Ο έρωτας
Γέρση: Γεννημένη το 1900 στη Σμύρνη. Αρχοντοπούλα, κόρη του Πασαλή και της Χρυσής. Καλομαθημένη, ξιπασμένη, εγωίστρια. Όταν ήταν μικρή, μαστίγωνε τις δούλες της για να τις κάνει φιλενάδες. Η ομορφιά της, της σφήκας το κεντρί, κέντρισε την καρδιά του Γιώργη και του Σελίμ και τους διέλυσε. Αγνοεί το μυστικό που κουβαλάει, και όταν το κισμέτ σκάβει αβύσσους στα πόδια της, οπλίζεται με το πείσμα το σμυρναίικο.
Γιώργης Καραδάμογλου: Με καταγωγή από τη Σύλλη Ικονίου, γεννημένος το 1886 στο Γιοχάνεσμπουργκ, μορφωμένος, καλοπερασάκιας, γυναικάς. Έχει δικό του ένα ολόκληρο αδαμαντωρυχείο, για τούτο και δεν υπολογίζει τον παρά. Αδερφικός φίλος με τον Σελίμ, μόνο που οι ατμοί του χαμάμ τον θαμπώσανε και δεν πρόσεξε όταν μπροστά του βρέθηκε η Γέρση.
Σελίμ: Ανιψιός του πασά, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1886. Σπουδαγμένος, πιστός οπαδός του Μουσταφά Κεμάλ. Αντάλλαξε το αίμα του με τον Γιώργη, μόνο που το κεντρί της μικρής μάγισσας τον σακάτεψε, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με την κτηνώδη πλευρά του απελπισμένου έρωτα.
Η οικογένεια
Λάζαρος Πασαλής: Ο μπαμπάς της Γέρσης. Γεννήθηκε το 1862 στη Σύλλη, όμως καζάντισε στη Σμύρνη, όταν αξιοποίησε την προίκα της γυναικός του, της Χρυσής. Η δουλειά τον φοβάται, παλεύει μαζί με τους εργάτες του στα ντάμια, λάτρης κάθε χαράς που προσφέρει ηδονή στο κορμί, λιώνει σαν βλέπει την κόρη του, αγαπά με πάθος την πατρίδα του, τη Μικρασία. Μόνο που πήρε αψήφιστα τον έρωτα της Βουντής.
Βουντή: Ερωμένη του Λάζαρου. Γεννήθηκε το 1880. Όμορφη γυναίκα. Η δική της μοίρα ήταν μάλλον πιωμένη σαν τηνε μοίρανε. Αδίστακτη, λέαινα που χιμά να προστατεύσει το παιδί της. Έσπειρε θύελλες και ανέμους χωρίς να ξέρει τι θα θερίσει.
Χρυσή: Η γυναίκα του Λάζαρου, αρχοντοπούλα, γεννημένη στη Σμύρνη το 1874. Δε θα την έλεγες όμορφη, μα είχε υπέροχα, σκαλωτά μαλλιά. Ερωτεύτηκε τον Λάζαρο, αρκέστηκε στο σπάνιο άγγιγμά του, στάθηκε στο ύψος των υποχρεώσεων που είχε ως αρχόντισσα. Ευτυχώς που είχε διέξοδο στα λουλούδια της και στο μυστικό ρομάντζο που ονειρευόταν να γράψει, αλλιώς θα μαράζωνε. Όταν αποφάσισε να παλέψει, οι σκιές τής έκρυβαν τον δρόμο.
Οι άνθρωποι του αρχοντικού
Γιακουμής: Δεξί χέρι του Λάζαρου. Αγαθός, εργατικός, πιστός στο αφεντικό του. Είναι ο άντρας της Σάρρας.
Σάρρα: Γυναίκα του Γιακουμή, μαγείρισσα του αρχοντικού. Σοβαρή, μετρημένη, ασχολιέται μονάχα με την κουζίνα της.
