Λίγα λόγια από μένα…
Λίγα λόγια από μένα… Πρώτη φορά δεν ξέρω τι να σας πρωτοπώ! Είναι τόσο πολλά, που, για να μη χαθούμε κι εσείς κι εγώ, λέω να τα πάρω από την αρχή. Όλα ξεκίνησαν το καλοκαίρι που μας πέρασε στην Τζια. Συγκεκριμένα, στην παραλία Ποίσσες, όπου πηγαίναμε με την Κλαίρη συνήθως. Εκείνη στη σκιά κάτω από την ομπρέλα, εγώ στον ήλιο και ο Γιώργος στη διπλανή ομπρέλα να διαβάζει, όπως κάθε μέρα. Ο άντρας της Κλαίρης, ο Θαλάσσης, στην Αθήνα, επειδή δούλευε. Μπήκαμε για μια βουτιά. Μέχρι εδώ, τυπικές διακοπές, θα μου πείτε… Παραλία, βιβλία, θάλασσα και ήλιος. Απόλαυση! Πώς και από πού μου ήρθε η ιδέα; Είναι από αυτά που συμβαίνουν στη ζωή και δεν ξέρεις το γιατί… «Έλα να γράψουμε μαζί ένα βιβλίο!» είπα στην Κλαίρη, και κόντεψε να πνιγεί στα καλά καθούμενα η γυναίκα έτσι που πέταξα την ατάκα καταμεσής του πελάγους. Μετά το πρώτο σοκ, ανάμεσα σε βουτιές και κάτι λίγες απλωτές για να λέμε ότι κολυμπάμε, της ανέλυσα την ιδέα μου. Να ενώσουμε δυνάμεις, καθεμιά στον τομέα της. Εκείνη έχει ταλέντο στο αστυνομικό. Εγώ, πάλι, είμαι του πιο… κοινωνικού. Ώσπου να βγούμε και να φτάσουμε στις ξαπλώστρες μας, είχαμε στήσει ήδη την υπόθεση! Δανείστηκα χαρτί και στιλό από τον Λευτέρη, το παλικάρι που έχει τις ξαπλώστρες και το μπαράκι στις Ποίσσες, για τις πρώτες σημειώσεις. Στα φύλλα από το μπλοκάκι του, γράψαμε τα πρώτα στοιχεία της υπόθεσης και βρήκαμε τους πρωταγωνιστές. Ύστερα οι διακοπές τέλειωσαν για μας. Άρχισε το παιχνίδι!
Με πολλή δουλειά, ηχηρά γέλια και ατέρμονες συζητήσεις. Σαν παιδιά που δε χορταίνουν ποδήλατο ή βουτιές ήμασταν! Ο Γιώργος μάς θύμιζε τις ώρες του φαγητού. Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι αστυνομικό. Όταν σχεδιάζαμε τους φόνους, δεν ξέρω πόσοι μας άκουσαν από τις διπλανές ξαπλώστρες, αλλά τώρα που το θυμάμαι, εισπράξαμε αρκετά βλέμματα περιέργειας. Τα βράδια που βγαίναμε για φαγητό, ανάμεσα στα υπέροχα εδέσματα που έχει η κουζίνα της Τζιας, σχεδιάζαμε, απορρίπταμε και ξανασχεδιάζαμε ένα σωρό από τα κομμάτια του βιβλίου. Ειδική μνεία θα κάνω στα «Πουλαράκια». Εκείνα τα μπριζολάκια μαύρου χοίρου ήταν σκέτη έμπνευση. (Πού είσαι, Ντίνο, με τα ωραία σου!) Τώρα που το σκέφτομαι, έπαιξαν τον ρόλο τους και οι μελιτζάνες παπουτσάκια της υπέροχης Μαργαρίτας. Για να μη μιλήσω για το «Σπίτι στη Χώρα» και το μπιφτέκι του