Το καλοκαίρι του 2001 έκανα διακοπές με την οικογένειά μου και κάποιους φίλους μας στη βόρεια Κρήτη, όχι πολύ μακριά από τον Άγιο Νικόλαο. Τα περισσότερα καλοκαίρια ερχόμασταν διακοπές στην Ελλάδα, με τον επιμέρους προορισμό να επιλέγεται τυχαία από τους φίλους μας.
Εκείνη τη χρονιά μέναμε σε ένα συγκρότημα ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων, με στοιχειώδεις εγκαταστάσεις και μια πισίνα διαμορφωμένη εξαιρετικά άβολα στο σχήμα της Κρήτης. Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των διακοπών ήταν να περνούμε τα πρωινά στην παραλία και ύστερα να επισκεπτόμαστε κάποιο αξιοθέατο το απόγευμα. Ως το τέλος της πρώτης εβδομάδας είχαμε επισκεφθεί όλους τους αρχαιολογικούς χώρους που υπάρχουν διάσπαρτοι στην περιοχή, καθώς και κάθε πιθανό μουσείο. Μεταξύ αυτών και ένα ολόκληρο μουσείο αφιερωμένο στο λουλούδι ίρις και στις ιστορικές χρήσεις του στη βαφή νημάτων και υφασμάτων. Εμένα μου άρεσαν όλα τα μουσεία, αλλά, όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, τα παιδιά μου δεν είχαν ενθουσιαστεί (ειδικά με το τελευταίο μουσείο). Τότε ήταν δέκα και οκτώ χρονών, αντίστοιχα, και γκρίνιαζαν πως ήθελαν να περνούν όλη τη μέρα τους παίζοντας στην παραλία. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα στην ηλικία τους, όμως, παρότι τα συμπονούσα, ήμουν αποφασισμένη να τηρήσω πιστά την αποστολή των γονέων να μαθαίνουν πράγματα στα παιδιά τους, ακόμα και στις καλοκαιρινές διακοπές. Ήδη από τότε η Ελλάδα δεν ήταν για μένα απλώς ένας τόπος επιδίωξης απολαύσεων.
Το συγκεκριμένο απομεσήμερο του Ιουλίου (θυμάμαι πολύ έντονα ότι έκανε υπερβολική ζέστη) εισέπραξα άφθονα παράπονα, όταν ανακοίνωσα τον προορισμό της επίσκεψης που προγραμμάτιζα. Στον ταξιδιωτικό οδηγό είχα βρει ένα μικρό νησί που ήταν κάποτε χώρος περίθαλψης ασθενών με λέπρα. Δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον. Ούτε ίχνος. Αλλά με την υπόσχεση ότι θα ανεβαίναμε σε καράβι και θα τρώγαμε παγωτό, πήραμε τελικά τον φιδογυριστό δρόμο προς την Ελούντα.
Η διαδρομή κράτησε περίπου σαράντα πέντε λεπτά και τελικά φτάσαμε στο ήσυχο χωριό Πλάκα (ένα μικρό καφενείο, λίγες ταβέρνες και κανένα κατάστημα), από όπου θα παίρναμε το καράβι για να περάσουμε απέναντι στη Σπιναλόγκα. Ήταν ήδη περασμένες τέσσερις και φτάσαμε οριακά στην ώρα μας για να επιβιβαστούμε στο τελευταίο πλεούμενο που έφευγε για το νησί.
Με τα παγωτά μας στο χέρι, σαλπάραμε. Το θαλάσσιο ταξίδι ήταν αρκετά σύντομο και, πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, θυμάμαι πως ανακουφίστηκα από την ανυπόφορη ζέστη. Ένα ευπρόσδεκτο αεράκι φυσούσε σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Μέσα σε λίγα λεπτά προσεγγίσαμε τα στρογγυλεμένα τείχη της επιβλητικής ενετικής οχύρωσης και αποβιβαστήκαμε.
