Εκτός από τα ιστορικά πρόσωπα, όλα τα άλλα είναι προϊόν μυθοπλασίας.
Το έναυσμα για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα πάει πολύ πίσω, στα μαθητικά μου χρόνια, όταν διάβασα για πρώτη φορά το διήγημα του Κωνσταντίνου Ράδου «Κάτω στην Κύπρο, στην Αμμόχωστο», που είχε δημοσιευτεί στην Ελληνική Δημουργία, το λογοτεχνικό περιοδικό στο οποίο ήταν συνεργάτης ο πατέρας μου, Γεώργιος Καλογερόπουλος, με το ψευδώνυμο Θέμης Τριφύλιος.
Τη γνώση και τα ερεθίσματα που μου είχε δώσει η ανάγνωση αυτή συμπλήρωσαν οι εμπειρίες μου στην μαρτυρική Κύπρο, όπου έζησα με την οικογένειά μου μεταξύ των ετών 1978 και 1980. Τότε ήταν πολύ νωπές οι πληγές από τον «Πόλεμο του ’74».
Οι μαυροφορεμένες γυναίκες που περίμεναν τους δικούς τους να γυρίσουν. Οι σκηνές με τους πρόσφυγες. Οι προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν τα γεγονότα. Τα ρημαγμένα σπίτια και καταστήματα στην πράσινη γραμμή. Οι Τούρκοι στρατιώτες στα φυλάκια. Η τεράστια κατακόκκινη τούρκικη σημαία βαμμένη στην πλευρά του Πενταδάκτυλου – το πρώτο πράγμα που έβλεπες βγαίνοντας από το αεροδρόμιο της Λάρνακας.
Το φάντασμα της Αμμοχώστου, της πόλης που μόνο από μακριά, από τη Δερύνεια μπορούσες να δεις.
Και το στρατιωτικό νεκροταφείο στη Μακεδονίτισσα.
Τι και αν σήμερα πολλά έχουν αλλάξει; Κάποιοι αγνοούμενοι έχουν επιστρέψει, σαν οστά όμως που βρέθηκαν σε ομαδικούς τάφους. Η πράσινη γραμμή άνοιξε – όσοι θέλουν μπορούν να επισκεφθούν τα κατεχόμενα, να δουν τα σπίτια τους και να κλάψουν. Απαραίτητη προϋπόθεση να δείξουν διαβατήριο στον Τούρκο στο φυλάκιο. Πόσο μπορεί κανείς να δεχτεί να δείχνει διαβατήριο για να περάσει στον τόπο του, να επισκεφθεί το σπίτι του; Και, φυσικά, η Αμμόχωστος σήμερα άνοιξε, όχι όμως για τους ΄Ελληνες, για αυτούς που άφησαν τα σπίτια τους ανοιχτά σε κάθε λεηλασία όταν έφευγαν για να αποφύγουν τους εισβολείς. Πώς να ξεχάσει κανείς;