βοσκού. Να χάνεις το μυαλό σου! Για την ακρίβεια, να κάνει το μυαλό σου να δουλεύει. (Σημειώστε αυτά που σας λέω, είναι σοφά πράγματα. Κι αν βρεθείτε στην Τζια, θα με θυμηθείτε!) Οι ώρες δουλειάς ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, τόσο δικό μου όσο και της Κλαίρης. Θα σας δώσω και την εικόνα. Καθισμένες δίπλα δίπλα, από νωρίς το πρωί, καθεμιά στο λάπτοπ της, και ο Γιώργος σταθερά να διαβάζει χωρίς να μιλάει. Τέτοιες μοναχικές διακοπές δεν έχει ξανακάνει, νομίζω. Όταν δε γράφαμε, μιλούσαμε για το βιβλίο. Κι όταν δε μιλούσαμε και δε γράφαμε, σκεφτόμασταν το βιβλίο. Με τόσο κέφι δε θυμάμαι να έχω δουλέψει ποτέ! Και ήρθε η ώρα που εγώ επέστρεψα στο σπίτι μου κι εκείνη παρέμεινε στην Τζια. Γράφαμε και στέλναμε με μέιλ, διορθώναμε και προχωρούσαμε, μιλούσαμε (όσο μας επέτρεπε το κακό σήμα) στο τηλέφωνο και σχεδιάζαμε τη συνέχεια. Αυτό το σχεδιάγραμμα ούτε θυμάμαι πόσες φορές τροποποιήθηκε. Από την Τζια είχαμε μοιράσει ήδη αρμοδιότητες –τι θα έγραφε καθεμιά–, αλλά παρεμβαίναμε και η μια στα γραφόμενα της άλλης. Δε θα πλέξω το εγκώμιο της Κλαίρης ως φίλης. Αυτά είναι δικά μας και τα κρατάμε μέσα μας εκείνη κι εγώ. Θα πω μόνο ότι, αν δεν πιστεύετε στις καρμικές σχέσεις, κοιτάξτε μας και θα πειστείτε. Από τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας, ήρθαμε πολύ πολύ πολύ κοντά, δίχως ουδεμία προσπάθεια. Σαν από πάντα, ένα πράγμα. Σαν να μας περίμενε αυτή η φιλία να την ανταμώσουμε. Και μια… υποσημείωση. Μπορεί να γράφω πολλά, να είμαι λαλίστατη σε μια συντροφιά, αλλά για τα μεγάλα, τα σπουδαία, δε θέλω πολλά λόγια. Οι πράξεις μετράνε. Εκεί δίνω τον καλό βαθμό. Βρήκα, λοιπόν, το άλλο μου μισό σ’ αυτό. Με τούτο το τελευταίο εγχείρημα, μπήκαμε πια και σε άλλη διάσταση. Είναι τρομακτικά υπέροχο να έχεις κάποιον στο μυαλό σου και να μπαίνεις με άνεση στο δικό του. Προτού μιλήσεις, να σου λέει ο άλλος τι σκέφτηκες, κι εσύ να συμπληρώνεις τις δικές του σκέψεις. Είναι απορίας άξιον πώς ξεπηδούσε η ιστορία από μέσα μας, σαν να περίμενε καιρό κρυμμένη για να κάνει τη μεγάλη εμφάνιση! Ξέρετε πια πως γράφω ό,τι μου αρέσει εμένα να διαβάζω. Είναι η αρχή μου. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, μου αρέσει πολύ να το διαβάζω, αλλά ξετρελάθηκα όσο καιρό το γράφαμε! Γι’ αυτό και δεν υπόσχομαι ότι θα είναι το πρώτο και μοναδικό.