Αυτό που μου είχε τραβήξει την προσοχή στο σχετικό λήμμα στον ταξιδιωτικό οδηγό ήταν μια χρονολογία: 1957. Ήταν η χρονιά που ανακαλύφθηκε αποτελεσματική θεραπεία για τη λέπρα και όλοι οι κάτοικοι της Σπιναλόγκας αναχώρησαν από το νησί. Στην αντίληψή μου το γεγονός αυτό δεν ήταν τόσο μακρινό, ώστε να αποτελεί «ιστορία». Ήταν μόλις δύο χρόνια προτού γεννηθώ και για τον λόγο αυτόν μου κίνησε ιδιαίτερα την περιέργεια.
Όπως ο περισσότερος κόσμος, ήξερα ελάχιστα σχετικά με τη λέπρα και όσα ήξερα αποδείχθηκαν αναληθή. Καταρχάς, νόμιζα πως αυτή η ασθένεια ήταν τόσο μεταδοτική όσο η πανώλη και πως μπορούσε να προκαλέσει τον ακρωτηριασμό του πάσχοντα και να τον κάνει αγνώριστο μέσα σε λίγες μέρες. Πίστευα επίσης ότι η λέπρα ήταν μια ασθένεια της βιβλικής εποχής και είχε εκλείψει εδώ και χιλιετίες. Μόνο όταν πλησιάζαμε στο νησί άρχισα να συνειδητοποιώ ότι δεν ίσχυε τίποτε από αυτά. Ένας από τους φίλους μας ήταν γιατρός, δερματολόγος, και έσπευσε να μου πει μερικά από τα βασικά δεδομένα: ότι η λέπρα είναι δερματική νόσος, ότι μπορεί να αναπτυχθεί πολύ αργά και ότι είναι ιάσιμη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Επίσης φρόντισε να μου πει ότι δεν οδηγεί πάντα στην παραμόρφωση που φαντάζονται πολλοί από εμάς (όπως, π.χ., φαίνεται και στην ταινία Μπεν Χουρ).
Η βάρκα έδεσε και ο «καπετάνιος» μάς είπε να έχουμε επιστρέψει σε μία ώρα. Βγάλαμε γρήγορα τα εισιτήριά μας και μπήκαμε στη σκοτεινή σήραγγα που οδηγεί στο εσωτερικό του νησιού. Δεν υπήρχαν ξεναγοί για να μας δείξουν το νησί ούτε πωλητήριο με κάποιο σχετικό βιβλίο κι έτσι ήμασταν ελεύθεροι να περιπλανηθούμε και να φανταστούμε ό,τι θέλαμε. Τώρα συνειδητοποιώ ότι αυτό έκανε την ειδοποιό διαφορά στο πώς βίωσα εκείνη τη μέρα τη Σπιναλόγκα.
Θυμάμαι πολύ έντονα τη στιγμή που περάσαμε από το σκοτάδι του τούνελ στο φως και αναδυθήκαμε στο, κατά κάποιον τρόπο, «εμπορικό κέντρο» του νησιού. Ήταν από κάθε άποψη μια μετασχηματιστική στιγμή. Άθελά μου ένιωσα να μπαίνω στη θέση κάποιου αρρώστου, όταν στάθηκε πρώτη φορά στην αρχή αυτού του δρόμου (στη Σπιναλόγκα είχαν αρχίσει να στέλνονται ασθενείς από το 1903). Οι περισσότεροι έφταναν στο νησί ξέροντας ότι δε θα έφευγαν ξανά ποτέ.
Η ομορφιά του τόπου ήταν μια έκπληξη. Περίμενα να δω κάτι που θα φάνταζε πιο πολύ σαν φυλακή παρά σαν ένα φιλόξενο ελληνικό χωριό. Υπήρχαν γλάστρες με γεράνια, αγριολούλουδα, λιακάδα πάνω στις ζεστές πέτρες. Υπήρχε διάχυτος ένας απρόσμενος ρομαντισμός. Υπήρχε ως και μια γάτα. Εκείνη την περίοδο διεξάγονταν έργα αποκατάστασης και είμαι βέβαιη πως ο φιλικός γάτος χρησίμευε στο να διατηρεί περιορισμένο τον πληθυσμό των ποντικιών. Αν μη τι άλλο, πάντως, πρόσθετε μια φιλική πινελιά.
