Η αλήθεια είναι καλά κρυμμένη στο βυθό 📖 ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

Στην παγίδα του νερού - Πόλα Χόκινς
Share Button

Η αλήθεια είναι καλά κρυμμένη στο βυθό. Πρέπει να βουτήξεις σε σκοτεινά νερά για να την ανακαλύψεις.

Μετά το εκρηκτικό ντεμπούτο της με ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ, η Πόλα Χόκινς επιστρέφει με ένα καταιγιστικό ψυχολογικό θρίλερ. Το μυθιστόρημα ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ εκτοξεύτηκε αμέσως στις λίστες των best seller διεθνώς, καταλαμβάνοντας την 1η θέση από την 1η εβδομάδα κυκλοφορίας του σε 15 χώρες!

📖 Διαβάζουμε απόσπασμα από το βιβλίο ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ:

Η ΚΟΛΥΜΠΗΘΡΑ ΤΩΝ ΠΝΙΓΜΩΝ
ΛΙΜΠΙ

«ΞΑΝΑ! ΞΑΝΑ!»
Οι άντρες τη δένουν ξανά. Διαφορετικά αυτή τη φορά: αριστερός αντίχειρας με δεξί μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, δεξιός αντίχειρας με αριστερό. Το σκοινί γύρω από τη μέση της. Αυτή τη φορά τη σέρνουν στο νερό.
«Σας παρακαλώ», αρχίζει τώρα να ικετεύει, διότι δεν είναι σίγουρη ότι μπορεί να αντέξει το σκοτάδι και το κρύο. Θέλει να επιστρέψει σ’ ένα σπίτι που δεν υπάρχει πια, σε μια εποχή όπου εκείνη και η θεία της κάθονταν μπροστά στο τζάκι και διηγούνταν ιστορίες. Θέλει να βρεθεί στο κρεβάτι της στο αγροτόσπιτό τους, θέλει να ξαναγίνει μικρούλα, να αναπνέει τον καπνό των ξύλων και των τριαντάφυλλων και τη γλυκιά ζεστασιά του κορμιού της θείας της.
«Σας παρακαλώ».
Βουλιάζει. Μέχρι να τη σύρουν έξω τη δεύτερη φορά, τα χείλη της είναι μελανά κι έχει αφήσει την τελευταία της πνοή.

ΤΖΟΥΛΣ
2015

ΚΑΤΙ ΗΘΕΛΕΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ, έτσι δεν είναι; Τι προσπαθούσες να μου πεις; Νιώθω σαν να αφαιρέθηκα από τη συζήτηση εδώ και πολύ καιρό. Έπαψα να συγκεντρώνομαι, σκεφτόμουν κάτι άλλο, συνέχιζα τη ζωή μου, δεν άκουγα και παρανόησα. Λοιπόν, τώρα έχεις την προσοχή μου. Μόνο που σκέφτομαι ότι έχασα αρκετά από τα βασικά στοιχεία.
Όταν ήρθαν να μου το πουν, θύμωσα. Ανακουφίστηκα στην αρχή, διότι όταν εμφανίζονται στο κατώφλι σου δύο αστυνομικοί τη στιγμή που ψάχνεις για το εισιτήριο του τρένου που θα σε πάει στη δουλειά, φαντάζεσαι το χειρότερο. Φοβήθηκα για τους ανθρώπους που αγαπώ – τους φίλους μου, τον πρώην μου, τους συνεργάτες μου. Όμως δεν είχε σχέση με αυτούς, είπαν, είχε σχέση μ’ εσένα. Έτσι ανακουφίστηκα, μόνο για μια στιγμή, και μετά μου είπαν τι συνέβη, τι έκανες, μου είπαν ότι σε βρήκαν στο νερό και θύμωσα. Θύμωσα και φοβήθηκα.
Σκεφτόμουν τι θα σου έλεγα όταν ερχόμουν, ότι ήξερα πως το έκανες για να με πικάρεις, να με εκνευρίσεις, να με τρομάξεις, να αναστατώσεις τη ζωή μου. Να τραβήξεις την προσοχή μου, να με σύρεις πίσω εκεί όπου ήθελες. Και ορίστε, Νελ, τα κατάφερες: ξαναβρέθηκα στο μέρος όπου ποτέ δεν ήθελα να επιστρέψω, για να φροντίσω την κόρη σου, να ξεδιαλύνω το χάλι που δημιούργησες.

ΤΖΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΑ, 10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

ΚΑΤΙ ΜΕ ΞΥΠΝΗΣΕ. Σηκώθηκα από το κρεβάτι για να πάω στην τουαλέτα και είδα ότι η πόρτα της μαμάς και του μπαμπά ήταν ανοιχτή, κι όταν κοίταξα, είδα ότι η μαμά δεν ήταν στο κρεβάτι. Ο μπαμπάς ως συνήθως ροχάλιζε. Το ψηφιακό ρολόι έδειχνε 4:08. Σκέφτηκα ότι θα ήταν κάτω. Δυσκολεύεται να κοιμηθεί. Και οι δύο δυσκολεύονται τώρα, αλλά εκείνος παίρνει χάπια τόσο βαριά, που δεν ξυπνά ακόμα κι αν ουρλιάζεις δίπλα στο κεφάλι του.
Κατέβηκα κάτω εντελώς αθόρυβα, γιατί συνήθως αυτό που κάνει είναι να ανάβει την τηλεόραση και να βλέπει εκείνες τις βαρετές διαφημίσεις για μηχανήματα που σε βοηθούν να χάσεις βάρος ή καθαρίζουν το πάτωμα ή κόβουν λαχανικά με δεκάδες τρόπους, κι έπειτα την παίρνει ο ύπνος. Όμως η τηλεόραση δεν ήταν αναμμένη κι εκείνη δε βρισκόταν στον καναπέ, οπότε κατάλαβα ότι είχε βγει.
Το έχει κάνει μερικές φορές – τουλάχιστον αυτές που εγώ γνωρίζω. Δεν μπορώ να ξέρω συνεχώς πού βρίσκεται ο καθένας. Την πρώτη φορά μού είπε πως βγήκε βόλτα για να καθαρίσει το μυαλό της, αλλά ένα άλλο πρωί ξύπνησα κι έλειπε και όταν κοίταξα από το παράθυρο, δεν είδα το αυτοκίνητό της παρκαρισμένο στο συνηθισμένο του σημείο μπροστά στο σπίτι.
Νομίζω πως πηγαίνει για περπάτημα στο ποτάμι ή στον τάφο της Κέιτι. Το κάνω κι εγώ μερικές φορές, αν και όχι στη μέση της νύχτας. Θα φοβόμουν να βγω στο σκοτάδι, επίσης θα με έκανε να νιώθω παράξενα, γιατί αυτό έκανε η Κέιτι: ξύπνησε στη μέση της νύχτας, πήγε στο ποτάμι και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ωστόσο, καταλαβαίνω γιατί το κάνει η μαμά: είναι ό,τι πιο κοντινό στην Κέιτι ετούτη τη στιγμή, εκτός ίσως από το να κάθεται στο δωμάτιό της, ακόμα κάτι που ξέρω πως κάνει μερικές φορές. Το δωμάτιο της Κέιτι είναι δίπλα στο δικό μου και ακούω τη μαμά που κλαίει.
Κάθισα στον καναπέ να την περιμένω, αλλά μάλλον με πήρε ο ύπνος, διότι όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει, είχε ξημερώσει και όταν κοίταξα το ρολόι πάνω από το τζάκι, έδειχνε επτά και τέταρτο. Άκουσα τη μαμά να κλείνει την πόρτα πίσω της και αμέσως να τρέχει πάνω.
Την ακολούθησα. Στάθηκα έξω από το υπνοδωμάτιο και κρυφοκοίταξα από τη χαραμάδα της πόρτας. Είχε γονατίσει δίπλα στο κρεβάτι, στην πλευρά του μπαμπά, και το πρόσωπό της ήταν κόκκινο, σαν να είχε τρέξει. Είχε λαχανιάσει και έλεγε «Άλεκ, ξύπνα, ξύπνα» και τον ταρακουνούσε. «Η Νελ Άμποτ είναι νεκρή», είπε. «Τη βρήκαν στο νερό. Πήδηξε».
Δε θυμάμαι να είπα κάτι, αλλά πρέπει να έκανα κάποιο θόρυβο, γιατί με είδε και σηκώθηκε απότομα.
«Ω, Τζος», είπε ερχόμενη προς το μέρος μου, «ω, Τζος». Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της και με αγκάλιασε σφιχτά. Όταν τραβήχτηκα από την αγκαλιά της, έκλαιγε ακόμα, αλλά χαμογελούσε κιόλας. «Ω, γλυκέ μου», είπε.
Ο μπαμπάς ανακάθισε στο κρεβάτι. Έτριψε τα μάτια του. Του παίρνει ατελείωτη ώρα να ξυπνήσει κανονικά.
«Δεν καταλαβαίνω. Πότε… εννοείς χθες βράδυ; Πώς το ξέρεις;»
«Βγήκα να πάρω γάλα», απάντησε. «Όλοι γι’ αυτό μιλούσαν… στο μαγαζί. Τη βρήκαν σήμερα το πρωί». Κάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε πάλι να κλαίει. Ο μπαμπάς την αγκάλιασε, αλλά εκείνη κοιτούσε εμένα και είχε μια πολύ παράξενη έκφραση.
«Πού πήγες;» τη ρώτησα. «Πού ήσουν;»
«Στα μαγαζιά, Τζος. Μόλις το είπα».
Λες ψέματα, ήθελα να της πω. Λείπεις εδώ και ώρες, δεν πήγες απλώς να πάρεις γάλα. Αυτό ήθελα να πω, αλλά δεν μπόρεσα, διότι οι γονείς μου κάθονταν στο κρεβάτι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο κι έδειχναν ευτυχισμένοι.

