ΤΖΟΥΛΣ
ΤΡΙΤΗ, 11 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
ΘΥΜΑΜΑΙ. ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΚΑΘΙΣΜΑ του τροχόσπιτου, με μαξιλάρια στοιβαγμένα στο κέντρο για να χωρίζουν τον δικό σου χώρο από τον δικό μου, πηγαίνοντας στο Μπέκφορντ για τις καλοκαιρινές διακοπές, εσύ νευρική και ενθουσιασμένη –ανυπομονούσες να φτάσουμε–, εγώ πράσινη από τη ναυτία, πασχίζοντας να μην ξεράσω.
Δε θυμόμουν απλώς, την ένιωσα. Ένιωσα την ίδια ναυτία σήμερα το απόγευμα, σκυμμένη πάνω από το τιμόνι σαν καμιά γριά, οδηγώντας γρήγορα και άτσαλα, αλλάζοντας λωρίδες, πατώντας σπασμωδικά το φρένο, διορθώνοντας το τιμόνι νευρικά στη θέα των υπόλοιπων αυτοκινήτων. Ένιωσα αυτό το πράγμα, το συναίσθημα που νιώθω όταν βλέπω ένα λευκό φορτηγάκι να έρχεται αντίθετα σε τούτες τις στενές λωρίδες και σκέφτομαι: Θα κάνω καμιά στραβοτιμονιά, ναι, θα το κάνω, θα πέσω κατευθείαν πάνω του, όχι επειδή το θέλω, μα επειδή νιώθω πως πρέπει. Λες και την τελευταία στιγμή θα χάσω όλη την ελεύθερη βούληση που διαθέτω. Είναι σαν αυτό που αισθάνεσαι όταν στέκεσαι στο χείλος ενός γκρεμού ή στην άκρη μιας πλατφόρμας τρένου και νιώθεις ότι σε ωθεί ένα αόρατο χέρι. Κι αν; Κι αν απλώς έκανα ένα βήμα μπροστά; Κι αν απλώς έστριβα το τιμόνι;
(Εσύ κι εγώ δεν είμαστε τόσο διαφορετικές τελικά).
Αυτό που με ξάφνιασε ήταν πόσο καλά θυμόμουν. Υπερβολικά καλά. Γιατί θυμάμαι τόσο τέλεια τα πράγματα που μου συνέβησαν όταν ήμουν οκτώ χρονών, κι ωστόσο δυσκολεύομαι να θυμηθώ αν μίλησα στους συναδέλφους μου για την αναβολή της συνάντησης ενός πελάτη την επόμενη εβδομάδα; Όσα θέλω να θυμάμαι δεν μπορώ να τα θυμάμαι, κι όσα θέλω τόσο απεγνωσμένα να ξεχάσω, μου έρχονται διαρκώς στον νου. Όσο πιο πολύ πλησίαζα στο Μπέκφορντ, τόσο πιο αναμφισβήτητο γινόταν, το παρελθόν με χτυπούσε σαν σμήνος πουλιών, τρομακτικό και αναπόφευκτο.
Όλη αυτή η οργιώδης φύση, ετούτο το απίστευτο πράσινο, το ζωηρό, εκτυφλωτικό κίτρινο του χορταριού στον λόφο ζεμάτισαν το μυαλό μου κι έφεραν μαζί τους μια ταινία αναμνήσεων: Τον μπαμπά να κουβαλά εμένα που τσίριζα χαρούμενη μέσα στο νερό, όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών. Εσύ να πηδάς από τα βράχια στο ποτάμι και κάθε φορά να το κάνεις απ’ όλο και πιο ψηλά. Τα πικνίκ στην αμμουδερή όχθη, τη γεύση του αντηλιακού στη γλώσσα μου. Να πιάνουμε παχουλά καφετιά ψάρια στο λασπερό, θολό νερό που κυλούσε από τον μύλο. Εσένα να επιστρέφεις σπίτι με ματωμένο πόδι από τις βουτιές στα βράχια, να δαγκώνεις μια πετσέτα όσο ο μπαμπάς σού περιποιόταν την πληγή, διότι αποκλείεται να έκλαιγες. Όχι μπροστά μου. Η μαμά, με ένα γαλάζιο φόρεμα, ξυπόλυτη στην κουζίνα να φτιάχνει πόριτζ για πρωινό, με τις πατούσες της σκουριασμένες από το χώμα. Τον μπαμπά να κάθεται στην όχθη του ποταμού και να σκιτσάρει. Αργότερα, λίγο μεγαλύτερες, εσένα με τζιν σορτσάκι και το πάνω του μαγιό κάτω από το μπλουζάκι σου, να το σκας για να συναντήσεις ένα αγόρι. Όχι οποιοδήποτε αγόρι, το αγόρι. Τη μαμά πιο αδύνατη και εύθραυστη να κοιμάται στην πολυθρόνα στο σαλόνι. Τον μπαμπά να πηγαίνει πολύωρες βόλτες με τη στρουμπουλή χλομή γυναίκα του εφημέριου που μισούσε τον ήλιο. Θυμάμαι ένα παιχνίδι με μπάλα. Καυτός ήλιος στο νερό, όλα τα μάτια πάνω μου. Να συγκρατώ τα δάκρυά μου, αίμα στο μπούτι μου, γέλια να αντηχούν στα αυτιά μου. Ακόμα τα ακούω. Και πίσω απ’ όλα αυτά, τον ήχο του τρεχούμενου νερού.
Ήμουν τόσο βαθιά απορροφημένη σε τούτο το νερό, ώστε δεν κατάλαβα πως είχα φτάσει. Είχα φτάσει στην καρδιά της πόλης. Το συνειδητοποίησα ξαφνικά, σαν να έκλεισα τα μάτια και να μεταφέρθηκα εκεί, και πριν καλά καλά το καταλάβω, οδηγούσα αργά στα στενά δρομάκια μαζί με διάφορα 4Χ4, πέτρινες ροζ μάντρες στην άκρη του ματιού μου, προς την εκκλησία, προς την παλιά γέφυρα, προσεκτικά τώρα. Στύλωσα τα μάτια μου στην άσφαλτο μπροστά μου και προσπάθησα να μην κοιτάζω τα δέντρα, το ποτάμι. Προσπάθησα να μη βλέπω, μα δεν τα κατάφερα.
Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου κι έσβησα τη μηχανή. Σήκωσα το βλέμμα. Μπροστά μου τα δέντρα και τα πέτρινα σκαλιά, πράσινα από τα βρύα και επικίνδυνα μετά τη βροχή. Ανατρίχιασα ολόκληρη. Το θυμόμουν: παγωμένη βροχή να μαστιγώνει την άσφαλτο, γαλάζιες λάμψεις να ανταγωνίζονται τις αστραπές που φώτιζαν το ποτάμι και τον ουρανό, αχνός στην ανάσα των πανικόβλητων προσώπων κι ένα αγοράκι, άσπρο σαν το πανί, να τρέμει τρομαγμένο, να ανεβαίνει τα σκαλιά με τη συνοδεία μιας αστυνομικού. Του κρατούσε σφιχτά το χέρι και τα μάτια της ήταν γουρλωμένα από τρόμο, το κεφάλι της γύριζε δεξιά κι αριστερά σαν να φώναζε κάποιον. Ακόμα μπορώ να νιώσω ό,τι ένιωσα εκείνη τη νύχτα, τον τρόμο και τη μαγεία. Ακόμα ακούω τα λόγια σου στο κεφάλι μου: Πώς να είναι άραγε; Μπορείς να φανταστείς; Να βλέπεις τη μητέρα σου να πεθαίνει;