Η Λυγινή και ο Υάκινθος σύρονται μαζί με πλειάδα μοναχών στον Ιππόδρομο, διαπομπεύονται και τους παντρεύουν με τη βία. Προσπαθούν να βιοποριστούν στην Κωνσταντινούπολη και καταφεύγουν σε έναν κακοήθη εξάδελφο του Υάκινθου. Είναι καιρός Εικονομαχίας, 766 μ.Χ., επί του πολέμαρχου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’, τον οποίο οι εικονολάτρες ονόμασαν Κοπρώνυμο αφότου πέθανε. Δεν έχουν ερωτικές σχέσεις γιατί ο Υάκινθος είναι ταγμένος στον Θεό, κάτι που καταθλίβει τη Λυγινή. Ο Υάκινθος καταδικάζεται σε καταναγκαστικά έργα όταν συγκρούεται λεκτικά για τις εικόνες και τη Σύνοδο της Ιέρειας με έναν αξιωματικό των ανακτόρων, ενώ η Λυγινή βιώνει τον εγκλεισμό της. Τελειώνοντας η ποινή του Υάκινθου φεύγουν για την Αθήνα με τη βοήθεια του Βάρδα, εκπροσώπου στην Πόλη του επισκόπου Αθηνών.
Ο αγγελοπρόσωπος Ροδανός είναι υπαρχηγός στην ομάδα των Λεόντων του πατρικίου Φωκά. Συμμετέχουν στην καταστροφή εικόνων και μοναστηριών και αναλαμβάνουν αποστολές κατασκοπείας κι όχι μόνο. Για να αποδείξουν την απόλυτη υπακοή τους στον Φωκά και ως τελετή μύησης, τους καλεί να σκοτώσουν δέκα ζητιάνους με πελέκι μέσα στο αρχοντικό του. Ύστερα αναλαμβάνουν να ανακαλύψουν το Ιερόν Στιχάριον, το οποίο έχει τη δύναμη να ανατρέψει την πολιτική των εικονομάχων.
Στην Αθήνα η Λυγινή και ο Υάκινθος ζουν στο αρχοντικό του Βάρδα και της αδελφής του Πολύμνιας. Η Λυγινή εργάζεται ως υπηρέτρια και ο Υάκινθος στο κηροποιείο του Βάρδα. Η Λυγινή γίνεται στενή φίλη με την Κομιτώ, δούλα της Πολύμνιας. Ένας αχρείος τύπος, ο Λάμπος, γίνεται ο κακός τους δαίμονας. Σε μια έκρηξή του ο Υάκινθος τον βουτάει μέσα στον λέβητα με το λιωμένο κερί στο κηροποιείο.
Η Λυγινή προσπαθεί με ερωτικά φίλτρα να εξάψει το ερωτικό πάθος στον Υάκινθο. Στην Αθήνα καταφτάνει και ο Ροδανός… (Η συνέχεια της μυθοπλασίας στο βιβλίο).
Στο προσκήνιο της θεματολογίας βρίσκεται ο έρωτας με πολλές μορφές και διαστάσεις. Ο έρωτας για το άλλο πρόσωπο, για το χρέος, για τη ζωή, για τον θεό. Στο επίκεντρο εντάσσεται και η εικόνα μας. Η εικόνα με την έννοια της μορφής, αλλά και ως προς την άποψη που έχουμε για την προσωπική μας αξία. Τι συμβαίνει όταν χάνεται η καλή μας εικόνα;
Στο υπόστρωμα αναπλάθεται η καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη, με όλο το μεγαλείο της αλλά και την απόλυτη φτώχεια, όπως και η Αθήνα και η ύπαιθρος σε διάφορους τόπους, έτσι που ο αναγνώστης θα αισθάνεται ότι ζει στους βυζαντινούς χρόνους.
Ελάχιστα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
♦ Πώς διάβαζαν μια επιστολή; Όχι από μέσα τους, αλλά φωναχτά, όπως και στην αρχαία Ελλάδα. Δε γνώριζαν να διαβάζουν από μέσα τους.
♦ Ο στρατός αποτελούνταν από μισθοφόρους ανεξαρτήτου φυλής και τόπου προέλευσης, εντός ή εκτός Αυτοκρατορίας.
♦ Οι περισσότεροι άντρες είχαν μακριά μαλλιά, ενώ οι καλόγεροι κοντά κουρεμένα σαν στεφάνι.
♦ Ο διαπομπευόμενος λεγόταν κουτρούλης επειδή προηγουμένως τον κούρευαν. Έτσι έμεινε να λέμε σήμερα: έγινε του κουτρούλη ο γάμος.
♦ Οι γυναίκες βάφονταν στα μάτια, στα χείλια και στο πιγούνι, έβαζαν πάτους στα παπούτσια για να φαίνονται ψηλότερες, άλειφαν τα μαλλιά με κατακάθι κρασιού (τρυγέα) και λάσπη απ’ το λουτρό για να τα βάψουν ξανθά.
♦ Τα Χριστούγεννα έστηναν στύλους στους δρόμους τοποθετώντας ολόγυρά τους μάτσα δεντρολίβανου και λουλουδιών. Κάτι σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο.
♦ Τέλος, μια ιδιαίτερη πτυχή και επισήμανση. Οι Οθωμανοί σχεδόν τίποτε καινούργιο δεν έφεραν. Όλα προϋπήρχαν στο Βυζάντιο, καλά και κακά. Ευνούχοι, λουτρά (χαμάμ), περίκλειστοι εξώστες (σαχνισιά), ξύλινα σπίτια, παλλακίδες (χαρέμια), σκεπαστές αγορές (μπεζεστένια), οργανωμένο κτηματολόγιο, διοικητικό σύστημα και πολλά άλλα. Στο βιβλίο ο ενημερωμένος αναγνώστης ή όσοι έχουν διαβάσει το Ιμαρέτ, ή το Άγιοι και δαίμονες, ή το Γινάτι θα εντοπίσουν πλήθος ανάλογων παραδειγμάτων.