ΤΖΟΥΛΣ
ΤΡΙΤΗ, 11 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

ΘΥΜΑΜΑΙ. ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΚΑΘΙΣΜΑ του τροχόσπιτου, με μαξιλάρια στοιβαγμένα στο κέντρο για να χωρίζουν τον δικό σου χώρο από τον δικό μου, πηγαίνοντας στο Μπέκφορντ για τις καλοκαιρινές διακοπές, εσύ νευρική και ενθουσιασμένη –ανυπομονούσες να φτάσουμε–, εγώ πράσινη από τη ναυτία, πασχίζοντας να μην ξεράσω.
Δε θυμόμουν απλώς, την ένιωσα. Ένιωσα την ίδια ναυτία σήμερα το απόγευμα, σκυμμένη πάνω από το τιμόνι σαν καμιά γριά, οδηγώντας γρήγορα και άτσαλα, αλλάζοντας λωρίδες, πατώντας σπασμωδικά το φρένο, διορθώνοντας το τιμόνι νευρικά στη θέα των υπόλοιπων αυτοκινήτων. Ένιωσα αυτό το πράγμα, το συναίσθημα που νιώθω όταν βλέπω ένα λευκό φορτηγάκι να έρχεται αντίθετα σε τούτες τις στενές λωρίδες και σκέφτομαι: Θα κάνω καμιά στραβοτιμονιά, ναι, θα το κάνω, θα πέσω κατευθείαν πάνω του, όχι επειδή το θέλω, μα επειδή νιώθω πως πρέπει. Λες και την τελευταία στιγμή θα χάσω όλη την ελεύθερη βούληση που διαθέτω. Είναι σαν αυτό που αισθάνεσαι όταν στέκεσαι στο χείλος ενός γκρεμού ή στην άκρη μιας πλατφόρμας τρένου και νιώθεις ότι σε ωθεί ένα αόρατο χέρι. Κι αν; Κι αν απλώς έκανα ένα βήμα μπροστά; Κι αν απλώς έστριβα το τιμόνι;
(Εσύ κι εγώ δεν είμαστε τόσο διαφορετικές τελικά).
Αυτό που με ξάφνιασε ήταν πόσο καλά θυμόμουν. Υπερβολικά καλά. Γιατί θυμάμαι τόσο τέλεια τα πράγματα που μου συνέβησαν όταν ήμουν οκτώ χρονών, κι ωστόσο δυσκολεύομαι να θυμηθώ αν μίλησα στους συναδέλφους μου για την αναβολή της συνάντησης ενός πελάτη την επόμενη εβδομάδα; Όσα θέλω να θυμάμαι δεν μπορώ να τα θυμάμαι, κι όσα θέλω τόσο απεγνωσμένα να ξεχάσω, μου έρχονται διαρκώς στον νου. Όσο πιο πολύ πλησίαζα στο Μπέκφορντ, τόσο πιο αναμφισβήτητο γινόταν, το παρελθόν με χτυπούσε σαν σμήνος πουλιών, τρομακτικό και αναπόφευκτο.
Όλη αυτή η οργιώδης φύση, ετούτο το απίστευτο πράσινο, το ζωηρό, εκτυφλωτικό κίτρινο του χορταριού στον λόφο ζεμάτισαν το μυαλό μου κι έφεραν μαζί τους μια ταινία αναμνήσεων: Τον μπαμπά να κουβαλά εμένα που τσίριζα χαρούμενη μέσα στο νερό, όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών. Εσύ να πηδάς από τα βράχια στο ποτάμι και κάθε φορά να το κάνεις απ’ όλο και πιο ψηλά. Τα πικνίκ στην αμμουδερή όχθη, τη γεύση του αντηλιακού στη γλώσσα μου. Να πιάνουμε παχουλά καφετιά ψάρια στο λασπερό, θολό νερό που κυλούσε