430 π.Χ.
«Κι αν πάω μια βόλτα, δηλαδή, τι θα γίνει; Θα βγω! Και τι, δηλαδή, να πιστέψω ότι όλοι κάθονται σπίτια τους; Σήμερα θα βγω. Δηλαδή θα δούμε. Καλά, άσε και σήμερα κι αύριο βγαίνω». Η Εριφύλη είχε πιάσει κουβέντα με τον εαυτό της εδώ και ώρα ‒ την ίδια κουβέντα που εμμονικά έστηνε εδώ και τόσον καιρό κάθε μέρα τέτοια ώρα. Κούνησε το κεφάλι της να διώξει τις σκέψεις και, για να τις αντικαταστήσει, επέλεξε να θυμηθεί μια κατσικούλα που την έλεγαν Φιλομήλα και κάποτε είχε λαχταρήσει για κατοικίδιο… Η ανάμνησή της ήρθε και μπλέχτηκε με μια φορτωμένη ειρεσιώνη στο κτήμα του πατέρα της, θρησκευτικές τελετές στο Ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα, και τον Περικλή, τότε νέο πολιτικό και γεμάτο φιλοδοξίες, φίλο καρδιακό του πατέρα της, να την πειράζει που τρωγόταν να βγει να κυκλοφορήσει, να πάει σχολείο ‒ σκέτο αγοροκόριτσο η Εριφύλη παιδούλα. Στιγμές κανονικότητας από το παρελθόν, τότε που πίστευε πως η ζωή πάει στρωτά και τίποτα δεν την ανατρέπει, πως ό,τι κι αν γίνει η καθημερινότητα θα κυλάει ήρεμα σαν ποτάμι την άνοιξη. Και άντε να εκτιμήσεις πραγματικά την καθημερινότητά σου, τις μοναχικές βόλτες και τις μαζώξεις με τους φίλους, τα ανέμελα ψώνια στην Αγορά και τις επισκέψεις στους ναούς, αν τα έχεις τόσο δεδομένα.
Αναστέναξε, ακούμπησε το κεραμένιο της κύπελλο στο περβάζι του παραθύρου και κοίταξε έξω. Κανείς στον δρόμο και σήμερα. Ποιος θα τολμούσε να ξεμυτίσει…! Μετρούσαν ήδη πόσοι μήνες που φίλοι και γνωστοί πολεμούσαν το γνωστό και το άγνωστο στον μεγάλο πόλεμο, τον Πελοποννησιακό, ενάντια στους Σπαρτιάτες, αγαπημένα πρόσωπα που ποιος ξέρει πότε θα ξαναέβλεπαν. Κι όμως, τώρα που οι κυράδες δε νοιάζονταν πια να βγουν στα πορτοπαράθυρα και να σχολιάζουν ποια δεν ντρέπεται να βγαίνει συχνά-πυκνά από το σπίτι, τώρα που ούτε οι άρχοντες ασχολούνταν με τη… διατήρηση της ηθικής που τόσα χρόνια διατείνονταν ότι ήταν υψίστης σημασίας… τώρα που είχε πια μεγαλώσει και θα ήταν πιο αποδεκτό κοινωνικά να κυκλοφορεί κι αυτή… ήταν που είχε χτυπήσει η μεγάλη ασθένεια: ο περιβόητος λοιμός της Αθήνας.
Ένας πολύ καλός γιατρός με το όνομα Ιπποκράτης, που είχε σηκώσει τα… μανίκια κι έκανε ό,τι μπορούσε να βοηθήσει την πόλη και τους κατοίκους της, έλεγε πως η καλύτερη πρόληψη ήταν η απόσταση από τους ασθενείς. Κι επειδή δεν μπορούσες να ξέρεις ποιος θα ήταν ο επόμενος ασθενής, καλύτερα θα ήταν, έλεγε ο Ιπποκράτης, να αποφεύγουν όλοι μέρη με συνωστισμό, όπως την Αγορά της Αθήνας. Μόνο έτσι μπορούσες να είσαι σίγουρος!
Όσοι μπορούσαν κλείστηκαν μέσα, απρόθυμα μεν αλλά κατανοώντας την αναγκαιότητα του μέτρου. Και πάνε κι οι βόλτες κι η απελευθέρωση και όλα όσα ονειρευόταν τέλος πάντων μια Αθηναία που ασφυκτιούσε. Όχι πως της έλειπε κάτι· φαγητό είχαν αρκετό, κι αν κάτι έλειπε, όλο και κάποιος θα πήγαινε να ψάξει να το προμηθευτεί· παρέα, επίσης, μπορούσε να κάνει με την οικογένειά της ‒ αλλά να, το άπλετο καθαρό αττικό φως τής έλειπε, η ζεστασιά του πάνω στα χέρια της. Να βγει έξω, αυτό λαχταρούσε η Εριφύλη, μα είχε ξαφνιάσει και τον εαυτό της με την αυτοπειθαρχία της. Όμως ούτε στιγμή δεν αμφέβαλλε αν έκανε καλά. Αγαπούσε τη ζωή η Εριφύλη. Δεν τη χόρταινε! Και είχε πολλά να κάνει ακόμα, όταν ο εγκλεισμός θα έληγε, τόσα που τώρα μόνο να σκέφτεται και να ονειρεύεται μπορούσε.