Κατίνα: Γεννήθηκε σαν ένα κουβαράκι διπλωμένο στα δυο. Από κορίτσι δίπλα στη Χρυσή σαν φίλη, αδερφή, υπηρέτρια. Η δύναμή της παροιμιώδης.
Ερασμία: Παχουλή, πονηρομάτα, μπορεί να είναι χήρα, μπορεί και όχι. Ξέρει να ξεγαριάζει τα ασπρόρουχα, μα είναι βρομόστομη.
Λένη, Γιωάννα, Γραμματική: Το αρχοντικό του Πασαλή είναι σαν το σπίτι τους. Η καθεμιά στο πόστο της, να το φροντίζουν, να το κρατούν πεντακάθαρο.
Γιασμίν και Αϊσέ: Αδερφές, υπηρέτριες της Γέρσης, κοντά στην ηλικία της κυράς τους. Τις βρήκε ο Γιακουμής στην κοιλιά ενός βουνού. Κολλημένες η μια στην άλλη, δε μιλάνε, έχουν κι αυτές τη δική τους ιστορία.
Τρύφωνας: Μικρανιψιός του Πασαλή. Γύρω στα είκοσι. Ο έρωτας τον βρίσκει απροετοίμαστο, ένα σάλι που κουβαλά άρωμα και άγγιγμα γίνεται φυλαχτό.
Αχμεντέ: Κούρδος. Αναπνέει μόνο σαν ανασαίνει ο Πασαλής. Πιστός φύλακας του αρχοντικού, δίνει ακόμα και τη ζωή του για τον αφέντη του.
Λαλέ: Μια μικρή Τουρκάλα, καμαριέρα της Γέρσης.
Η Μοίρα
Ειρηνούλα: Ήθελε να βρει μέρος να φυτέψει τη σταυρουδιά της. Το πλήρωσε ακριβά.
Νικόλας: Ένα αγόρι με σιγανό μυαλό, μαγικό τρόπο να επικοινωνεί με τα φυτά, πάντα χαμογελαστό στον υπέροχο κόσμο του.
Λουκία: Το δειλό κορίτσι από τη Σύλλη που αγάπησε τον Γιώργη ξέροντας πως εκείνος δε θα τηνε κοίταζε ποτέ όπως κοίταζε τη Γέρση.
Ο περίγυρος
Πρόδρομος Κουγιουμτζής: Ξανθιώτης καπνέμπορος. Στενός φίλος του Πασαλή.
Μαρία: Μια πανέμορφη αριβίστρια, μορφωμένη, με ιδέες και τρόπο ζωής πολύ προχωρημένα για την εποχή της.
Χρήστος Καρακάσογλου: Σμυρνιός μπανκέρης.
Μίνα Καρακάσογλου: Σύζυγος του μπανκέρη, κουτσομπόλα, περίεργη.
Εζενί και Ζορζέτ: Οι Καρακασογλίτσες. Χοντρούλες, ξιπασμένες, καλοζωισμένες.
Γιοχάνεσμπουργκ
Μηνάς Καραδάμογλου: Ο μπαμπάς του Γιώργη. Γεννημένος στη Σύλλη, καζάντισε στην Αφρική, γιατί στο πρώτο του θαλασσινό ταξίδι οι Μοίρες ζαλιστήκανε από το κούνημα του καραβιού.
Χαρίλαος: Ο μικρός γιος του Μηνά. Κομπλεξικός, ανεπρόκοπος, στη σκιά του μεγάλου του αδερφού, του Γιώργη, άνθρωπος της εκκλησίας και του τζόγου.
Κίτσα: Η γυναίκα του Χαρίλαου. Παράτησε το χωριό της εκεί στην Πελοπόννησο όχι μόνο για να κουκουλώσει τις πομπές της, μα και για να είναι δίπλα στον Γιώργη, να πίνει το απόπιομα από το ποτήρι του, να πλαγιάζει κρυφά στο κρεβάτι του όταν εκείνος λείπει.
Ρόζι: Κόρη του Μηνά.