Η πρόσφατη αυτοχειρία του δεκαπεντάχρονου στην Αργυρούπολη, όπως παλιότερα οι περιπτώσεις του φοιτητή Γιακουμάκη στα Γιάννενα και του Άλεξ στη Βέροια –ας μην τις ξεχνάμε– επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά πως ο εκφοβισμός, η βία δηλαδή που ασκείται από παιδιά σε παιδιά και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, υπάρχει τόσο μέσα στο σχολικό περιβάλλον όσο και στη γειτονιά, αλλά και στο σπίτι.
Άραγε πόσες κραυγές θυμάτων σχολικής βίας και εκφοβισμού δεν ακούγονται και πόσα παιδιά θύματα βυθίζονται στην απόγνωση;
Κι άραγε για πόσο ακόμα εσύ, εγώ, όλοι μας θα παρακολουθούμε άναυδοι και τις περισσότερες φορές ανήμποροι να αντιδράσουμε;
Το πρόβλημα δεν είναι σημερινό. Στοιχεία βίας μεταξύ παιδιών υπάρχουν και στην ιστορία Όλιβερ Τουίστ τον 19ο αιώνα, ενώ επιτυχημένες παρεμβάσεις πάνω στο bullying έκανε ο Νορβηγός Νταν Όλβιους το 1978 (Olweus, 1978, και Olweus & Limbert, 2007), ο πρώτος που μελέτησε επιστημονικά το φαινόμενο.
Από τότε μέχρι σήμερα έχουν γίνει πλείστες επιστημονικές μελέτες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και το Συμβούλιο της Ευρώπης έχουν μιλήσει για το θέμα, στη χώρα μας έχει ιδρυθεί το Παρατηρητήριο για τη Βία στα Σχολεία και έχει θεσμοθετηθεί η Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βίας στις 6 Μαρτίου, με ποικίλες δράσεις ετησίως στα σχολεία, έχει ιδρυθεί το Διεθνές Ινστιτούτο για την Κυβερνοασφάλεια (CSI), με σημαντικές οδηγίες για το διαδικτυακό bullying (Cyberbullying), αλλά το πρόβλημα παραμένει. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Τι πρέπει να γίνει ακόμα για να πούμε «Αντίο, bullying;»
Δυστυχώς, το bullying είναι ένα βαθύ κοινωνικό πρόβλημα, και σε αυτό εμπλέκονται το παιδί που δέχεται βία, το παιδί ή η ομάδα παιδιών που ασκεί τη βία, τα παιδιά-θεατές, οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς, αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνεται. Μάλιστα, η πρόσφατη απώλεια ακόμη ενός παιδιού λόγω bullying αποδεικνύει πόσο ανοχύρωτη είναι η κοινωνία μας σε τέτοια ζητήματα, και φέρνει στην επιφάνεια την απουσία εθνικού σχεδίου δράσης, πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου, καθώς και την έλλειψη κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για την καταπολέμησή του. Συνεπώς, κάθε περιστατικό σχολικής βίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένο γεγονός, αλλά ως ένα μείζον ζήτημα δημόσιας υγείας. Όλοι οι αρμόδιοι φορείς, με πρώτη την πολιτεία, πρέπει άμεσα να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη θωράκιση της σχολικής κοινότητας και την προστασία των παιδιών από τον σχολικό εκφοβισμό.
Σε επίπεδο σχολικής κοινότητας:
Όλα τα μέλη ‒διευθυντής/ντρια, σύλλογος διδασκόντων, σχολική επιτροπή, μαθητικά συμβούλια, σύλλογος γονέων‒ είναι επιβεβλημένο να προχωρήσουν άμεσα στην ανάδειξη των ανθρωπιστικών αξιών, στην εξάλειψη της ρητορικής του μίσους και της ξενοφοβίας, καθώς και του ρατσισμού απέναντι στο διαφορετικό. Υιοθετώντας το «Νοιάζομαι και Αγωνίζομαι για το Κοινό Καλό» μπορούν να ενισχύσουν τον δημοκρατικό χαρακτήρα του σχολείου και να δώσουν έμφαση στην παιδαγωγική λειτουργία του, αλλά και να καλλιεργήσουν τη δημιουργικότητα όλων των μαθητών, με την ενεργό συμμετοχή τους σε σχέδια εργασίας ποικίλου ενδιαφέροντος καθώς και σε αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, που θα αναδείξουν τη διαφορετικότητα και τα ιδιαίτερα ταλέντα, τις δεξιότητες και τις ικανότητές τους.
Σε επίπεδο οικογένειας:
Οι γονείς πόσο καλά γνωρίζουμε τα παιδιά μας; Αφουγκραζόμαστε και κατανοούμε τις ιδιαίτερες ανάγκες τους; Πόσο χώρο και χρόνο δίνουμε για να αναπνεύσουν και να δραστηριοποιηθούν; Υπάρχει εμπιστοσύνη και ειλικρινής επικοινωνία στην οικογένεια; Και εντέλει τι στάση κρατάμε απέναντι σε ένα περιστατικό σχολικής βίας; Κοιτάμε μόνο αυτό που θεωρούμε καλό για το παιδί μας; Ποια είναι η ορθότερη αντίδραση;
Απαντήσεις και βοήθεια σε όλα τα παραπάνω μπορούν να δώσουν οι αρμόδιοι φορείς. Διότι ο σχολικός εκφοβισμός χρειάζεται να κινητοποιεί διαρκώς υγιείς αντιδράσεις του σχολικού πλαισίου, της οικογένειας, της κοινότητας και της κοινωνίας μας.