Φωνές κοριτσιών ακούγονταν από τον τοίχο πίσω της: «Τάκου τάκου ο αργαλειός μου με τη σαϊτούλα του». Η αδελφή της έμενε μεσοτοιχία κι είχε τις δυο μικρές της που, κλεισμένες στον γυναικωνίτη τους, έπλεκαν κι έραβαν σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Πόσο διαφορετικές ήταν! Ούτε τότε που ήταν μικρές, ούτε τώρα την ένοιαζε την Αγαθόκλεια να βγει στον δρόμο ‒ σαν να μην είχε το έξω καμία σημασία. Να, προχθές την είχε φωνάξει από το παράθυρο να της προτείνει δήθεν τάχα πειραχτικά: «Έλα, Εριφύλη, να σου μάθω να πλέκεις τίποτα της προκοπής στον αργαλειό»! Ίδια παράκληση από μικρά κορίτσια. Θες από συνήθεια, θες από βαρεμάρα να ακούει τα ίδια και τα ίδια τόσα χρόνια, η Εριφύλη έσφιξε τα χείλη κι έγνεψε αρνητικά. Και να ήθελε βέβαια, άντε να το παραδεχτεί στη μεγάλη αδελφή!
Αλλά πώς να περάσει ο χρόνος μέσα; Για να διασκεδάσει την ανία της, είχε μετρήσει ξανά και ξανά τα βήματα από την εξώπορτα στον βωμό της Εστίας κι από εκεί σε κάθε δωμάτιο, όπως έκανε όταν ήταν μικρούλα. Για πρώτη φορά στη ζωή της τακτοποίησε τα ρούχα της ‒ και μετά τα ξαναδίπλωσε όλα από την αρχή ακόμη πιο προσεκτικά. Είχε ζαλίσει τη μαγείρισσα με οδηγίες για προσεκτική διαχείριση των προμηθειών. Και τώρα τι;
Αποφάσισε να περπατήσει λίγο στην εσωτερική αυλή. Σαράντα τρία τα βήματα ως τον γυναικωνίτη, δεκαεπτά ως τα αντρικά διαμερίσματα… είκοσι εννιά ως την εξώπορτα ‒ κι από εκεί άλλα εβδομήντα τέσσερα ως την πόρτα της Αγαθόκλειας. Πώς την έβγαλε ο δρόμος… Κι εκείνη σαν να περίμενε πίσω από την πόρτα.
«Ήρθα! Δείξε μου. Έχουμε χρόνο άπλετο, όσο ποτέ. Θέλω να μάθω πώς υφαίνεις στον αργαλειό τα περίτεχνα σχέδιά σου. Κι είναι, μου φαίνεται, τώρα ή ποτέ».
Η μεγάλη αδελφή χαμογέλασε σαν να το περίμενε. Χρόνια ανυπομονούσε γι’ αυτή τη στιγμή, και να που με μια τόσο κακή συγκυρία θα βρισκόταν να περνάει πολύτιμο χρόνο με το «μικρό».
Πώς είχαν κυλήσει τα χρόνια από τότε που συμβίωναν στον γυναικωνίτη του πατρικού τους και μάλωναν για μια κούκλα, μια πλαγγόνα, στις παραμονές του γάμου της… Η Εριφύλη θα ήταν για πάντα η μικρή της, αγαπημένη αδελφή. Να ωραίες στιγμές, τρυφερές, με πολλή αγάπη ‒ τι κι αν είχαν περάσει μέρες, εβδομάδες, που δεν άφηναν το σπίτι από φόβο για τη βαριά ασθένεια; Η ζωή θα ξαναέμπαινε σε κανονικό ρυθμό αργά ή γρήγορα, η ψύχραιμη Αγαθόκλεια το ήξερε αυτό. Μα, στο μεταξύ, ήταν εδώ μαζί με τους πιο αγαπημένους της ανθρώπους, θα χαίρονταν το τώρα τους.
Πήρε βαθιά ανάσα και: «Μάθημα πρώτο: θα μάθουμε να φτιάχνουμε την Αθηνά που φυλακίζει τον Εγκέλαδο κάτω από μια πλάκα…!»