Ξεκίνησα για τον περίπατό μου. Εκείνη την εποχή τα κτίρια ήταν σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι είναι τώρα πολλά από αυτά. Έριξα μερικές ματιές μέσα σε κάποια από τα χαμηλά σπίτια (χτισμένα στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου) και είδα ενδείξεις μιας φυσιολογικής ζωής που δεν περίμενα να δω: μικροσκοπικά ξέφτια από ύφασμα για κουρτίνες κολλημένα στα κουφώματα, τοίχοι με μπαλώματα φωτεινής θαλασσιάς μπογιάς και ράφια που έστεκαν ακόμα στις εσοχές εσωτερικών τοίχων. Πότε πότε κάποιο παντζούρι ακουγόταν να τρίζει, κινούμενο από τον αέρα.
Υπήρχε ένας κεντρικός δρόμος, όπως σε κάθε κρητικό χωριό, με μια εκκλησούλα, έναν φούρνο, καταστήματα και ούτω καθεξής – και όλη αυτή η υποδομή με εξέπληξε. Το ενετικό δίκτυο ύδρευσης ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση, εξίσου χρήσιμο για τη συλλογή ζωτικών όμβριων υδάτων τόσο τον 20ό αιώνα όσο και όταν κατασκευάστηκε, τρεις αιώνες νωρίτερα. Ψηλά στον ορίζοντα είδα το ογκώδες κτίριο που στέγαζε το νοσοκομείο, και στην κορυφή του δρόμου είδα μια εγκαταλειμμένη πολυκατοικία, όπου υπέθεσα ότι θα ζούσαν οι ασθενείς.
Επικρατούσε γενικά μια εξαιρετικά ζεστή και ευχάριστη ατμόσφαιρα, κάτι που μου φάνηκε παράδοξο, καθώς περίμενα να δω έναν τόπο δυστυχίας και απελπισίας. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, ότι οι ασθενείς δεν πήγαιναν εκεί μόνο για να πεθάνουν, αλλά και για να ζήσουν.
Εκείνη την εποχή έγραφα ταξιδιωτικές στήλες για διάφορες μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά της Βρετανίας. Το προφανές θα ήταν να έγραφα ένα σύντομο άρθρο για τη Σπιναλόγκα, με έναν τίτλο του τύπου Η ξεχασμένη αποικία των λεπρών στην Κρήτη. Πολύ γρήγορα, όμως, απέρριψα αυτό το ενδεχόμενο. Με το μυαλό μου να σφύζει από ιδέες και εντυπώσεις, μου φάνηκε εντελώς ανάρμοστο να συμπυκνώσω αυτό το εντυπωσιακό μέρος σε ένα πραγματιστικό κείμενο των 1.500 λέξεων. Υπήρχε κάτι πολύ πιο συναισθηματικό και φαντασιακό που ήθελα να εκφράσω, κάτι που δεν έχει θέση σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο.
Ο γύρος όλου του νησιού διήρκεσε λιγότερο από μία ώρα, αλλά αυτό ήταν αρκετό για να γεμίσω εντυπώσεις και ερωτήσεις. Όταν φτάναμε στο σημείο όπου μας είχε αφήσει ο βαρκάρης, είχα ήδη μια ιδέα σχηματισμένη στο μυαλό μου.
Ο φίλος δερματολόγος μού είχε ήδη καταστήσει σαφές ότι η λέπρα δεν αλλοίωνε το πρόσωπο και το σώμα κάθε πάσχοντα, και πως, ακόμη και στις περιπτώσεις που συνέβαινε κάτι τέτοιο, μπορούσε να πάρει δεκαετίες. Έτσι, λοιπόν, η ιδέα για μια ιστορία είχε σχηματοποιηθεί στο μυαλό μου ήδη από την ώρα που περιδιαβαίναμε το νησί, και το σενάριο αυτό έγινε ο πυρήνας του μυθιστορήματος που έγραψα στη συνέχεια.
