι. Μια πόλη απλώνεται μπροστά της κι ένας ρασοφόρος την περιμένει στο λιμάνι. Είχα πλέον στα χέρια μου την Χριστίνα κι είχα και την πρώτη σκηνή. Έπρεπε να στρωθώ στη δουλειά.
Και το έκανα… Πήρε χρόνο, περισσότερο απ’ όσο είχα υπολογίσει. Αυτή η ιστορία μου κράτησε συντροφιά πολλά βράδια. ‘Άλλοτε την καλοδεχόμουν κι άλλοτε, κουρασμένη, την απόδιωχνα. Το μόνο σταθερό σημείο, ίσως για να κλείσει ο κύκλος από εκείνη τη βραδιά του 1990 που πρωτοάκουσα για τον παππού του Λ.Μ. ήταν οι πολλές σοκολάτες που κατανάλωσα τις ώρες που δούλευα στον υπολογιστή μου! Και γι’ αυτό βέβαια φταίει η μαμά του οικοδεσπότη μας και οι ελβετικές σοκολάτες που μας περίμεναν άφθονες στο τέλος του τραπεζιού!
Η Χριστίνα Παπάζογλου και ο Αλμπέρτο Ματαλών συναντιούνται στη Θεσσαλονίκη το 1927. Είναι γείτονες και πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο. Αυτά είναι και τα μοναδικά πράγματα που τους ενώνουν. Εκείνη είναι ανιψιά του μητροπολίτη της πόλης κι εκείνος γιος μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας.
Ο έρωτας που θα γεννηθεί μεταξύ τους μοιάζει καταδικασμένος. Στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου –ένα μωσαϊκό προσφύγων, φτωχολογιάς, αλλά και μιας πλούσιας, ανθηρής ισραηλιτικής κοινότητας– οι κανόνες της κοινωνίας και της θρησκείας δεν αφήνουν άλλο περιθώριο στο ζευγάρι παρά να ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους.
Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα κι από κει στη μακρινή Βιέννη, ο Αλμπέρτο και η Χριστίνα γίνονται μάρτυρες των ταραγμένων στιγμών πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι όταν αυτός ξεσπάει, ό,τι ως τότε θεωρούνταν δεδομένο ανατρέπεται μέσα στη λαίλαπα των γεγονότων. Η Χριστίνα, ο Αλμπέρτο, ο Μπενίκο, η Νινόν, η Ρούλα και ο Αστέ- ρης θα κληθούν να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους και τις πεποιθήσεις τους, αλλά και με όσα, σε πείσμα των καιρών, ποτέ δεν απαρνήθηκαν.
Ένα βιβλίο για μια πόλη, δυο κοινότητες και τους ανθρώπους που βρίσκονται αντιμέτωποι με τον εαυτό τους και την Ιστορία.