📚 Διαβάζω απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα ΠΟΡΦΥΡΟ ΠΟΤΑΜΙ της Σόφης Θεοδωρίδου
📚 Διαβάζω απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα ΠΟΡΦΥΡΟ ΠΟΤΑΜΙ της Σόφης Θεοδωρίδου
«Είχαμε μια επίσκεψη σήμερα», άρχισε η Φεβρωνία.
Μιλούσε αργά, σαν να μην πίστευε κι η ίδια πως ήταν αλήθεια όσα είχαν προηγηθεί: ο αναπάντεχος ερχομός του Τούρκου στο σπιτικό της, η πρόταση του Νεμλή πασά, η προοπτική ν’ αλλάξουν όλα, να φύγει ο βραχνάς της επιβίωσης από πάνω τους…
Απόμεινε να την κοιτά βουβή και παγωμένη η Νιόβη, σαν ολοκλήρωσε όσα είχε να της πει. Ύστερα γύρισε τα μάτια στις αδελφές της, που την ατένιζαν γεμάτες προσμονή.
«Να πουληθώ σ’ έναν Τούρκο, λοιπόν. Αυτό θέλετε;» ρώτησε όταν κατάφερε να καταπιεί τον κόμπο που της έφραζε το λαρύγγι.
Μα δεν το πίστευε. Ακόμη και την ώρα που το ξεστόμιζε, δεν το πίστευε. Θα έλεγε όχι η μάνα. Δεν το θέλω, γκουζούμ, μα όφειλα να σ’ το πω, αυτό θα έλεγε. Μάταια την περίμενε όμως να μιλήσει. Αντί για κείνη πετάχτηκε η Σουλτάνα ανυπόμονα.
«Δε θα ’σαι η πρώτη! Κι άλλες δικές μας έχουν πάρει Τούρκους! Κι ούτε είναι ένας οποιοσδήποτε Τούρκος! Πασάς είναι. Νέος, όμορφος και πλούσιος πολύ!»
«Πάρ’ τον εσύ τότε, αφού τόσο σ’ αρέσει!»
«Μακάρι να με ήθελε. Δεν είμαι τρελή να πετάξω τέτοια τύχη! Μα θέλει εσένα, λέει. Κι ένας Θεός ξέρει γιατί…»
«Δεν τον θέλω εγώ! Είμαι χριστιανή! Δε θα έπαιρνα μουσουλμάνο, ακόμη κι αν δεν ήμουν σημαδεμένη!» της φώναξε ανάστατη.
«Σημαδεμένη! Σημαδεμένη μ’ ένα χερόνι…» κάγχασε η Σουλτάνα. «Γιατί νεκρός θα είναι, αφού δεν έστειλε άλλο μήνυμα. Και χερόνι θα έγινε σίγουρα, αφού εξαιτίας του χάθηκε μια ψυ…»
«Δεν χάθηκε εξαιτίας του! Ντροπή σου να το λες αυτό! Αλλά και νεκρός να είναι, όπως ίσως πιστεύετε όλες σας, δεν έχει σημασία. Άλλον απ’ αυτόν δεν πρόκειται να πάρω ποτέ!»
«Έχεις χρέος!» τσίριξε η αδελφή της έξαλλη. «Χρέος, τ’ ακούς;»
«Γετέρ, Σουλτάνα! Πάψε! Δεν είναι δική σου δουλειά! Άσε και της μιλώ εγώ», ανέλαβε πάλι τα ηνία η Φεβρωνία.
«Άδικος κόπος, ανά. Σ’ το λέω, μη σπαταλάς το σάλιο σου!» της δήλωσε κοφτά η Νιόβη και σηκώθηκε.
«Κάθισε κάτω!» πρόσταξε εκείνη απότομα κι έπειτα ο τόνος της μαλάκωσε. «Κάθισε, κόρη μου. Κι αφού ακούσεις ό,τι έχω να σου πω, μου λες τι αποφάσισες…»
Έδινε γερό μπασλίκ ο Νεμλή πασάς, εξήγησε κατόπιν. Διακόσιες χρυσές λίρες. Περιουσία ολόκληρη, ποσό αδιανόητο για φτωχούς ανθρώπους σαν αυτούς.
«Θ’ αποπληρώσουμε το χρέος μ’ αυτά τα λεφτά, να βγάλουμε επιτέλους τον βραχνά από πάνω μας. Διαφορετικά θα μας κρατά για πάντα δεμένες χειροπόδαρα ο πις μπακάλ. Και θα μπορέσουν κι οι αδελφές σου να παντρευτούν. Αλλιώς, περιθώριο να φτιάξουν τη ζωή τους δεν έχει…»
«Και για να φτιάξουν τη ζωή τους αυτές, πρέπει να θυσιαστώ εγώ!» ξεστόμισε με πίκρα η κόρη της.