Η κεντρική ιδέα ήταν η εξής: Μια γυναίκα ασθενής, που έχει μεταφερθεί στη Σπιναλόγκα, ερωτεύεται τον γιατρό που φτάνει στο νησί με τα φάρμακα για την ως τότε ανίατη νόσο της. Και μετά την κάνει καλά. Μια τέτοια εξέλιξη θα εμπεριείχε και μια κεντρική σύγκρουση. Η θεραπεία θα οδηγούσε σε απελευθέρωση από την ασθένεια και την αιχμαλωσία στο νησί, αλλά θα της ράγιζε και την καρδιά, γιατί θα έχανε τον άντρα που αγαπούσε. Αυτή η κεντρική ιδέα έδωσε ώθηση στην ιστορία του μυθιστορήματος, η οποία, φυσικά, εμπλουτίστηκε και επεκτάθηκε.
Στις έξι το απόγευμα είχαμε επιστρέψει στην Πλάκα και κολυμπούσαμε στην παραλία με τα βότσαλα που βρίσκεται απέναντι από τη Σπιναλόγκα. Τα νερά εκεί είναι εκπληκτικά κρυστάλλινα και θυμάμαι πως ένιωθα αναζωογονημένη και ενεργοποιημένη βγαίνοντας από τη θάλασσα. Ύστερα συναντηθήκαμε πάλι με τους φίλους μας και πήγαμε σε μία από τις ταβέρνες, όπου μοιραστήκαμε μια τεράστια πιατέλα αστακομακαρονάδα. Το θυμάμαι ολοζώντανα κι αυτό, λες και όλες οι εντυπώσεις και οι αναμνήσεις από εκείνη την ημέρα είχαν μια ιδιαίτερη ένταση και σημασία. Θυμάμαι επίσης ότι το μυαλό μου ταξίδευε «αλλού».
Τώρα πια η Σπιναλόγκα φωταγωγείται μερικές φορές τη νύχτα, αλλά εκείνο τον καιρό το νησί απλώς εξαφανιζόταν, όταν έσβηνε το φως της μέρας. Το κατάπινε το σκοτάδι. Όσο απολαμβάναμε το δείπνο μας με τους φίλους μας, το μυαλό μου συνέχισε να επιστρέφει σε εκείνο το μέρος και στην εντύπωση που μου είχε κάνει, και πήρα την απόφαση να έρθω ξανά στην Ελούντα την επομένη, όχι για να περάσω πάλι απέναντι, απλά για να δω άλλη μια φορά τη Σπιναλόγκα από μακριά και να αγοράσω κάποιο σχετικό βιβλίο που ενδεχομένως υπήρχε στα αγγλικά.
Όταν ξαναπήγα στην Ελούντα την επόμενη μέρα, αγόρασα δύο μικρούς ταξιδιωτικούς οδηγούς (από εκείνους που έχουν πιο πολλές φωτογραφίες παρά κείμενα) και τους διάβασα αμέσως μόλις επέστρεψα στο κατάλυμά μας. Περιείχαν ελάχιστες πληροφορίες, κυρίως περιγραφές των κτιρίων και μια σύντομη αναφορά στις τρεις διαφορετικές περιόδους της ιστορίας της Σπιναλόγκας: την ενετική, την οθωμανική και, τέλος, τον 20ό αιώνα, οπότε το νησί χρησιμοποιήθηκε για την απομόνωση των λεπρών. Απογοητεύτηκα λίγο. Ήλπιζα πως θα μάθαινα περισσότερα. Όμως νομίζω ότι αυτός ήταν ο λόγος που άρχισε να καλπάζει η φαντασία μου.