από τον μύλο. Εσένα να επιστρέφεις σπίτι με ματωμένο πόδι από τις βουτιές στα βράχια, να δαγκώνεις μια πετσέτα όσο ο μπαμπάς σού περιποιόταν την πληγή, διότι αποκλείεται να έκλαιγες. Όχι μπροστά μου. Η μαμά, με ένα γαλάζιο φόρεμα, ξυπόλυτη στην κουζίνα να φτιάχνει πόριτζ για πρωινό, με τις πατούσες της σκουριασμένες από το χώμα. Τον μπαμπά να κάθεται στην όχθη του ποταμού και να σκιτσάρει. Αργότερα, λίγο μεγαλύτερες, εσένα με τζιν σορτσάκι και το πάνω του μαγιό κάτω από το μπλουζάκι σου, να το σκας για να συναντήσεις ένα αγόρι. Όχι οποιοδήποτε αγόρι, το αγόρι. Τη μαμά πιο αδύνατη και εύθραυστη να κοιμάται στην πολυθρόνα στο σαλόνι. Τον μπαμπά να πηγαίνει πολύωρες βόλτες με τη στρουμπουλή χλομή γυναίκα του εφημέριου που μισούσε τον ήλιο. Θυμάμαι ένα παιχνίδι με μπάλα. Καυτός ήλιος στο νερό, όλα τα μάτια πάνω μου. Να συγκρατώ τα δάκρυά μου, αίμα στο μπούτι μου, γέλια να αντηχούν στα αυτιά μου. Ακόμα τα ακούω. Και πίσω απ’ όλα αυτά, τον ήχο του τρεχούμενου νερού.
Ήμουν τόσο βαθιά απορροφημένη σε τούτο το νερό, ώστε δεν κατάλαβα πως είχα φτάσει. Είχα φτάσει στην καρδιά της πόλης. Το συνειδητοποίησα ξαφνικά, σαν να έκλεισα τα μάτια και να μεταφέρθηκα εκεί, και πριν καλά καλά το καταλάβω, οδηγούσα αργά στα στενά δρομάκια μαζί με διάφορα 4Χ4, πέτρινες ροζ μάντρες στην άκρη του ματιού μου, προς την εκκλησία, προς την παλιά γέφυρα, προσεκτικά τώρα. Στύλωσα τα μάτια μου στην άσφαλτο μπροστά μου και προσπάθησα να μην κοιτάζω τα δέντρα, το ποτάμι. Προσπάθησα να μη βλέπω, μα δεν τα κατάφερα.
Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου κι έσβησα τη μηχανή. Σήκωσα το βλέμμα. Μπροστά μου τα δέντρα και τα πέτρινα σκαλιά, πράσινα από τα βρύα και επικίνδυνα μετά τη βροχή. Ανατρίχιασα ολόκληρη. Το θυμόμουν: παγωμένη βροχή να μαστιγώνει την άσφαλτο, γαλάζιες λάμψεις να ανταγωνίζονται τις αστραπές που φώτιζαν το ποτάμι και τον ουρανό, αχνός στην ανάσα των πανικόβλητων προσώπων κι ένα αγοράκι, άσπρο σαν το πανί, να τρέμει τρομαγμένο, να ανεβαίνει τα σκαλιά με τη συνοδεία μιας αστυνομικού. Του κρατούσε σφιχτά το χέρι και τα μάτια της ήταν γουρλωμένα από τρόμο, το κεφάλι της γύριζε δεξιά κι αριστερά σαν να φώναζε κάποιον. Ακόμα μπορώ να νιώσω ό,τι ένιωσα εκείνη τη νύχτα, τον τρόμο και τη μαγεία. Ακόμα ακούω τα λόγια σου στο κεφάλι μου: Πώς να είναι άραγε; Μπορείς να φανταστείς; Να βλέπεις τη μητέρα σου να πεθαίνει;