«Εσύ είσαι υπεύθυνη για το χάλι μας!» πετάχτηκε πάλι η Σουλτάνα θυμωμένη. «Εσύ φταις για το χρέος! Για να γλιτώσει εσένα το φορτώθηκε ο πατέρας! Για να το ξεπληρώσει αναγκάστηκε να ξενιτευτεί και χάθηκε! Αν πρέπει κάποιος να πληρώσει, επομένως, είσαι εσύ και μόνο εσύ, που είσαι κι η αιτία για ό,τι περνάμε χρόνια τώρα!»
Στράφηκε στη Θανασούλα η Νιόβη άσπρη σαν πεθαμένη.
«Συμφωνείς κι εσύ με όσα λέει η μικρή;» θέλησε να μάθει, κι όταν εκείνη έσκυψε το κεφάλι ένοχα, έγνεψε ανεπαίσθητα φαρμακωμένη και γύρισε στη μάνα τους. «Κι εσύ, ανά;» τη ρώτησε πνιχτά.
«Εγώ λέω ότι η απόφαση που είχε συνέπεια τη σημερινή κατάσταση ήταν του πατέρα σου», απέφυγε την ευθεία απάντηση εκείνη. «Ακόμη λέω ότι δεν είναι ζωή αυτή που κάνουμε. Ούτε για σένα είναι το καλύτερο να είσαι δούλα. Τουλάχιστον εκεί θα περνάς πλούσια και ξεκούραστα…»
«Κλεισμένη σαν Τουρκάλα σ’ ένα χαρέμι! Να πνίγομαι ολοζώντανη, μακριά απ’ τους δικούς μου, απ’ τη μάνα του, που ζει δίπλα, μακριά κι απ’ τον Θεό μας ακόμη…»
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Ένιωθε το κεφάλι της να βουίζει και τα πνευμόνια της να πονούν, λες κι είχε δηλητηριάσει η κουβέντα τον αέρα του σπιτιού και κάθε ανάσα φαρμάκωνε περισσότερο τα σπλάχνα της. Τινάχτηκε όρθια σπασμωδικά.
«Πού πας;» ρώτησε ανήσυχη η Φεβρωνία.
«Να σκεφτώ! Δεν πρέπει; Αν και μου φανέρωσες ήδη τι προτιμάς εσύ», δεν μπόρεσε να μην της αντιτείνει φαρμακερά.
Η αλήθεια ήταν πως δεν είχε τίποτα να σκεφτεί. Το συνειδητοποίησε σκαρφαλωμένη στον Ταστάν Αντάμ, κοιτάζοντας με μάτια που έκαιγαν τα ολόμαυρα νερά. Έτσι όπως κυλούσαν βιαστικά λες και της έγνεφαν. Κι ίσως θα ήταν μια λύση ν’ αφεθεί σ’ αυτά, να εγκαταλείψει τη ζωή που κάποτε είχε λαχταρήσει και τώρα φαινόταν να της κλείνει όλους τους δρόμους, αφήνοντάς της μόνο ένα σκοτεινό στενό για διέξοδο. Τράβηξε με αγωνία τη λαιμουδιά του μαύρου φουστανιού. Αν μπορούσε να κλάψει λίγο, ίσως ξέσφιγγε μια στάλα τούτη η αόρατη θηλιά που έπνιγε την ανάσα της. Μα δεν μπορούσε· ποτέ δεν είχε τρέξει δάκρυ απ’ τα μάτια της, όσο κι αν πόναγε.
Καθισμένη στη θέση του πατέρα της, αφέθηκε στην υγρή και κρύα αγκαλιά της νύχτας ώσπου να ξημερώσει. Ένα φεγγάρι ολοκόκκινο σαν αίμα ανέτειλε κάποια στιγμή, βάφοντας τα νερά στο χρώμα του. Όπως τη μέρα που γεννήθηκα, αναθυμήθηκε όσα της είχε πει ο Δημητρός. Είχε στείλει σημάδι η μοίρα από τότε για κείνη. Δίκιο είχαν οι μουσουλμάνοι που έλεγαν πως τους ανθρώπους τούς κυβερνάει το κισμέτ. Ο πατέρας της ο δόλιος είχε αποφασίσει να κοντράρει τη μοίρα και να γλιτώσει τη ζωή της και το είχε πληρώσει με τη δική του τελικά, ενώ κι η ίδια κατέληγε όπως κατέληγε.