Αντί αυτή η έλλειψη στοιχείων που είχα στη διάθεσή μου να αποτελέσει εμπόδιο, με παρακίνησε να γίνω δημιουργική. Στις διακοπές εκείνες δεν είχα σκοπό να εργαστώ κι έτσι δεν είχα μαζί μου ούτε καν φορητό υπολογιστή. Το μόνο που είχα ήταν ένας φάκελος, μέσα στον οποίο μου είχε στείλει ορισμένες οδηγίες ο ιδιοκτήτης του καταλύματος όπου μέναμε (πώς δούλευαν το θερμοσίφωνο και η κουζίνα, την εντολή να μη ρίχνουμε το χαρτί της τουαλέτας στη λεκάνη, ποιες ταβέρνες μάς πρότεινε για φαγητό, ποιες ήταν οι καλύτερες παραλίες κ.λπ.). Κι έτσι γέμισα τον φάκελο με τα ορνιθοσκαλίσματά μου. Σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια των διακοπών μας με διακατείχε ένα αίσθημα ικανοποίησης. Ένιωθα πως είχα κάτι σημαντικό στα χέρια μου. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ακριβώς ήταν, αλλά ήξερα ότι υπήρχε μια ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ. Αυτό με ενθουσίαζε. Είχα πάνω από τριάντα χρόνια να γράψω μυθοπλασία (ουσιαστικά, από τότε που τελείωσα το πανεπιστήμιο). Στο πλαίσιο των σπουδών μου αλλά και ανεξάρτητα από αυτές είχα διαβάσει τα μυθιστορήματα πολλών άλλων, αλλά δεν είχα γράψει ποτέ δικό μου.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν να βρω κάποιον που γνώριζε για τη λέπρα και να μιλήσω μαζί του. Μια επιστολή μου στην κορυφαία ειδικό στον κόσμο, η οποία εργαζόταν στην Κλινική Υγιεινής και Τροπικών Παθήσεων του Λονδίνου, απαντήθηκε άμεσα και άκρως ικανοποιητικά. Η γιατρός τότε (καθηγήτρια σήμερα) Diana Lockwood δε μου πρόσφερε μόνο τον χρόνο της, αλλά μου δάνεισε και μερικά από τα πολύτιμα συγγράμματα που είχε για το θέμα από τις δεκαετίες του 1930 και του 1950. Χάρη σε αυτά διαμόρφωσα μια αυθεντική εικόνα όχι μόνο για τις αγωγές που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς για τη θεραπεία της λέπρας, αλλά και για τις αντιλήψεις που επικρατούσαν για την ασθένεια κατά τις δεκαετίες που αφορούσαν ειδικά την περίοδο για την οποία ήθελα να γράψω. Διάβαζα προσεκτικά κάθε γραμμή αυτών των πολύτιμων και σπάνιων βιβλίων, κλειδώνοντάς τα κάθε βράδυ σε έναν πυρίμαχο φωριαμό. Έμαθα όλα όσα χρειαζόμουν να ξέρω σχετικά με τη νόσο.
Την επόμενη άνοιξη επέστρεψα στην Πλάκα και νοίκιασα ένα δωμάτιο απέναντι από τη Σπιναλόγκα. Πήρα μαζί τη μητέρα μου και η παρουσία της μου επέτρεψε να χαλαρώσω και να περάσω άφθονες ώρες σε καφετέριες και ταβέρνες. Αν ήμουν μόνη, θα τραβούσα την προσοχή, ενώ έτσι μοιάζαμε απλώς δυο γυναίκες που απολάμβαναν τη διαμονή τους στην Κρήτη. Τότε δεν ήξερα ούτε λέξη ελληνικά και η διαφορετική γλώσσα μάς καθιστούσε κατά κάποιον τρόπο απρόσιτες, πράγμα πολύτιμο για τον σκοπό μου. Ωστόσο αυτό σήμαινε και ότι δεν μπορούσα να κάνω ερωτήσεις στους ντόπιους ή να ανακαλύψω οτιδήποτε για τη ζωή στο χωριό την εποχή που λειτουργούσε ακόμα η Σπιναλόγκα. Αρκέστηκα στο να αφομοιώνω το περιβάλλον και να παρατηρώ τους ανθρώπους.
Όσο καιρό έμεινα στην Πλάκα έπαιρνα κάθε μέρα το πρώτο καΐκι για τη Σπιναλόγκα. Ο βαρκάρης θα με είχε περάσει για καμιά παράξενη. Χαμογελούσε, όταν μου πουλούσε το εισιτήριο, και δε μου έκανε καμία ερώτηση, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δε ζήτησε καν χρήματα. Ίσως νόμιζαν πως είχα κάποιον μακρινό συγγενή που είχε ζήσει κάποτε στη Σπιναλόγκα. Η έλλειψη κοινής γλώσσας ήταν σίγουρα πλεονέκτημα εδώ.
