Ο Ρούσντι εξερράγη στη λογοτεχνική σκηνή το 1981 με το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο Τα παιδιά του μεσονυκτίου, το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Booker το ίδιο έτος. Καμία έκπληξη: η επινοητικότητά του, το εύρος, το ιστορικό πλαίσιο και η γλωσσική δεξιοτεχνία του κόβουν την ανάσα, ενώ το βιβλίο άνοιξε τον δρόμο στις επόμενες γενιές συγγραφέων που μπορεί προηγουμένως να ένιωθαν ότι οι ταυτότητές τους ή τα θέματά τους αποκλείονταν από την κινητή γιορτή της αγγλόφωνης λογοτεχνίας.
Ο Ρούσντι έχει τσεκάρει όλα τα κουτάκια των βραβεύσεων εκτός του Νομπέλ. Έχει γίνει ιππότης, είναι σε όλες τις λίστες με τους κορυφαίους Βρετανούς συγγραφείς, κυρίως όμως έχει αγγίξει και εμπνεύσει πάρα πολλούς ανθρώπους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Ένας τεράστιος αριθμός συγγραφέων και αναγνωστών τού οφείλουν μεγάλο χρέος.
Ξαφνικά, όμως του οφείλουν ακόμα περισσότερα. Ήταν πάντα υπερασπιστής της ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης απέναντι σε όλους. Τώρα, παρόλο που μάλλον θα ξεπεράσει τα τραύματά του, έγινε μάρτυράς της.
Σε οποιοδήποτε μνημείο για δολοφονημένους, βασανισμένους, φυλακισμένους και κατατρεγμένους συγγραφείς, ο Ρούσντι θα έχει περίοπτη θέση. Στις 12 Αυγούστου μαχαιρώθηκε επί σκηνής σε μια εκδήλωση στο Σατόκουα, ένα έγκριτο αμερικανικό ίδρυμα στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Για άλλη μια φορά η φράση «αυτά τα πράγματα δε γίνονται» αποδείχθηκε εσφαλμένη: στον κόσμο μας οτιδήποτε μπορεί να συμβεί οπουδήποτε. Η αμερικανική δημοκρατία απειλείται όσο ποτέ άλλοτε: η απόπειρα δολοφονίας ενός συγγραφέα είναι απλώς ένα ακόμα σύμπτωμα.
Χωρίς αμφιβολία, δέχθηκε αυτή την επίθεση εξαιτίας του τέταρτου μυθιστορήματός του, των Σατανικών Στίχων, ενός σατιρικού φανταστικού αφηγήματος που ο ίδιος πίστευε ότι αφορούσε τον αποπροσανατολισμό των μεταναστών από (για παράδειγμα) την Ινδία στη Μ. Βρετανία. Το βιβλίο εργαλειοποιήθηκε σε μια διαμάχη για την πολιτική εξουσία σε μια μακρινή χώρα.
Όταν το καθεστώς σου είναι υπό πίεση, το κάψιμο μερικών βιβλίων είναι ένας δημοφιλής περισπασμός. Οι συγγραφείς δεν έχουν στρατό. Δεν έχουν δισεκατομμύρια δολάρια. Δεν έχουν πιστούς ψηφοφόρους. Γι’ αυτό είναι εύκολα εξιλαστήρια θύματα. Είναι τόσο εύκολο να τους κατηγορήσεις: το μέσο τους είναι οι λέξεις, που από τη φύση τους είναι αμφίσημες και εύκολα μπορούν να παρερμηνευθούν. Οι ίδιοι δε είναι γλωσσάδες, για να μην τους πούμε απερίφραστα στριμμένους. Το χειρότερο χαρακτηριστικό τους όμως είναι πως λένε την αλήθεια στην εξουσία. Και ακόμα χειρότερα, τα βιβλία τους ενοχλούν κάποιους ανθρώπους. Όπως λένε συχνά και οι ίδιοι, αν αυτό που γράφεις είναι οικουμενικώς αρεστό, κάτι δεν κάνεις καλά. Όταν όμως προσβάλλεις έναν ηγεμόνα, τα πράγματα μπορεί να αποβούν μοιραία, όπως έχουν ανακαλύψει αρκετοί συγγραφείς.
Στην περίπτωση του Ρούσντι, ο φορέας εξουσίας που τον χρησιμοποίησε ως πιόνι ήταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί του Ιράν. Το 1989 εξέδωσε μια φετβά – που εν πολλοίς αντιστοιχεί στις βούλες αφορισμού που οι Καθολικοί Πάπες χρησιμοποιούσαν τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση ως όπλα ενάντια στους κοσμικούς ηγέτες αλλά και τους θεολογικούς αντιπάλους τους όπως ο Μαρτίνος Λούθηρος. Ο Χομεϊνί προσέφερε επίσης μια μεγάλη αμοιβή σε όποιον θα δολοφονούσε τον Ρούσντι. Έγιναν πολλές δολοφονίες και απόπειρες δολοφονίας, μεταξύ των οποίων και το μαχαίρωμα του Ιάπωνα μεταφραστή Χιτόσι Ιγκαράσι το 1991. Ο Ρούσντι πέρασε πολλά χρόνια κρυμμένος, αλλά σταδιακά βγήκε από το κουκούλι του (το φεστιβάλ ΠΕΝ του Τορόντο ήταν το πιο σημαντικό πρώτο του βήμα) και την τελευταία εικοσαετία ζει μια σχετικά φυσιολογική ζωή.
Ωστόσο, δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να μιλά ανοιχτά για τις αρχές που αντιπροσώπευε σε όλη του τη συγγραφική διαδρομή. Με σημαντικότερη την ελευθερία της έκφρασης.
…..
Ο Ρούσντι δε σχεδίαζε να γίνει ήρωας της ελευθερίας του λόγου, αλλά πλέον είναι. Και οι συγγραφείς σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης –που δεν είναι κυβερνητικά φερέφωνα ή ρομπότ που έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου– του οφείλουν ένα τεράστιο ευχαριστώ.
[αποσπάσματα από άρθρο της Margaret Atwood στην εφημερίδα Guardian στις 15.08]