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

«Τζούλια, εγώ είμαι. Πάρε με, είναι ανάγκη. Σε παρακαλώ, Τζούλια, είναι σημαντικό».

Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της, η Νελ Άμποτ τηλεφώνησε στην αδελφή της. Η Τζουλς δεν το σήκωσε, αγνοώντας την έκκλησή της για βοήθεια.

Τώρα η Νελ είναι νεκρή. Λένε ότι πήδηξε. Και η Τζουλς αναγκάζεται να επιστρέψει στο μέρος με το οποίο έλπιζε ότι είχε ξεμπερδέψει οριστικά, για να φροντίσει την έφηβη κόρη που άφησε πίσω η αδελφή της.

Η Τζουλς, όμως, φοβάται. Φοβάται πολύ. Τις καλά θαμμένες αναμνήσεις της, τον παλιό μύλο, τη γνώση ότι η Νελ αποκλείεται να πήδηξε.

Και πάνω απ’ όλα, φοβάται το νερό και εκείνο το μέρος που ονομάζουν Κολυμπήθρα των Πνιγμών…

Με την ίδια καταιγιστική γραφή και βαθιά κατανόηση των ανθρώπινων ενστίκτων που μάγεψαν εκατομμύρια αναγνώστες παγκοσμίως στο εκρηκτικό ντεμπούτο της ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ, η Πόλα Χόκινς υπογράφει ακόμα ένα απολαυστικό μυθιστόρημα το οποίο αντλεί στοιχεία από τις ιστορίες που λέμε για το παρελθόν μας και τη δύναμή τους να καταστρέψουν τη ζωή που ζούμε στο παρόν.

Στην παγίδα του νερού - Πόλα Χόκινς, Εκδόσεις Ψυχογιός
Share Button

The Author

Η ομάδα των Εκδόσεων Ψυχογιός

Όταν κλείνει ένα βιβλίο, ανοίγει ένας κύκλος επικοινωνίας. Ζήστε την εμπειρία. Εσείς κι εμείς πάντα σ' επαφή!