Με κάθε επίσκεψή μου στο νησί μεγάλωνε η αγάπη μου γι’ αυτό το μοναδικό μέρος και πλήθαιναν στο μυαλό μου τα πρόσωπα και οι ιδέες για το πώς θα εξελισσόταν η ιστορία μου. Η εγγύτητα της Πλάκας στη Σπιναλόγκα δε σταμάτησε ποτέ να με εντυπωσιάζει και το γεγονός ότι από την Πλάκα μπορούσες να δεις μικρές ανθρώπινες σιλουέτες να κινούνται στην απέναντι όχθη προσέδωσε επιπλέον ένταση στην ιστορία που διαμορφωνόταν στο μυαλό μου.
Έγραψα έναν λεπτομερέστατο σκελετό της ιστορίας, κρατώντας στον νου μου δύο βασικές ιστορικές ημερομηνίες: της γερμανικής εισβολής στην Κρήτη και της ανακάλυψης της θεραπείας για τη λέπρα. Επίσης, ήθελα να συμπεριλάβω δύο γενιές πασχόντων μέσα σε μία οικογένεια, καθώς και μία μεταγενέστερη γενιά, από την οποία οι παλαιότεροι κρύβουν το παρελθόν λέπρας στην οικογένεια.
Έγραψα μια σύνοψη του μυθιστορήματος και ένα ενδεικτικό κεφάλαιο και τα έστειλα σε μια σειρά από Βρετανούς εκδότες. Πολλοί το απέρριψαν. Τους άρεσε η ιδέα μιας ιστορίας αγάπης σε ένα ελληνικό νησί, αλλά η λέπρα θεωρήθηκε όχι μόνο αναπάντεχο θέμα, αλλά και αποτρεπτικό για τις πωλήσεις. Κατά τύχη, η πρότασή μου υπέπεσε και στην αντίληψη μιας νεαρής Βρετανίδας επιμελήτριας, η οποία αντιλήφθηκε αμέσως όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και το «πνεύμα» της ιστορίας. Η Flora Rees (η οποία έκτοτε έχει επιμεληθεί όλα τα μυθιστορήματα που έχω γράψει) είχε περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής της ηλικίας στην Αφρική, επειδή ο πατέρας της ήταν γιατρός τροπικών ασθενειών. Θυμόταν πάρα πολύ καλά τις μέρες που ο πατέρας της επισκεπτόταν λεπρούς και την ανησυχία που αυτό προκαλούσε στη μητέρα της, παρότι η ασθένεια αυτή ήταν πια ιάσιμη. Όπως πολλοί άνθρωποι που είχαν στενή σχέση με τη λέπρα, η Flora κατανοούσε το γεγονός ότι οι άνθρωποι αντιδρούν περίεργα ακόμα και στο άκουσμα αυτής της λέξης.
Μέσα σε περίπου έναν χρόνο είχα ολοκληρώσει τη συγγραφή του βιβλίου και το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, στη Νορβηγία, στο Ισραήλ και τελικά σε περισσότερες από τριάντα πέντε χώρες. Τη στιγμή που συντάσσεται το παρόν κείμενο το βιβλίο έχει πουλήσει περισσότερα από έξι εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.
Περίπου έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου στην Ελλάδα, το Mega Channel μού πρότεινε να το κάνει τηλεοπτική σειρά είκοσι έξι επεισοδίων. Με είχαν ήδη προσεγγίσει πολλοί άλλοι παραγωγοί και σκηνοθέτες από διάφορες χώρες του κόσμου, αλλά είχα απορρίψει όλες τις προτάσεις τους διότι δεν εμπιστευόμουν την ικανότητά τους (και την πρόθεσή τους) να παρουσιάσουν τους λεπρούς με τον σεβασμό που αισθανόμουν ότι τους άξιζε. Φοβόμουν ότι ίσως παρουσιάζονταν ως τέρατα. Το Mega μού επέτρεψε να έχω πλήρη συμμετοχή στην παραγωγή, τα δύο χρόνια που χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί η σειρά ήταν απίστευτα συναρπαστικά και το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά όμορφο και συγκινητικό.
