Ο κόσμος θεωρεί τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες εξαιρετικό μυθιστοριογράφο: τον αγαπημένο δημιουργό του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία και του Μακόντο, του επικού έρωτα της Φερμίνα Δάσα με τον Φλορεντίνο Αρίσα, του θανάτου του Σαντιάγο Νασάρ και του κολοσσιαίου μοναχικού δικτάτορα στο Φθινόπωρο του Πατριάρχη. Για όλα αυτά του απένειμαν εν ζωή το Βραβείο Νομπέλ, τη μέγιστη αναγνώριση για έναν άνθρωπο των γραμμάτων, και όλη η Λατινική Αμερική αγαλλίασε βλέποντας «ένα από τα δεκάξι παιδιά του τηλεγραφητή της Αρακατάκα» να το παραλαμβάνει στην τελετή απονομής ενώπιον των βασιλέων της Σουηδίας.
Ο Γκάμπο (τρυφερό υποκοριστικό με το οποίο τον γνωρίζουν σε ολόκληρο τον ισπανόφωνο κόσμο) είναι επίσης γνωστός ως φίλος και έμπιστος του Φιντέλ Κάστρο και του Μπιλ Κλίντον, καθώς επίσης και του Κορτάσαρ, του Φουέντες και των άλλων συναδέλφων του μπουμ[1] και επιπλέον ως σύζυγος της Μερσέδες Μπάρτσα και πατέρας δύο αγοριών, του Γκονσάλο και του Ροδρίγο. Όταν πέθανε, το 2014, στα ογδόντα επτά του χρόνια, στην κηδεία του, που έγινε στο όμορφο Μέγαρο Καλών Τεχνών της πρωτεύουσας της χώρας όπου έμενε, του Μεξικού, πήγε όλος ο κόσμος. Όταν ο Χουάν Μανουέλ Σάντος, ο τότε Πρόεδρος της Κολομβίας, της γενέθλιας χώρας του, είπε πως ήταν ο καλύτερος Κολομβιανός όλων των εποχών, κανένας δεν το αμφισβήτησε.
Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, ο Γκάμπο ήταν δημοσιογράφος· η δημοσιογραφία υπήρξε κατά κάποιον τρόπο ο πρώτος του έρωτας και, όπως όλοι οι πρώτοι έρωτες, εκείνος με τη μεγαλύτερη διάρκεια. Αυτό το επάγγελμα του έδινε για πρώτη φορά τη δυνατότητα να βιοποριστεί από τη συγγραφή, κάτι που θυμόταν πάντοτε· ο θαυμασμός του για τη δημοσιογραφία τον έφερε στο σημείο να δηλώσει κάποτε πως ήταν «η καλύτερη δουλειά του κόσμου». Θεωρούσε τον εαυτό του πρώτα δημοσιογράφο και μετά συγγραφέα. «Βασικά είμαι δημοσιογράφος. Όλη μου τη ζωή ήμουν δημοσιογράφος. Τα βιβλία μου είναι βιβλία δημοσιογράφου, παρότι δε φαίνεται και πολύ».
Παρότι κάποια από τα πρώτα του διηγήματα προέρχονται από τα σημειώματά του στον Τύπο, η δημοσιογραφία υπήρξε το επάγγελμα που επέτρεψε στον νεαρό Γκαρσία Μάρκες να εγκαταλείψει τις νομικές σπουδές, να αρχίσει να γράφει στην El Universal της Καρταχένα και την El Heraldo της Μπαρανκίγια και να ταξιδέψει στην Ευρώπη ως απεσταλμένος της El Espectador της Μπογκοτά ‒ φεύγοντας έτσι από τη μέση, μετά τη διαμάχη που προκάλεσε το πρώτο μεγάλο του ρεπορτάζ για τον ναυαγό ναυτικό. Επιστρέφοντας, και χάρη στον σπουδαίο του φίλο και συνάδελφο δημοσιογράφο Πλίνιο Απουλέγιο Μεντόσα, συνέχισε το δημοσιογραφικό έργο του στη Βενεζουέλα, σε περιοδικά όπως το Élite ή το Momento, ώσπου εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη ως ανταποκριτής του κουβανικού πρακτορείου Prensa Latina. Λίγους μήνες κατόπιν, φτάνει με τη γυναίκα του Μερσέδες Μπάρτσα και τον γιο του Ροδρίγο στο Μεξικό, όπου θα εγκαταλείψει προσωρινά το επάγγελμα για να κλειστεί και να γράψει το Εκατό χρόνια μοναξιά, του οποίου η προϊστορία βρίσκεται σ’ ένα κείμενο που επίσης συμπεριλαμβάνεται εδώ, το «Σπίτι των Μπουενδία». Παρότι η δουλειά του ως συγγραφέα καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του, πάντα επιστρέφει στο πάθος του για τη δημοσιογραφία και φτάνει να ιδρύσει και επτά μέσα, ανάμεσά τους το Alternativa και το Cambio: «Δε θέλω να με θυμούνται για το Εκατό χρόνια μοναξιά, ούτε για το Βραβείο Νομπέλ, αλλά για την εφημερίδα».
Τέλος, ο Γκαρσία Μάρκες έγραφε το λογοτεχνικό του έργο χρησιμοποιώντας μέσα της δημοσιογραφίας, όπως ανέφερε σε μια συνέντευξη: «Μα αυτά τα βιβλία περιέχουν τέτοια ποσότητα έρευνας και διασταύρωσης στοιχείων και ιστορικής ακρίβειας και πίστης στα γεγονότα, που κατά βάθος είναι μεγάλα μυθιστορηματικά ή φανταστικά ρεπορτάζ, αλλά η μέθοδος έρευνας και διαχείρισης των πληροφοριών και των γεγονότων είναι δημοσιογραφική».