Λένα, 19.8.2021
… και από μένα
Ένα κι ένα ίσον ένα. Αυτό το μαθηματικό παράδοξο έχει καταλήξει να είναι η σταθερά στη ζωή μας και στη φιλία αυτή, που ξεκίνησε από σύμπτωση, τυχαία, όπως ξεκινούν εντέλει όλα τα «γραμμένα» μας. Όπως ξεκίνησε και το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Από μια τρέλα της στιγμής. Από μια ιδέα μεταξύ ξαπλώστρας και βουτιάς. Από μια φιλία που είχε πια τις βάσεις και τις ρίζες να μετουσιωθεί όμορφα, πολύ όμορφα, και σε κάτι διαφορετικό. Έχουμε γελάσει –κι έχουμε τρομάξει επίσης– από τη συνήθειά μας να διαβάζουμε η μια τις σκέψεις της άλλης, να συμπληρώνουμε τις φράσεις προτού ειπωθούν, να ξέρουμε εκ των προτέρων σχόλια και αντιδράσεις. Δύο καλολαδωμένα γρανάζια τα μυαλά μας, που κούμπωσαν τόσο, ώστε το αποτέλεσμα άφησε ακόμα και μας τις δύο έκπληκτες. Λένε πως μερικά πράγματα είναι χημεία. Απίστευτη, λοιπόν, η μεταξύ μας χημεία, η χημεία με τον τόπο, την Τζια μας, που μας αγκάλιασε αυτή την περίοδο, και, τέλος, η χημεία με τους συντρόφους μας, τους συζύγους μας, που για άλλη μία φορά κατάλαβαν ότι την τρέλα και το μεράκι μας μπορούν μονάχα να τα ανέχονται, ενίοτε και να τα αγαπούν. Και κάπως έτσι κύλησε το φετινό καλοκαίρι. Με γέλιο, πολύ γέλιο, αγωνία, πολλή αγωνία, ξενύχτι, πολύ ξενύχτι, και βρίσιμο, άπειρο βρίσιμο για το κακό σήμα, που σήμαινε ότι, για να μιλήσουμε και να συνεννοηθούμε, έπρεπε προηγουμένως να έχουμε κάνει τάμα στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Χρωστάμε, λοιπόν, η μια στην άλλη από έναν Αύγουστο (κι έναν Ιούλιο). Αν είναι έτσι, όμως, χαλάλι οι Αύγουστοι του κόσμου όλου! Δεν έχω απολαύσει ποτέ ξανά τόσο την εξέλιξη μιας ιστορίας, δεν έχω ξαναδιασκεδάσει έτσι γράφοντας. Πίστευα ανέκαθεν πως η συγγραφή είναι μοναχική διαδικασία. Κι αυτό ήταν ευχή και κατάρα συνάμα. Να, όμως, που έκανα λάθος. Επειδή τελικά και η συγγραφή μπορεί να εξελιχθεί σε… γυναικεία υπόθεση. Γυναικεία υπόθεση με παρελθόν, παρόν και –γιατί όχι;– μέλλον!
Κλαίρη, 19.8.2021
ΥΓ. Πόσες και πόσες φορές δεν έχω πει να μη λέω μεγάλα λόγια. Δε βάζω, όμως, μυαλό. Καθώς φέτος, ήταν το πρώτο καλοκαίρι, έπειτα από πολλά χρόνια, που είχα αποφασίσει ότι θα λιώσω στην παραλία χωρίς να γράψω ούτε λέξη. Λόγω καραντίνας, το επόμενο βιβλίο μου ήταν ήδη έτοιμο προ πολλού, οπότε εγώ είχα το «ελεύθερο» να χαλαρώσω. Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες… Άξιζε, όμως, αυτή η μπουκιά. Άξιζε και με το παραπάνω!
ΥΓ. (και από μένα!) Διαβάζοντας (προτού εκδοθεί, ασφαλώς) το προλογικό σημείωμα της Κλαίρης, εκεί στο υστερόγραφο για τις μεγάλες μπουκιές, που πρέπει να τρως αντί να μιλάς, θυμήθηκα και τη δική μου μεγάλη μπουκιά. «Εγώ καλοκαίρι δε γράφω ποτέ, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, θέλω να χαλαρώνω και να διαβάζω!» Πόσα ακόμα δεν έχω πει που ανατράπηκαν… Αλλά όπως είπε και η Κλαίρη, χαλάλι η μεγάλη μπουκιά!