Ο σκηνοθέτης Θοδωρής Παπαδουλάκης, η σεναριογράφος Μιρέλλα Παπαοικονόμου και μια τεράστια ομάδα ηθοποιών και τεχνικών έζησαν και εργάστηκαν στην Πλάκα και στα γύρω χωριά της Κρήτης επί πολλούς μήνες. Οι ντόπιοι κάτοικοι στήριξαν με όλη τους την ψυχή την παραγωγή και πολλοί από τους γηραιότερους, οι οποίοι θυμούνταν την εποχή και τις ιστορίες της Σπιναλόγκας, βρέθηκαν να υποδύονται ρόλους στη μυθοπλαστική εκδοχή της. Ιδίως είχαμε τη χαρά και την τιμή να συμμετέχει πλήρως στο εγχείρημα ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος. Στα ογδόντα έξι του, ο Μανώλης Φουντουλάκης, που είχε κάποτε νοσήσει από λέπρα και τώρα ζούσε σε ένα χωριό πάνω από την Πλάκα, πρόσφερε πολύτιμες βιωματικές γνώσεις, σοφία, αλλά και φιλία σε όλους όσοι εργάστηκαν στην παραγωγή. Στην τηλεοπτική σειρά εμφανίστηκε στην τελική σκηνή στη Σπιναλόγκα, όταν όλοι οι ασθενείς έχουν θεραπευτεί και φεύγουν από το νησί. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε θεραπευτεί από τη λέπρα στον ρόλο ενός ανθρώπου που είχε θεραπευτεί από τη λέπρα.
Η τέχνη έσμιξε με την πραγματικότητα κατά έναν τρόπο που είναι σχεδόν αδύνατο να περιγραφεί. Πιστεύω πως ήταν αυτό ακριβώς το πάντρεμα των δύο που προσέδωσε τόση μαγεία στη σειρά Το Νησί κι έγινε ο λόγος που το ελληνικό κοινό ανταποκρίθηκε με τόση θέρμη. Στις δέκα η ώρα τα βράδια της Δευτέρας (η ώρα μετάδοσης) απόκοσμη σιωπή επικρατούσε στους άλλοτε πολύβουους δρόμους και η σειρά σημείωσε ρεκόρ τηλεθέασης.
Η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος έφερε στον δρόμο μου πολλές νέες ευκαιρίες, και όχι μόνο με την ιδιότητά μου ως συγγραφέας. Έγινα πρέσβειρα της φιλανθρωπικής οργάνωσης Lepra, η οποία έχει ως αποστολή την ανακούφιση των λεπρών σε όλο τον κόσμο. Ακούγεται απίστευτο, όμως εξακολουθούν να διαγιγνώσκονται περισσότερα από 300.000 νέα κρούσματα λέπρας κάθε χρόνο, κυρίως στην Ινδία και στο Μπανγκλαντές. Ως πρέσβειρα της οργάνωσης, βοηθώ στις προσπάθειες συγκέντρωσης πόρων για τη χρηματοδότηση της έρευνας και της θεραπείας.
Μερικές φορές τα μυθιστορήματα αποκτούν δική τους ζωή και κάθε αναγνώστης ερμηνεύει το νόημα και το περιεχόμενό τους με τον δικό του τρόπο, ενσωματώνοντας στην ανάγνωση τις προσωπικές του ελπίδες, τους φόβους του και τα συναισθήματά του. Όσον αφορά ειδικά τους Έλληνες αναγνώστες, θεωρώ ότι χρειάστηκε να έρθει ένας «ξένος», ένας άνθρωπος που δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον τόπο και την πραγματική ιστορία της Σπιναλόγκας, για να δει αυτό το μέρος με έναν καινούργιο τρόπο και να το παρουσιάσει ως έναν τόπο ελπίδας και θάρρους.
Δεν πιστεύω στα φαντάσματα, όμως πιστεύω πως οι νεκροί αφήνουν πίσω τους, στη σκόνη, ίχνη όλων των συναισθημάτων τους – της λύπης, της χαράς, της αγάπης, του φόβου και ούτω καθεξής. Και πιστεύω πως αυτά τα ίχνη ήταν η έμπνευσή μου.