Μου λείπεις, μαμά. Σε είδα την Κυριακή, από μακριά, στην πόρτα, που άφησα την τσάντα με τα ψώνια.
Μου λείπει που σε παίρνω αγκαλιά και σε νιώθω εύθραυστη, όλο και πιο μικρή κι ελαφριά όσο περνάνε τα χρόνια, να με σφίγγεις δυνατά, όλη η ανάγκη σου για επαφή, για ζωή, σ’ αυτό το σφίξιμο -ξέρεις πως τώρα δεν κάνει να σε πάρω αγκαλιά.
Μου λείπει που παραπονιέσαι πως έχω μέρες να περάσω -«όλο τρέχεις, πότε θα ’ρθεις…» -ξέρεις πως τώρα δεν κάνει να περάσω.
Μου λείπει που μου λες «πήγα στο φούρνο», «πήγα για τσιγάρα», «πήγαμε για περπάτημα με την αδερφή σου» -ξέρεις πως τώρα δεν κάνει να βγεις.
Θυμάσαι που όταν ήμασταν μικρές κι αρρωσταίναμε, μας έφτιαχνες κέικ και μας έφερνες καινούρια βιβλία να διαβάσουμε; Και κάπως γινόταν η ασθένεια γιορτή. Τώρα θα φτιάξω μόνη μου το κέικ. Και θα διαβάσω πάλι. Αλλά έτσι, για την αλητεία, λέω να διαβάσω την ιστορία ενός πολύ απείθαρχου παππού. Τον Εκατοντάχρονο που πήδηξε από το παράθυρο κι εξαφανίστηκε, του Γιούνας Γιούνασον. Κι όταν το τελειώσω, θα διαβάσω και τη συνέχεια, τον Εκατοντάχρονο που ανέβηκε στο αερόστατο κι εξαφανίστηκε.
«Μένουμε σπίτι» για να κερδίσουμε τη ζωή μας. Αλλά η φαντασία μας μπορεί να ξεπορτίζει.
Σ’ ευχαριστώ, μαμά, που μου έμαθες ν’ αγαπάω τα βιβλία. Αυτή την έξοδο κινδύνου που δεν σε προδίδει ποτέ.